28/11/12

Για τους δημοσιογράφους και την "ενημέρωση"


Έτυχε να διαβάσω εδώ την παρακάτω συνέντευξη του δημοσιογράφου Σταύρου Λυγερού, η οποία έχει αρκετό ενδιαφέρον (τουλάχιστον για όσους είχαν ακόμη αμφιβολίες για το τι είδους "δημοσιογραφία" ασκούν ο ΔΟΛ, το Mega, η Καθημερινή ή ο ΣΚΑΙ, για να αναφερθούμε μόνο σε "σοβαρά" μέσα, χο χο χο). Την παραθέτω ολόκληρη.


Λίγες μέρες μετά την αποχώρησή του από την Καθημερινή, ο δημοσιογράφος Σταύρος Λυγερός μιλάει στο ΤPP και εξηγεί γιατί στην παρούσα συγκυρία «η κοινωνία έχει ανάγκη από πραγματική δημοσιογραφία».

Συνέντευξη στην Ντίνα Καράτζιου

Ο Σταύρος Λυγερός σχολιάζει τον «παρασιτικό ρόλο του Τύπου στην Ελλάδα της κλεπτοκρατίας», και αναλύει πως τα media «έγιναν οι θεραπαινίδες της πολιτικής εξουσίας και της ολιγαρχίας του χρήματος». Το «αμαρτωλό τρίγωνο», όπως το αποκαλεί, που αποτέλεσε τη βασική αιτία για την ανάπτυξη της διαπλοκής στην Ελλάδα. Στο σήμερα, εξηγεί πως τα media εκτελώντας αποστολή εφάρμοσαν «τη συνταγή» της διαχείρισης του φόβου με στόχο να επιβάλλουν ως μονόδρομο τις πολιτικές της τρόικας. Τέλος, αναλύει πώς το τοπίο στο χώρο του Τύπου μεταλλάσεται ραγδαία λόγω της κρίσης και ευελπιστεί ότι πέρα από τα media που θα εκφράσουν τους νέους πόλους πολιτικοοικονομικής εξουσίας, θα βρεί δυναμικό τρόπο έκφρασης και εκείνη η δημοσιογραφία, η οποία θα προασπίσει τα συμφέροντα της κοινωνίας.

- Πρόσφατα διακόπηκε η συνεργασίας σας με την εφημερίδα Καθημερινή, στην οποία αρθρογραφούσατε επί σειρά ετών. Κλείνει ένας κύκλος;

Στην Καθημερινή πήγα το 1989. Δούλεψα σ΄ αυτή την εφημερίδα περισσότερα από 23 χρόνια, το μεγαλύτερο μέρος της δημοσιογραφικής μου σταδιοδρομίας. Δεν θα ήθελα να σχολιάσω τους λόγους της αποχώρησής μου, νομίζω ότι ο καθένας μπορεί να τους δει. Είναι εξόφθαλμοι. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει πάντα η ουσία, δηλαδή η διακοπή της συνεργασίας, η οποία έγινε με πρωτοβουλία της εφημερίδας. Υπάρχει, βεβαίως και ο τρόπος. Το μόνο που θα πω γι’ αυτόν είναι ότι δεν ήταν ο καλύτερος.

- Μετά την αποχώρηση σας, γράφτηκαν εκατοντάδες θετικά σχόλια στα social media από πολίτες. Πως το σχολιάζετε;

Με συγκίνησαν. Είμαι παλιομοδίτης. Δίνω σημασία στα σχόλια των αναγνωστών. Έχει σημασία η γνώμη που έχουν οι άλλοι για σένα. Δεν ανήκω, όμως, στους δημοσιογράφους οι οποίοι κάνουν θέμα τον εαυτό τους.

- Συμφωνείτε ότι η κρίση στον Τύπο πριν γίνει και οικονομική ήταν βασικά δεοντολογική;

Πάντα ο Τύπος είχε κάποιου είδους διαπλοκή με την πολιτική και με τα οικονομικά συμφέροντα. Η διαφορά του σήμερα από το χθες είναι ότι παλαιότερα οι εφημερίδες στηρίζονταν στην κυκλοφορία τους. Αρα είχαν μία κάποια οικονομική ανεξαρτησία, επειδή η κυκλοφορία ήταν η κύρια πηγή των εσόδων τους. Σταδιακά, κύρια πηγή των εσόδων έγινε η διαφήμιση. Πρόκειται για ποιοτική διαφορά. Η διαπλοκή απέκτησε νέο περιεχόμενο. Για την ακρίβεια, τα media έπαψαν να είναι προσκολημμένα σε κόμματα και έγιναν θεραπαινίδες της ολιγαρχίας του χρήματος. Η ίδια η πολιτική εξουσία, άλλωστε, έχασε σε μεγάλο βαθμό την αυτονομία της. Σταδιακά διαμορφώθηκε το αμαρτωλό τρίγωνο. Η ισχυρή κορυφή είναι η ολιγαρχία χρήματος με τις δύο άλλες κορυφές, την πολιτική εξουσία και τα media, να λειτουργούν περισσότερο δορυφορικά παρά ανταγωνιστικά. Στην προ κρίσης Ελλάδα, αυτό το αμαρτωλό τρίγωνο λειτούργησε σαν καρκίνωμα, ήταν στυλοβάτης του μοντέλου πλασματικής ανάπτυξης, βασικά χαρακτηριστικά του οποίου ήταν όχι μόνο ο παρασιτισμός, η σπατάλη και ο ανορθολογισμός, αλλά και η κλεπτοκρατία. Η κρίση έβγαλε όλα αυτά στην επιφάνεια και τους προσέδωσε μία άλλη διάσταση. Όταν το μοντέλο πλασματικής ανάπτυξης δεν μπορούσε να χρηματοδοτηθεί κατέρρευσε, συμπαρασύροντας και το ανομολόγητο κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα στην άρχουσα τάξη και στη μικρομεσαία θάλασσα. Το περιεχόμενο αυτού του συμβολαίου συνοψίζεται στο εξής μήνυμα που εξέπεμπε η άρχουσα τάξη: «Μην ασχολείστε με τα χρυσοφόρα παιχνίδια διαπλοκής που λαμβάνουν χώρα στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας και το πολιτικό σύστημα θα κάνει τα στραβά μάτια για τη διαφθορά στη δημόσια διοίκηση, για την εκτεταμένη φοροδιαφυγή στους μικρομεσαίους για την αυθαίρετη δόμηση και για διάφορα άλλα ανομικά φαινόμενα. Όταν ακυρώθηκε αυτό το ανομολόγητο κοινωνικό συμβόλαιο, συμπαρέσυρε, όπως έδειξαν και οι εκλογές του περασμένου Μαϊου-Ιουνίου το πολιτικό σύστημα που στηρίχθηκε στον δικομματισμό. Με άλλα λόγια, έχουμε τέλος εποχής, γύρισμα σελίδας.

- Σ’ αυτή τη νέα εποχή, φαίνεται ότι αλλάζουν και οι συσχετισμοί των πολιτικοοικονομικών συμφερόντων. Πώς επηρεάζει αυτό τη δημοσιογραφία;

Πριν μιλήσουμε για τα media, επιτρέψτε μου ένα σχόλιο για τον συσχετισμό πολιτικής και οικονομίας. Η ελληνική άρχουσα τάξη έχει μακρά παράδοση εξάρτησης. Όταν έφερε τη χώρα στον γκρεμό, στις αρχές του 2010, τι έκανε; Αντί έστω και την τελευταία στιγμή να επεξεργαστεί ένα εναλλακτικό εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση, αντί να διαπραγματευτεί με την τρόικα ένα βιώσιμο πρόγραμμα ανάταξης της ελληνικής οικονομίας, τα παρέδωσε όλα, έτρεξε να κρυφτεί στην ποδιά των ξένων κηδεμόνων. Οι πιο θρασείς, μάλιστα, κουνάνε το δάχτυλο στην κοινωνία. Η άρχουσα τάξη νόμιζε ότι οι δανειστές θα βάλουν χέρι μόνο στη δημόσια περιουσία. Τώρα αρχίζει να καταλαβαίνει ότι θα βάλουν χέρι και στις εξασθενημένες από την ύφεση ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η εσωτερική υποτίμηση, την οποία τόσο ύμνησαν, έχει κι αυτή τη διάσταση. Οι δανειστές θα βάλουν χέρι και στις τράπεζες και μέσω των τραπεζών θα ελέγξουν και τα media. Τέρμα οι προνομιακές δανειοδοτήσεις. Τα παραπάνω θεωρώ ότι έχουν μεγάλη σημασία για να δούμε τον ρόλο των μέχρι τώρα κυρίαρχων media. Σας θυμίζω ότι ένα μεγάλο δημοσιογραφικό συγκρότημα από στυλοβάτης των Μνημονίων ξαφνικά ξιφουλκεί εναντίον της τρόικας. Μόνο που είναι αργά. Η κοινωνία δεν πρόκειται να συνταχθεί μαζί τους για να προασπίσει σκανδαλώδη προνόμια. Ίσως αυτή να είναι η θετική πλευρά ενός αρνητικού φαινομένου.

- Τι μπορεί να προκύψει λοιπόν, μέσα από αυτή την καταλυτική κρίση για τον Τύπο;

Δεν μου αρέσει να κάνω τον μάντη. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι η κοινωνία έχει ανάγκη από πραγματική δημοσιογραφία. Έχει ανάγκη δηλαδή, από τις βασικές λειτουργίες που χαρακτηρίζουν τη δημοσιογραφία: Το ρεπορτάζ και την έρευνα, την ανάλυση και το σχόλιο. Δεν έχει σημασία αν τα είδη αυτά της δημοσιογραφίας θα εμφανισθούν σε εφημερίδες, σε ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς ή στο Διαδίκτυο. Αυτά είναι οχήματα της δημοσιογραφίας. Το ζητούμενο είναι η ποιότητα. Και η ποιότητα δεν εξασφαλίζεται με τη νοοτροπία του τζάμπα.

- Εννοείτε την απλήρωτη ή την κακοπληρωμένη δημοσιογραφική εργασία;

Βεβαίως κι αυτή. Η δημοσιογραφική παραγωγή είναι ένα προϊόν. Κάποιοι εργάζονται για να προκύψει ένα ρεπορτάζ, μία έρευνα, μία newsanalysis, ένα σχόλιο. Κι αυτοί πρέπει να πληρωθούν. Όποιος έχει την απαίτηση ή απλώς έχει εθισθεί να να βρίσκει τα πάντα τζάμπα στο Διαδίκτυο υπονομεύει την ανεξαρτησία της δημοσιογραφίας. Ο δημοσιογράφος που δεν πληρώνεται από τους αναγνώστες ή ακροατές ή τηλεθεατές του ή γρήγορα θα εγκαταλείψει τη δημοσιογραφία ή θα συνεχίσει, επειδή πληρώνεται από αλλού, απ’ όσους ενδιαφέρονται να διαμορφώνουν την κοινή γνώμη σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Οποιος θέλει να έχει ένα ποιοτικό δημοσιογραφικό προϊόν με απαιτήσεις ανεξαρτησίας, πρέπει να αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να το έχει τζάμπα.

- Βλέπετε λοιπόν μία δημοσιογραφία που θα συνταχθεί πίσω από το νέο πολιτικοοικονομικό κατεστημένο, ή μία δυναμική ανεξάρτητη δημοσιογραφία που θα εκφράζει την κοινωνία;

Το μόνο σίγουρο σήμερα είναι ότι το παραδοσιακό συγκρότημα εξουσίας αποδομείται. Θα προκύψει ένα νέο, το οποίο ακόμη δεν έχει διαμορφωθεί. Η εξέλιξη αυτή θα επηρεάσει αποφασιστικά και τα media. Το νέο τοπίο στα media δεν είναι σίγουρο ότι θα είναι καλύτερο. Θα εξαρτηθεί από την τροπή που θα πάρουν οι εξελίξεις στο πολιτικό επίπεδο. Μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε σε ιστορική καμπή. Η ολιγαρχία του χρήματος προσπαθεί να “κινεζοποιήσει” την Ευρώπη, να καταλύσει το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο και το Κοινωνικό Κράτος. Η αρχή έγινε από τον πιο αδύναμο κρίκο, την Ελλάδα, την οποία έχουν μετατρέψει σε πειραματόζωο. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν θα υπάρξει μία δημοσιογραφία, η οποία να εκφράσει την αντίσταση της κοινωνίας. Το ελπίζω, αλλά κρατάω μικρό καλάθι. Η πείρα του παρελθόντος δείχνει ότι οι καλές προθέσεις δεν αρκούν. Η αναδιάταξη της άρχουσας τάξης θα επιφέρει και μία αναδιάταξη στην “καθεστωτική” δημοσιογραφία. Αυτοί που έχουν τα χρήματα μπορούν εύκολα και να μεταλλάξουν παραδοσιακά μιντιακά συγκροτήματα ή ακόμα και να δημιουργήσουν νέα.

- Και μία που μιλάμε για “καθεστωτικά” media, πώς αυτά εκβίασαν μια ολόκληρη κοινωνία, προβάλλοντας σαν μονόδρομο την πολιτική της τρόικας;

Τα media διεκπεραιώνουν τη θεραπεία-σοκ στο ιδεολογικό και επικοινωνιακό επίπεδο. Λειτουργούν ως μηχανισμός για την επιβολή των εκβιαστικών διλημμάτων στην κοινωνία. Μετατρέπουν ζωτικής σημασία πολιτικά ζητήματα σε αναμφισβήτητο μονόδρομο, σβήνοντας κάθε δυνατότητα εναλλακτικής λύσης στο επικοινωνιακό επίπεδο. Το κατάφεραν με όπλο τους την καλλιέργεια του φόβου. Είναι οι διαχειριστές του φόβου. Η συνταγή, βεβαίως, δεν είναι δική τους. Έχει έρθει ντελίβερι. Όταν την άνοιξη του 2010 πρωτοτέθηκε το δίλημμα “Μνημόνιο ή χρεοκοπία”, η ελληνική κοινωνία υπέκυψε. Φοβήθηκε τότε ότι κινδύνευε να χάσει μισθούς, συντάξεις, και καταθέσεις. Αποδέχθηκε, λοιπόν, κάποιες περικοπές, ελπίζοντας ότι σύντομα η κρίση θα ήταν παρελθόν. Μας έλεγαν ότι στα τέλη του 2011 ή στις αρχές του 2012 η Ελλάδα θα έχει επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και θα έχει επιστρέψει στις Αγορές. Με την πάροδο του χρόνου, τα οικονομικά και κοινωνικά ερείπια συσσωρεύονταν. Η ελπίδα μαραίνεται και αντικαθίσταται από απόγνωση. Κι όσο η απόγνωση συσσωρεύεται τόσο μετατρέπεται σε οργή. Στην προσπάθειά της να ανασχέσει τη λαϊκή οργή, η “παράταξη του Μνημονίου” επιστράτευσε την ιδεολογική ηγεμονία του ευρώ.

- Αυτός είναι ο λόγος που οι κοινωνικές αντιδράσεις παραμένουν συγκριτικά υποτονικές;

Η απειλή εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ έπαιξε ανασχετικό ρόλο, αλλά δεν πιστεύω ότι αυτή είναι η κύρια αιτία της υποτονικότητας. Θυμίζω το κίνημα των Αγανακτισμένων, που το 2011 προσέλαβε μεγάλες διαστάσεις. Το κίνημα αυτό ξεθύμανε, επειδή δεν έβγαζε πουθενά. Δεν συμμερίζομαι την εκτίμηση ότι η κοινωνία υποτάχτηκε. Ισχυρίζομαι ότι αυτά το κίνημα των Αγανακτισμένων ήταν η ύστατη προσπάθεια της κοινωνίας να αντιμετωπίσει την επίθεση που δέχεται με ειρηνικές διαμαρτυρίες, ήταν η ύστατη κραυγή απόγνωσης. Σήμερα, η μεγάλη μάζα δεν συμμετέχει στις διαδηλώσεις, επειδή έχει πεισθεί ότι δεν μπορούν να επηρεάσουν την ασκούμενη πολιτική. Και δεν μπορούν να επηρεάσουν, επειδή τη χώρα δεν την κυβερνάει η κυβέρνηση, αλλά η τρόικα. Προς το παρόν, οι πολίτες προσπαθούν να επιβιώσουν. Μην έχετε, όμως, αμφιβολία ότι όσο η κοινωνική οργή συσσωρεύεται χωρίς να εκδηλώνεται τόσο πιο πιθανή γίνεται μία τυφλή κοινωνική έκρηξη. Έκρηξη, η οποία μπορεί να προέλθει από ασήμαντη αφορμή, από ένα λάθος σφύριγμα διαιτητή! Όταν έχεις μία χύτρα με νερό στη φωτιά και είναι ερμητικά κλειστή, δεν ξέρεις πότε θα εκραγεί. Αλλά ξέρεις ότι αν την αφήσεις στη φωτιά, κάποια στιγμή θα εκραγεί.

- Το τελευταίο σας βιβλίο έχει τίτλο “Από την Κλεπτοκρατία στη Χρεοκοπία”. Πως το εμπνευστήκατε;

Δεν θα το είχα γράψει αν δεν πίστευα βαθιά ότι η κρίση είναι πρωτογενώς πολιτική και δευτερογενώς οικονομική. Με την ίδια ακριβώς λογική βαθύτατα πιστεύω ότι η έξοδος από την κρίση θα ξεκινήσει μόνο από μία ριζική αλλαγή στο πολιτικό επίπεδο. Ακόμα και το καλύτερο σκάφος δεν μπορεί να πλεύσει στην τρικυμία χωρίς καλό καπετάνιο. Το βιβλίο μου εξετάζει και την εγχώρια πτυχή της κρίσης, για την οποία σας έχω ήδη μιλήσει, αλλά και τη διεθνή και ευρωπαϊκή πτυχή. Συνήθως, οι μνημονιακοί στρέφουν τους προβολείς στην εγχώρια πτυχή της κρίσης, κατηγορώντας τον λαό για ασωτεία. Αντιθέτως, η Αριστερά έχει την τάση να φωτίζει μόνο τη διεθνή και ευρωπαϊκή πτυχή της κρίσης. Η πραγματικότητα είναι ότι οι δικές μας πολλές και μεγάλες παθογένειες κατέστησαν την Ελλάδα τον πιο αδύναμο κρίκο της καθόλου στέρεης ευρωπαϊκής αλυσίδας και ως τέτοιο την μετέτρεψαν σε πειραματόζωο. Η Ελλάδα είναι πρωτοπόρος όσον αφορά την εφαρμογή της συνταγής. Το σήμερα της Ελλάδας είναι το αύριο των άλλων κοινωνιών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, αλλά και το μεθαύριο των κοινωνιών του ευρωπαϊκού πυρήνα. Όπως είπα παραπάνω, η ολιγαρχία του χρήματος μεθοδεύει την “κινεζοποίηση” της Ευρώπης όσον αφορά την εργασία.

- Πως λειτούργησε η δημοσιογραφία στο περιβάλλον της κλεπτοκρατίας;

Αν είχαμε περιουσιολόγιο, θα βλέπαμε ότι ορισμένοι δημοσιογράφοι, που πριν από 20 ή 30 χρόνια ήταν μάλλον φτωχοί, σήμερα είναι μάλλον πλούσιοι. Κι όχι από τις αμοιβές τους. Τα media ως σύνολα, αλλά και μεμονωμένοι δημοσιογράφοι έπαιξαν επικερδώς ρόλο μεσάζοντα σε χρυσοφόρα παιχνίδια διαπλοκής. Από οικονομικής απόψεως λειτούργησαν σαν παράσιτα και από θεσμικής ως υπονομευτές του Κράτους Δικαίου και κατ’ επέκταση της δημοκρατίας.

25/11/12

casus belli




Tαινία μικρού μήκους του Γιώργου Ζώη.

23/11/12

Ξαναπιάνοντας τα κομμένα νήματα: Αριστερά και Μεταρρυθμίσεις - του Αντώνη Λιάκου




Ξαναπιάνοντας τα κομμένα νήματα: Αριστερά και Μεταρρυθμίσεις

Οι μεταρρυθμίσεις έχουν αναχθεί σε μείζον ζήτημα και βασικό κριτήριο για την πορεία της χώρας, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ταυτόχρονα, η ανάγκη μεταρρυθμίσεων προβάλλεται ως επείγουσα, σε μια σειρά χώρες, σχεδόν στο σύνολο. Ποια χώρα δεν υπόκειται σε μεταρρυθμίσεις; Στο μέτρο βέβαια που ποτέ και πουθενά τα πράγματα δεν λειτουργούν τέλεια, πάντοτε θα χρειάζονται μεταρρυθμίσεις. Τι πιο φυσικό; Οι μεταρρυθμίσεις είναι έκφραση της νεωτερικότητας και της επιθυμίας βελτίωσης της κοινωνίας. Νεωτερικότητα σημαίνει την ικανότητα μιας χώρας να αυτορρυθμίζεται. Αλλά οι μεταρρυθμίσεις για τις οποίες γίνεται λόγος δεν αφορούν γενικώς βελτιώσεις και αλλαγές. Πρόκειται για συγκεκριμένο πακέτο πολιτικής, με συγκεκριμένη κατεύθυνση και στοχοθεσία. Παρά τις διαφορετικές ανάγκες, από χώρα σε χώρα, οι μεταρρυθμίσεις αυτές προκύπτουν από ενιαίο εγχειρίδιο: από μια πολιτική η οποία άρχισε να συγκροτείται ήδη ως απάντηση στις αλλεπάλληλες κρίσεις της δεκαετίας του ’70 και εκφράζουν μια ευρύτερη αλλαγή Παραδείγματος στην οικονομική και πολιτική φιλοσοφία, στις σχέσεις κράτους και πολίτη, διοίκησης και αγοράς.

Ποια είναι η κοινή συνισταμένη τους; Η προσομοίωση του κράτους στις λειτουργίες της αγοράς, η ιδιωτικοποίηση της ιδιότητας του πολίτη που αποσυνδέεται από κοινωνικά δικαιώματα, η απογύμνωση της εργασίας από τα θεσμικά της ερείσματα, γύρω από τα οποία συγκροτήθηκαν κοινωνικό κράτος και μαζικές δημοκρατίες. Πρόκειται για βαθιά αναμόχλευση της κοινωνίας, για ριζοσπαστικό πρόγραμμα χωρίς τέλος, για διαρκή επανάσταση των ελίτ. Η κρίση στην Ελλάδα ήταν η μεγάλη ευκαιρία να μπει η χώρα σε μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, λέγεται. Tο Μνημόνιο μπορεί να απέτυχε, αλλά αυτό βαραίνει λιγότερο, αρκεί που η χώρα μπήκε στην πορεία των Μνημονίων, επομένως των μεταρρυθμίσεων.

Δεν υπάρχει επιστροφή στην κατάσταση προ κρίσης

 Το ζήτημα είναι οι πολιτικές της ανάταξης. Σε ποια κατεύθυνση και με ποιο σκεπτικό θα κινηθούν; Είναι σαφές πως η χώρα δεν μπορεί να επανέλθει στην προ κρίσης κατάσταση. Για δύο λόγους:

α) Η προ κρίσης εποχή εγκυμονούσε την κρίση. Η διασπάθιση του δημόσιου χρήματος σε πελατειακές και αντιπαραγωγικές δραστηριότητες χρησιμοποιείται μεν ως πρόσχημα για περικοπές κοινωνικών δαπανών, αλλά επί δεκαετίες υπήρξε γεγονός. Όχι μόνο για τους πολλούς, ή φθίνουσες κοινωνικές κατηγορίες όπως οι αγρότες, αλλά και για τους λίγους και ισχυρούς: βιομηχανία, τράπεζες, μεγάλα μηντιακά συγκροτήματα επωφελήθηκαν από επιδοτήσεις, φοροαπαλλαγές, δημόσιες παραγγελίες. Συγκροτούσε τρόπο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, υποκατάστατο, μεθαδόνη για να φενακίζει δυσαρέσκειες και αντιπαραθέσεις. Επιθυμεί κανείς να επανέλθουμε σε παρόμοια νοσηρή κατάσταση;

β) Η κρίση δεν είναι απλώς μια καπιταλιστική κρίση, όπως οι προηγούμενες. Έχουν συμβεί κοσμοϊστορικές μεταβολές σε πλανητική κλίμακα:

Πρώτον, μετατόπιση των οικονομικών δραστηριοτήτων από τη Δύση στην Ανατολή, και συνακόλουθα κοινωνικό νταμπινγκ από κοινωνίες με απουσία κοινωνικού κράτους, αλλά και διαφορετική δημογραφική δομή. Οι χώρες της Δύσης έχουν βεβαρημένα κοινωνικά έξοδα και λόγω της ηλικιακής πυραμίδας, σε αντίθεση με την Ανατολή και τις νεανικές κοινωνίες της.

Δεύτερον, η πορεία εξάντλησης των ενεργειακών πόρων και η συνακόλουθη πορεία των τιμών, τόσο στην ορυκτή ενέργεια και τα μεταλλεύματα όσο και στα τρόφιμα. Αυτές οι μεταβολές δημιουργούν ένα ρευστό έδαφος που μετατρέπουν τις πολιτικές λιτότητας, από προϋπόθεση εξυγίανσης και αφετηρία ανάπτυξης, σε πίθο των Δαναΐδων, σε ατελέσφορα επαναλαμβανόμενη πολιτική.

Τρίτον, η ηλεκτρονική και διαδικτυακή επανάσταση. Αντικαθιστά τη δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση, αλλά μαζί της ακυρώνει θέσεις εργασίας, σταθερότητα απασχόλησης, την κλασική εργατική τάξη, το κράτος πρόνοιας, τον συνδικαλισμό και την προστατευτική εργατική νομοθεσία. Η νέα τεχνολογία συνεπάγεται καινούργιες ρευστές μορφές σύναψης εργασίας, κεφαλαίου και κοινωνίας, εκτός ορίων εθνικού κράτους. Οι αλλαγές δεν αφορούν μόνο κάποιες παραμέτρους, αλλά το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων. Δεν υπάρχει επομένως δρόμος επιστροφής στις πριν την κρίση ρυθμίσεις και βεβαιότητες.

Η κριτική προς τα Μνημόνια και τον καταιγισμό των μέτρων που μεταβάλλουν την ελληνική κοινωνία έφερε την Αριστερά σε θέση άμυνας. Κατηγορείται για το «όχι σε όλα», πως αντιτίθεται σε όλες τις μεταβολές, επομένως ότι υποστηρίζει την παλιά τάξη πραγμάτων που έχει κιόλας δαιμονοποιηθεί. Η εκλογική της έκρηξη αποδίδεται στη μετακίνηση στρωμάτων που δεν θέλουν να αλλάξει τίποτε. Εκείνο που δεν φάνηκε είναι οι λύσεις στα προβλήματα, η στρατηγική της, το σχέδιό της για την κοινωνία, η κατεύθυνση και η φιλοσοφία του. Αυτό επείγει να φανεί με σαφήνεια.

Θα μπορούσε η Αριστερά να κάνει μια διάκριση σε καλές και κακές μεταρρυθμίσεις; Το επιχείρησε ένα κομμάτι της. Αποτέλεσμα; Η πλήρης αποδοχή όλου του πακέτου, χωρίς πρακτική δυνατότητα επιλογής ή διαφοροποίησης, πράγμα που δημιούργησε, εξάλλου, σε ευρύτατα στρώματα, δυσπιστία προς οποιαδήποτε έννοια μεταρρυθμίσεων. Ποια είναι λοιπόν τα κομμένα νήματα;

Μια νέα αριστερή αφήγηση στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης

Παρά την κριτική στα Μνημόνια, η Αριστερά είναι υποχρεωμένη να ξαναπιάσει το νήμα των αλλαγών που έχει επιφέρει η παγκοσμιοποίηση στις κοινωνίες. Δεν μπορεί να επιστρέψει σε πολιτικές που σάρωσε η παγκοσμιοποίηση, που προϋποθέτουν κλειστή εθνική αγορά. Πρέπει να καταλάβει τα όρια της παρέμβασης του κράτους, που έχουν αλλάξει, να σκεφτεί τις νέες κατευθύνσεις της δράσης του.
Η παγκοσμιοποίηση μας προκαλεί να σκεφτούμε διαφορετικά την ίδια τη νεωτερικότητα, να τη σκεφτούμε εκτός Δύσης, έξω από τα παραδοσιακά της κέντρα, ως παγκόσμιο φαινόμενο. Αυτή η αλλαγή ιστορικής οπτικής μάς απελευθερώνει από τον δυτικό εξελικτισμό, την ιστορική τελεολογία της συνεχούς προόδου. Όπως η αυγή του καπιταλισμού, τον 18ο και τον 19ο αι. συνοδεύτηκε από την έκρηξη της δουλοκτησίας, έτσι και η σύγχρονη παγκοσμιοποίηση αποτελεί μια νέα φάση αναδιάταξης και συνύπαρξης διαφορετικών μορφών εργασίας, εκμετάλλευσης και κοινωνικής συμβίωσης. Αλλά αν η προηγούμενη ιστορική φάση του καπιταλισμού αφηγηματοποιήθηκε, εν πολλοίς, μέσα από τη Γαλλική Επανάσταση, ως προς τα πολιτικά δικαιώματα και την πολιτική κοινότητα, και από το Κεφάλαιο του Μαρξ, ως προς την οικονομική διάρθρωση και τον ρυθμό της, τούτη η καινούργια ιστορική περίοδος έχει αφηγηματοποιηθεί μέσα από τον νεοφιλελεύθερο λόγο, που μέρος του είναι και ο λόγος περί μεταρρυθμίσεων. Δεν πρόκειται όμως για απλό αφήγημα αλλά για μια κουλτούρα γνώσης που επιβάλει ορολογία, σενάρια και τρόπους σκέψης. Έχει συγκροτηθεί ως επιστημονικός κλάδος, ως διανοητικός χάρτης που περιγράφει τη νέα εποχή, τη θέση μας σ’ αυτή, τα καθήκοντα και το μέλλον μας.

Επομένως, η Αριστερά πρέπει να αποπειραθεί ένα δύσκολο έργο. Αφενός, να σκεφτεί το πλαίσιο και την κατεύθυνση των αλλαγών που πρέπει να επιχειρήσει, ενσωματώνοντας τις μεγάλες μεταβολές. Αφετέρου όμως, οφείλει να επινοήσει και το εννοιολογικό πλαίσιο και την κατεύθυνση. Δεν υπάρχει σήμερα ένα εγκαθιδρυμένο και κωδικοποιημένο εναλλακτικό μοντέλο πολιτικής, όπως λ.χ. στη δεκαετία του ’60 ή του ’70. Αυτό δίνει στις ελίτ τη δύναμη να υποστηρίζουν ότι There Is No Alternative.

Η εναλλακτική κατεύθυνση πρέπει βεβαίως να ενσωματώνει αξίες των αντιπαγκοσμιοποιητικών κινημάτων ή των πλατειών (λ.χ. «Οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη», ή «Η αλληλεγγύη πάνω από τον ανταγωνισμό»), αλλά αυτό είναι εκδήλωση καλών προθέσεων. Δεν φτάνει. Κυρίως οφείλει να επεξεργαστεί τις κοσμοϊστορικές μεταβολές και τα ιστορικά συμφραζόμενα μέσα στα οποία εξελίσσεται η κρίση. Δεν πρόκειται για μια εναλλακτική εξόδου από την κρίση, αλλά για μια εναλλακτική πλοήγησης στις άγνωστες θάλασσες της κρίσης. Όσοι υπόσχονται έξοδο από την κρίση ή δεν γνωρίζουν το βάθος και την έκτασή της ή δημαγωγούν. Η τεχνογνωσία της πλοήγησης στην κρίση είναι βασικό στοιχείο της κατάρτισης μιας μεταρρυθμιστικής ατζέντας. Πρόκειται για τη διαχείριση μιας δίκαιης λιτότητας, φιλικής στην κοινωνία, συμβατή και με τους περιβαλλοντικούς περιορισμούς, και ασφαλώς οι μορφές αλληλεγγύης που έχουν αναπτυχθεί είναι πολύτιμα συστατικά μιας παρόμοιας πολιτικής.

Τέλος,  Ελλάδα  και  Ευρώπη: Στη   συνάφεια της κρίσης, προσφέρεται μια ανάπτυξη βασισμένη στην εσωτερική διαφοροποίηση της Ευρώπης σε έμμεσα αποικιακές και αποικιοκρατούμενες ζώνες, ένα καινούργιο φαινόμενο εσωτερικής αποικιοποίησης. Κάτι ανάλογο συνέβη και στην Ανατολική Ευρώπη. Άρα χρειάζεται μια προοπτική των διαδικασιών ανασυγκρότησης μιας ευρωπαϊκής  κοινότητας αλληλεγγύης και συνευθύνης.

Η πολιτική και διανοητική παράδοση της  αριστερής κριτικής

Το άλλο νήμα αφορά την κριτική της ελληνικής κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος. Η Αριστερά αντιτάχθηκε δικαίως στην προσπάθεια ενοχοποίησης της ελληνικής κοινωνίας για την κρίση και υπέδειξε σωστά ότι αυτή ήταν μια ενορχηστρωμένη επιχείρηση για να περάσουν ευκολότερα οι νέες πολιτικές. Η ενοχοποίηση της μεταπολίτευσης ήταν ενοχοποίηση της δημοκρατίας και των πολιτικών αντίστασης από το 1974. Αλλά η απόκρουση αυτής της κριτικής έφερε πάλι την Αριστερά σε μια θέση άμυνας, ευάλωτη σε κατηγορίες πως υπερασπίζεται τα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας. Υποκριτικές κατηγορίες βέβαια, από τις δυνάμεις που είχαν την ευθύνη διακυβέρνησης, όχι απλώς στη μεταπολίτευση αλλά τον τελευταίο μισό αιώνα. Αποτέλεσμα; Η Αριστερά άφησε έδαφος σε όλους εκείνους που ιδιοποιούνται την ανάγκη αλλαγών. Ωστόσο, ως πολιτική αλλά και διανοητική παράδοση, η Αριστερά αναπτύχθηκε στη βάση μιας πολυεπίπεδης κριτικής απέναντι στην ελληνική κοινωνία, στις κοινωνικές και ιδεολογικές αγκυλώσεις και τροπές της, από την εποχή του Γεωργίου Σκληρού, του Δημήτρη Γληνού, της Επιθεώρησης Τέχνης και του Πολίτη. Πώς είναι δυνατό να μην ξαναπιάσει το νήμα αυτής της κριτικής σήμερα;

Η Αριστερά, επομένως, δεν μπορεί να είναι πειστική χωρίς ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, χωρίς να παρουσιάσει νέο όραμα, χωρίς να επεξεργαστεί σχέδιο αλλαγής. Σε μια άλλη μεγάλη κρίση, στα χρόνια της Κατοχής, η πειστικότητα του ΕΑΜ δεν προήλθε ούτε μόνο επειδή πολεμούσε τους κατακτητές, ούτε μόνο επειδή συναρθρωνόταν με τα κοινωνικά δίκτυα αλληλεγγύης και τις καθημερινές διεκδικήσεις, για τις οποίες αδιαφορούσαν οι άλλες πολιτικές δυνάμεις. Αν εκείνες ήθελαν να ανασυστήσουν το προ του πολέμου και της δικτατορίας Μεταξά παρελθόν, το ΕΑΜ πρόβαλλε μια πρόταση για το μέλλον, για τη νέα Ελλάδα.

Η εννοιολόγηση της μεγάλης αλλαγής

 Μήπως όμως το όραμα μιας συνολικής ανατροπής είναι αρκετό, κι αυτό θα πρέπει να αποτελεί τον στόχο της Αριστεράς; Μήπως από αυτή την συνολική ανατροπή τα άλλα έπονται; Μήπως δηλαδή στο ερώτημα «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση», το οποίο έθετε η Ρόζα Λούξεμπουργκ στη Γερμανία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η απάντηση, και τότε και τώρα, είναι Επανάσταση;

Με όσα έχουν συμβεί έναν αιώνα από τότε, έχει αλλάξει και η έννοια επανάσταση και η έννοια μεταρρυθμίσεις. Η μεν πρώτη δεν μπορεί πλέον να αναφέρεται σε ένα πολιτικό συμβάν ή την κατάληψη της εξουσίας με έφοδο. Άλλωστε, η διατήρηση της εξουσίας από δυνάμεις που επεδίωκαν βαθιές αλλαγές αποδείχτηκε πιο δύσκολη από την κατάληψή της. Μα και η σημασία των μεταρρυθμίσεων έχει αλλάξει από τότε, και όχι μόνο γιατί ιδιοποιήθηκαν τον όρο οι ελίτ. Κρίσεις σαν και αυτήν που βιώνουμε σαρώνουν σταδιακές αλλαγές και κεκτημένα, όπως συνέβη με το κράτος πρόνοιας. Το σημερινό πλαίσιο είναι πολύ διαφορετικό από το πλαίσιο του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, όπως και ο καπιταλισμός είναι πολύ διαφορετικός, οργανωμένος και έτοιμος να αντιδράσει. Η έννοια της μεγάλης αλλαγής, μιας αλλαγής ρότας, πρέπει να εννοιολογηθεί εξολοκλήρου ξανά. Το σημερινό σχέδιο δεν μπορεί να είναι παρά μια μεγάλη αλλαγή, που θα περιλαμβάνει μια κλίμακα μεταρρυθμίσεων, από εκείνες που βελτιώνουν την καθημερινότητα έως τις μεγάλες, διαρθρωτικές και συστημικές μεταρρυθμίσεις. Το ζήτημα είναι να επαναφέρουμε στην ατζέντα της Αριστεράς τις μεταρρυθμίσεις, να διεκδικήσει η Αριστερά τη σημαία των μεταρρυθμίσεων. Εκείνο που συνέβη έως τώρα είναι η πειρατεία του νοήματος των μεταρρυθμίσεων και ταυτόχρονα η δυσφήμιση της έννοιας τους τόσο πολύ, ώστε να οδηγήσει αρκετούς στην αμφισβήτηση κάθε έννοιας αλλαγών ή στην παράλυση κάθε απόπειρας να αλλάξει κάτι.

Η Αριστερά στη σημερινή Ελλάδα δεν είναι μια μικρή δύναμη που καλλιεργεί ιδέες και στάσεις που δημιουργούν ταυτότητες οι οποίες θα γίνουν κάποτε ενεργή πολιτική δύναμη. Διεκδικεί και την εμπιστεύονται πολλοί να κυβερνήσει. Η καταστροφή που θα επιφέρει, αν δεν τα καταφέρει, δεν αφορά μόνο την ίδια. Θα σβήσει κάθε εστία κριτικής εναντίωσης. Η αποτυχία θα γίνει τραγωδία για τη χώρα.

Πρέπει λοιπόν να κατανοήσουμε τις μεταρρυθμίσεις ως πεδίο αναμέτρησης· αναμέτρησης για το πώς θα αλλάξει μια κοινωνία που δεν μπορεί παρά να αλλάξει. Δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής στο status quo ante, στην προ κρίσης εποχή. Ο κίνδυνος όμως δεν είναι μόνο η ήττα, αλλά η εγκατάλειψη εκ των προτέρων του πεδίου των μεταρρυθμίσεων στον εχθρό. Γιατί η κατάκτηση του πεδίου αυτού, και μάλιστα χωρίς αμφισβητήσεις, του χαρίζει τεράστιο πλεονέκτημα.


Ο Αντώνης Λιάκος διδάσκει σύγχρονη Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είναι μέλος του συντονιστικού της Πρωτοβουλίας για την υπεράσπιση της κοινωνίας και της δημοκρατίας. Το άρθρο βασίζεται στην εισήγησή του στο Κρίση-μο σεμινάριο «Γιατί το κράτος; Ο λόγος περί μεταρρυθμίσων», 12.11.2012 (εισηγητές: Κ. Γαβρόγλου, Α. Λιάκος, Δ. Χριστόπουλος, συντονιστής: Κ. Παπαϊωάννου).

22/11/12

Τo καινούριο album του boy





Συνεχίζοντας να δημιουργεί μουσικές με ρυθμούς (και ιδιαιτερότητα, ας προσθέσουμε)  άπιαστους για τους κοινούς θνητούς (και μουσικούς) ο boy παρέδωσε πριν λίγες μέρες ένα καινούριο album με τίτλο "Before", με δέκα τραγούδια εμπνευσμένα από την ταινία "Before Sunrise" του Richard Linklater. Όποιος θέλει μπορεί να κατεβάσει δωρεάν το album εδώ. Aς σημειώσουμε μονάχα ότι μας αρέσουν πολύ τα τραγούδια αυτά (αλλά και πολλά από τα προηγούμενα...) του αγοριού.

21/11/12

Κυβέρνηση εθνικών βασανιστών




Ένωση Μεταναστών Εργατών
Πακιστανική Κοινότητα Ελλάδος
Αιγυπτιακή Κοινότητα Ελλάδος
Σύλλογος Ενωμένων Αφγανών Ελλάδος

ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ
ΟΧΙ ΣΤΙΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ
ΝΑ ΚΛΕΙΣΟΥΝ ΤΑ ΝΤΑΧΑΟΥ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ Ν. ΔΕΝΔΙΑ
ΣΤΗΝ ΚΟΡΙΝΘΟ ΚΑΙ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ-ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ
ΤΡΙΤΗ 20 ΝΟΕΜΒΡΗ, 4ΜΜ

Με άγρια καταστολή των ΜΑΤ αντιμετωπίζει η Αστυνομία του Ν.Δένδια την εξέγερση των κρατούμενων μεταναστών στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Κορίνθου. Χτές οι κρατούμενοι βρέθηκαν μπροστά σε εισβολή των ΜΑΤ στο χώρο των φυλακών που ξυλοκόπησαν άγρια δεκάδες απεργούς πείνας μετανάστες ενώ έστειλαν στο νοσοκομείο δέκα βαριά τραυματίες. Αρκετοί έχουν παραπεμφθεί για καταστροφές των κρεβατιών που τα χρησιμοποίησαν για να εμποδίσουν την αιματηρή έφοδο των ΜΑΤ. Η Αστυνομία χρησιμοποίησε τροχούς για να κόψει τα κάγκελα και να μπει στο χώρο.

Ανήμερα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου στις 17 Νοέμβρη εκατοντάδες κρατούμενοι μετανάστες προχώρησαν σε απεργία πείνας διαμαρτυρόμενοι για την κακομεταχείριση σε βάρος του Ναβίτ Γιάσερ που χαροπάλευε και οι ανθρωποφύλακες του Ν.Δένδια αρνιόντουσαν να ενημερώσουν ώστε να του παρασχεθεί ιατρική περίθαλψη.

Την πρώτη μέρα ξεκίνησε την απεργία πείνας το πρώτο στρατόπεδο και τη δεύτερη πάνω από πεντακόσιοι κρατούμενοι συμμετείχαν στην απεργία. Είχε προηγηθεί άγριο αναίτιο χτύπημα των αστυνομικών σε βάρος μουσουλμάνων μεταναστών την ώρα της προσευχής. Επιτέθηκαν απροκάλυπτα χτυπώντας με ρόπαλα μόνο και μόνο γιατί προσεύχονταν!

Η φρίκη μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης δεν έχει όρια καθώς υπάρχουν κρατούμενοι που στην απόγνωση τους έχουν χάσει τα λογικά τους και χτυπάνε τα κεφάλια τους στον τοίχο ενώ οι αστυνομικοί του Ν.Δένδια τους βλέπουν χωρίς να αναφέρουν το παραμικρό. Ο σαδισμός των αστυνομικών πάει χέρι-χέρι με τη κτηνωδία της κυβέρνησης που κάνει επίδειξη δύναμης μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Την ίδια ώρα κανένας κρατούμενος δεν έχει ενημέρωση για πόσο χρονικό διάστημα είναι φυλακισμένος. Όσοι είχαν τρείς μήνες παρατάθηκε η φυλάκιση τους για έξι μήνες και μετά πήραν νέα παράταση. Ρωτάνε αν θα μείνουν εκεί για όλη τους τη ζωή σε αυτό το Γκουαντάναμο χωρίς δικαιώματα όπου φίλοι και συγγενείς τους δεν μπορούν να τους επισκεφθούν.

Η ρατσιστική πολιτική της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ φτάνει στο σημείο να μην δίνει δεκάρα για τις ζωές των ανθρώπων που φυλακίζονται στο βωμό του αποπροσανατολισμού της οργής του κόσμου από τα Μνημόνια των απολύσεων και της λιτότητας. Είναι η άλλη όψη του νομίσματος της επιβολής των άγριων μέτρων λιτότητας και απολύσεων.

Πρέπει να τους σταματήσουμε πριν φτάσουν σε δολοφονίες!

19/11/2012

Βρήκαμε την Ανακοίνωση εδώ. Η φωτογραφία είναι από εδώ.

μουσικές που ακούμε και ξανακούμε





Το δεύτερο άλμπουμ των GravitySays_i,
ενός από τα καλύτερα νέα ελληνικά συγκροτήματα.
Αξίζει πολύ και ο πρώτος τους δίσκος "The Roughest Sea".

***




O καινούριος δίσκος των μεγάλων Godspeed You Black Emperor!
με τίτλο " Allelujah! Don't Bend! Ascend! ".
Mια πολύ ωραία συνέντευξή τους (στα αγγλικά) εδώ.


20/11/12

Η ιστορική συνείδηση - του Δημήτρη Δημητριάδη




Η ιστορική συνείδηση

Αυτό που προτείνω παρακάτω είναι η επανεξέταση της ανθρώπινης κατάστασης από την πλεονεκτική θέση των πιο πρόσφατων εμπειριών μας και των πιο πρόσφατων φόβων μας. Είναι φανερό πως αυτό είναι ζήτημα σκέψης, και η έλλειψη σκέψης – η απερίσκεπτη αφροντισιά ή η απελπιστική σύγχυση, η αυτάρεσκη επανάληψη «αληθειών» που έχουν καταντήσει κοινότοπες και κενές – μου φαίνεται από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της εποχής μας. Κατά συνέπεια, αυτό που προτείνω είναι πολύ απλό: δεν είναι  τίποτα περισσότερο από το να σκεφτούμε τι κάνουμε.
Χάννα Άρεντ, Η ανθρώπινη κατάσταση (VITA ACTIVA), Μτφ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Στέφανος Ροζάνης, Εκδ. Γνώση, 2008 (επανεκδ.)



   Ας κάνουμε μια υπόθεση, που μπορεί να φανεί απατηλή, εκκεντρική ή άτοπη υπό τις σημερινές συνθήκες εκτάκτου ανάγκης και αδιεξόδου, αλλά η οποία μπορεί να αποτελέσει καλή αφετηρία για ό,τι θα ακολουθήσει.
   Ας υποθέσουμε ότι αυτή η κρίση, όπως κοινώς την ονομάζουμε χωρίς πολλή σκέψη μεταχειριζόμενοι μια λέξη που απαιτεί επιπρόσθετες διευκρινίσεις και μεγαλύτερη εμβάθυνση, ας υποθέσουμε λοιπόν ότι αυτή η κρίση τελειώνει πολύ σύντομα και ότι όλα τα προβλήματα που αφορούν τους μισθούς, τις συντάξεις, τα χρέη, τα επιτόκια, τις τράπεζες, τους πολίτες, τις κυβερνήσεις κ.ο.κ., εν συντομία όλα όσα συγκροτούν τις συνιστώσες της παρούσας οικονομικής κατάστασης και τα οποία την καθιστούν κρίσιμη, επικίνδυνη, καταστροφική (πλήθος παραδειγμάτων επιβεβαιώνουν ήδη την αύξηση προσωπικών, οικογενειακών και συλλογικών καταστροφών – αυτοκτονίες, αιφνίδιοι θάνατοι, χρεοκοπίες μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων κ.τ.λ.), ότι όλα αυτά βρίσκουν επιτέλους διέξοδο και ότι τα πράγματα ξαναπαίρνουν την αλλοτινή ροή τους, δηλαδή: όλα όσα ο λαός (ειδικά ο ελληνικός αλλά και άλλοι) απαιτούσε και διεκδικούσε, διαδηλώνοντας σε δρόμους και πλατείες, συγκρουόμενος με την αστυνομία, για μήνες ολόκληρους, τελικά τα κατακτά.
   Ας υποθέσουμε ότι αυτό πραγματοποιείται και ότι η οικονομική και κοινωνική τάξη αποκαθίσταται, ότι όλος ο κόσμος, ιδίως οι λιγότερο προνομιούχες τάξεις, ικανοποιείται και ανακουφίζεται από αυτή την εξέλιξη εφόσον κανείς δεν αισθάνεται πλέον θύμα μιας αδικίας που θεωρούσε πως είχε γίνει εις βάρος του και πως δεν του άξιζε.
   Γράφω ως άνθρωπος που ζει μια τέτοια οριακή κατάσταση από μέσα, αφού είμαι κι εγώ ο ίδιος εγκλωβισμένος στο σπασμωδικό ρεύμα αυτής της αδιέξοδης κατάστασης, και όχι ως αποστασιοποιημένος παρατηρητής με το προνόμιο της αμεροληψίας και μιας σχετικής άγνοιας.
   Γράφω λοιπόν όντας άμεσα ενδιαφερόμενος και θεμελιωδώς απαλλαγμένος από αυταπάτες.
   Όλα, όλα ανεξαιρέτως εδώ τελούν υπό το καθεστώς μιας γενικευμένης πτώσης, με πιο προφανή συμπτώματα την κατάρρευση των οργάνων της κυβέρνησης, την κατάχρηση εξουσίας, την απώλεια εμπιστοσύνης του λαού στις πολιτικές δυνάμεις, τις δυσλειτουργίες των δημόσιων υπηρεσιών, την απροκάλυπτη απειλή της εθνικής κυριαρχίας κι ανεξαρτησίας της χώρας, και σωρεία από άλλες αναπηρίες των οποίων το άθροισμα αποτελεί επιβεβαίωση μιας ήττας πολύ γενικότερης και πολύ βαθύτερης απ’ ό,τι δείχνει.
Δεν αισθάνομαι βέβαια ο πλέον ενδεδειγμένος να περιγράψω μια εξαιρετικά σύνθετη και αντιφατική κατάσταση, η οποία θα έλεγα πως συντίθεται από σκοτεινά σημεία, αποσιωπήσεις, ζώνες ολόκληρες της κοινωνικής και πολιτικής ζωής θαμμένες σ’ ένα γιγάντιο γρανάζι αποτελούμενο από ταμπού, μυστικά και εθνικά συμπλέγματα, ζώνες που έχουν κατακλύσει και καθορίζουν κατά προτεραιότητα μεγάλο μέρος της ιδιοσυγκρασίας και της ψυχολογίας του πληθυσμού, αγκυλωμένος καθώς είναι σ’ έναν πατρογονικό μηχανισμό από στερεότυπα ενός συστήματος αξιών και μιας ηθικής που υπαγορεύονται από την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία αποτελεί την κατ’ εξοχήν τροχοπέδη εκ των έσω, για την πλειοψηφία των Ελλήνων, ανεξαρτήτως γενιάς, χωρίς δυστυχώς οι νεότερες να εξαιρούνται.
   Αλλά από τη στιγμή που ανήκω σ’ αυτό τον λαό, εκθέτω όλα όσα αισθάνομαι ως κάποιος που υφίσταται ακούσια μια συγκεκριμένη πραγματικότητα και που τον πονάει στο πετσί του, άρα υπό αυστηρά προσωπική οπτική. Εξάλλου δεν θα μπορούσα και να μιλήσω διαφορετικά. Πάνε πάνω από τριάντα χρόνια (1978), από τότε που έγραψα το Πεθαίνω σαν χώρα, το οποίο θεωρήθηκε προφητικό της σημερινής κρίσης κι αυτό σημαίνει ότι οι βαθύτερες αλλά αφανείς και ανομολόγητες αιτίες αυτού που ζούμε σήμερα, έχουν τη ρίζα τους σ’ ένα μακρινό παρελθόν που, στην πραγματικότητα, ανάγεται στις αρχές του 19ου αιώνα, στην ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους μετά την επανάσταση του 1821.
   Ένα άλλο κείμενο, που έγραψα πάνω από δέκα χρόνια πριν (2000), μιλά πιο άμεσα αυτή τη φορά, για εκείνο που θεωρώ το κρισιμότερο πρόβλημα της νεότερης Ελλάδας : για το πώς μπορεί ένας λαός να γίνει σύγχρονος με την εποχή του. Να κάποια αποσπάσματα αυτού του κειμένου που ο τίτλος του « Εμείς και οι Έλληνες », παραπέμπει στο «Ο Χαίλντερλιν και οι Έλληνες» του Φιλίπ Λακού-Λαμπάρτ: « Ο κληρονόμος αναλογίζεται την κληρονομιά του από τη στιγμή που απειλείται με την απώλειά της. Ο κίνδυνος να την χάσει ή να αποδεχτεί ότι δεν του ανήκει, κινητοποιεί τον μηχανισμό της ιδιοποίησης μέσα του. Ό,τι θεωρείται δεδομένο και εξασφαλισμένο αποκλείει την στοχαστική αναφορά σε αυτό. (…) Έτσι λοιπόν, η παραπάνω διαπίστωση μας εισάγει κατευθείαν στην ζώνη του κινδύνου. Περνούμε, σχεδόν συνειρμικά, στην ετερότητα. Η ετερότητα είναι, στην προκειμένη περίπτωση, η Ελλάδα. Η Ελλάδα αποκλείει την ταύτιση μαζί της. Αποκλείει την ταυτότητα. Και όλα τα παράγωγά της. Την οικειότητα, την συγγένεια, την κατοχή, την ασφάλεια. Εμείς, οι κάτοικοι αυτής της γεωγραφικής περιοχής, μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να αντιμετωπίζουμε τους Έλληνες. Να τους αντιμετωπίζουμε ως ξένους. Εμείς ως μη Έλληνες. Ως μη Έλληνες εμείς τι είμαστε; Κάτοικοι μιας γεωγραφικής περιοχής που κατοικήθηκε από ανθρώπους που προσπάθησαν να γίνουν κάτι. Η προσπάθεια αυτή και οι καρποί της τούς έκαναν Έλληνες. Εμείς δεν καταβάλλουμε καμία παρόμοια προσπάθεια. Επειδή πιστεύουμε ότι είμαστε Έλληνες. Δεν είμαστε Έλληνες. (…) Η καθησυχασμένη βεβαιότητα ότι η κληρονομιά μάς ανήκει αδιαφιλονίκητα, καθιερώνει την εθνική στειρότητα ως κυρίαρχη συμπεριφορά, την αγκίστρωση στα κεκτημένα ως άρχουσα νοοτροπία, τον μηρυκασμό των στερεοτύπων ως ασφάλεια συνέχειας. (…) Δεν παράγεται πολιτισμός με τον μηρυκασμό του εξασφαλισμένου. (…) Δεν είμαστε τίποτε. (…) ».
   Είναι ολοφάνερο ότι το κείμενο αυτό θέτει το εμβληματικό πρόβλημα της ταυτότητας αλλά και της δημιουργικότητας αφού η δημιουργικότητα συνδέεται κατά τη γνώμη μου οργανικά, γενεσιουργά με την ετερότητα που συνιστά, θεωρώ, τη μοναδική δυνατότητα αναγέννησης της ταυτότητας. Η ετερότητα αποτελεί ζωτική προϋπόθεση ώστε ένας λαός, όχι μόνο ο ελληνικός, να ξαναβρεί τη δημιουργική του ορμή κι αυτό σημαίνει ότι αναζητά και βρίσκει το πρόσωπό του πέρα από τις συμβάσεις του γνωστού και τις επαναλήψεις του ίδιου.
   Με την υπόθεση που περιέγραψα στην αρχή, ήθελα να φτάσω στο εξής : αν η τωρινή κατάσταση, με τις οικονομικές παραμέτρους της, έβρισκε διέξοδο ευνοϊκή για όλες τις τάξεις του πληθυσμού, τι θα γινόταν στη συνέχεια; Ποιο θα ήταν το επόμενο στάδιο; Η κοινωνική και νομισματική τάξη θα είχε αποκατασταθεί, αλλά αν αυτό δεν ήταν παρά μια αποκατάσταση της παλαιάς τάξης; Αν στην πραγματικότητα ήταν μια επιστροφή στα παλιά; Μια επικράτηση εκ νέου της προηγούμενης κατάστασης της ψευδούς ευμάρειας, της απαστράπτουσας ελαφρότητας, της προκλητικής χυδαιότητας αλλά και του ιστορικού αδιεξόδου και μιας τρομακτικής στασιμότητας στο επίπεδο της ιδιοσυγκρασίας ενός λαού, που όπως ισχυρίζομαι στο παραπάνω κείμενο, δεν είναι τίποτε, αφού οι φραγμοί του παρελθόντος, όσο ένδοξο κι αν είναι, ή μάλλον εξαιτίας του ότι είναι ένδοξο, παρήγαγαν τέτοιες κοινοτοπίες, τέτοιες εμμονές, τέτοια αντανακλαστικά αυτοπροστασίας, προσωπικούς και συλλογικούς αυτοματισμούς τέτοιας εμβέλειας που αυτός ο λαός είναι σήμερα ατέρμονα καταδικασμένος να είναι το παθητικό φερέφωνο αυτών των στερεοτύπων, αυτοαποκλεισμένος από την προσπάθεια που οδηγεί έναν λαό να δημιουργήσει τον εαυτό του;
   Αυτή η οπισθοδρόμηση, η αναζήτηση ασφάλειας και η καταφυγή στην προ κρίσης κατάσταση, αντιπροσωπεύει για μένα τον μεγαλύτερο κίνδυνο, την πιο καταστροφική απειλή και μου προκαλεί τον μεγαλύτερο φόβο, απόλυτη απόγνωση. Γιατί αν συνέβαινε αυτό, δεν θα σήμαινε μόνο επιστροφή στην πρότερη διανοητική νωθρότητα, στην ασυνειδησία μιας ευζωίας που το γιορτάζει σ’ ένα μονίμως τουριστικό κλίμα και στην απουσία κάθε αναφοράς που θα υπερέβαινε τα όρια της μετριότητας και της κοινοτοπίας, στον πιο στείρο μιμητισμό και αταβισμό, και στην πιο σκοτεινή και αντιδραστική διανοητική σύγχυση, σε μια αυτάρκεια κι ένα βύθισμα στην ασημαντότητα και τον συντηρητισμό – οι εξαιρέσεις βέβαια σ’ όλα αυτά δεν είναι προφανώς καθόλου ασήμαντες αριθμητικά αλλά πρόκειται για μια μειοψηφία που υποφέρει από την ευνουχιστική κυριαρχία της μεγάλης πλειοψηφίας· θα σήμαινε επίσης και πρωταρχικά μια οπισθοδρόμηση ηθελημένη, αξιωμένη με την ίδια θέρμη με την οποία αξιώνεται η βελτίωση του υλικού βιοτικού επιπέδου. Κι ακριβώς αυτό το βιοτικό επίπεδο ταυτίζεται με την πνευματική αυταρέσκεια και την υπαρξιακή μετριότητα, με την διανοητική παθητικότητα και με τη συναισθηματική ύπνωση, με τον θάνατο των αισθήσεων και του πνεύματος.
   Πρέπει να το πω ειλικρινά: πίσω από τις φωνές – και πάλι υπάρχουν εξαιρέσεις αλλά είναι εξαιρετικά σπάνιες – που υψώνονται σήμερα μαζικά για την αποκατάσταση, δικαιωματικά εξάλλου, μιας αρνητικής κοινωνικής και οικονομικής τροπής, προσωπικά ακούω ένα επίμονο κλαυθμό που λέει:  « Ας επιστρέψουμε στα ήδη γνωστά, ας επιστρέψουμε στις διανοητικές και συναισθηματικές μας συνήθειες, ας ξανακερδίσουμε τα πόστα και τα συμφέροντα που χάσαμε, ας κρατήσουμε άθικτα τα κεκτημένα μας, δεν θέλουμε νέα πεδία διανοητικών και καλλιτεχνικών εμπειριών, ας κρατήσουμε ό,τι έχουμε μαθημένο, μας φτάνει, ας γίνουμε πάλι αυτό που ήμασταν δυο-τρία χρόνια πριν, δυο-τρεις αιώνες, δυο-τρεις χιλιετηρίδες, ας μείνουμε οι ίδιοι, το μόνο που επιθυμούμε είναι την υλική και ηθική μας βολή, θέλουμε ακριβώς αυτό που είχαμε πριν, χωρίς ν’ αλλάξει τίποτα, ιδίως σ’ εμάς τους ίδιους αλλά και μεταξύ μας και στους άλλους, να αποκατασταθεί η παλαιά τάξη, τίποτα άλλο δεν μας ενδιαφέρει, δεν επιθυμούμε παρά ένα πράγμα: να συνεχίσουμε να ζούμε χωρίς να χρειάζεται να παιδεύουμε ιδιαίτερα το μυαλό, μ’ αυτήν τη νοοτροπία απαιτούμε να συνεχίσουμε να ζούμε κι εμείς και τα παιδιά μας».
   Και το Πεθαίνω σαν χώρα και το Εμείς και οι Έλληνες δεν μιλούσαν παρά για το τέλος ενός ιστορικού κύκλου και για τη συναίσθηση που έχουμε ή δεν έχουμε του τέλους αυτού. Η «χώρα πεθαίνει » γιατί δεν αποδέχεται τον άλλο, αυτόν που θεωρεί ξένο και εχθρό της αλλά που είναι στην πραγματικότητα το καινούριο της πρόσωπο, η νέα της ταυτότητα αφού η παλιά έχει πεθάνει· « πεθαίνει » γιατί δεν θέλει να δει και να επωμιστεί την ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής και προτιμά να συνεχίζει τον δρόμο της σαν να μην είχε μεσολαβήσει τίποτα. Ζει μέσα στην ιστορική αυταπάτη μιας απαρασάλευτης αθανασίας και πεθαίνει εξαιτίας της.
    Αυτή η τύφλωση, που αφορά και πολλές άλλες χώρες – η Ελλάδα υπό αυτή την έννοια θα μπορούσε να είναι πρωτοπόρος, εμπνεύστρια μιας άλλης εποχής στην ιστορία της ανθρωπότητας, αλλά θέλει ; μπορεί ; – αυτή η τύφλωση αποτελεί για μένα, την βαθύτερη και καθοριστική αιτία της κρίσης που είναι οικουμενική στην πραγματικότητα. Από τη στιγμή που ο οικονομικός γίνεται ο κυρίαρχος παράγοντας διαγράφει κάθε άλλη, ξένη διάσταση, καταρχάς την πολιτική διάσταση – και πολιτικό εννοούμε τον στοχασμό αναφορικά με την ανθρώπινη κοινότητα και τις επινοητικές προσπάθειες ώστε να γίνει αυτή πιο βιώσιμη, οι οποίες θέτουν πάντα τα πιο τολμηρά και τα πιο γόνιμα ερωτήματα, κινητοποιώντας άρα την αναζήτηση του αγνώστου.
   Σ’ αυτά τα πλαίσια, η αναζήτηση της ταυτότητας δεν είναι δευτερεύουσα, ιδίως σήμερα που αυτή η ταυτότητα αποκτά αναγκαστικά πλανητικές διαστάσεις. Οι τοπικές παραδόσεις έχουν εξαντλήσει τα αποθέματά τους, ό,τι είχαν να δώσουν το έδωσαν. Η ταυτότητα που είναι θεμελιώδης συνιστώσα της ανθρώπινης προσωπικότητας, γίνεται ταυτότητα όταν η λέξη «ανθρώπινο» συλλαμβάνεται με την τολμηρότερη, τη βαθύτερη έννοιά της. Αυτή η αναζήτηση αφορά όλους τους λαούς σ’ ό,τι πιο ανεξάντλητο, σ’ ό,τι πιο ενδόμυχο έχουν και θα μπορούσε να γίνει ο πιο δυναμικός παράγοντας της αλληλεγγύης σε πλανητικό επίπεδο. Αλλά αυτό πρέπει να αξιωθεί από τους λαούς τους ίδιους και ειδικότερα από τα άτομα που τους συνθέτουν, δηλαδή από το κάθε ανθρώπινο ον ξεχωριστά.
   Η συνειδητοποίηση ότι ένας ιστορικός κύκλος έχει τερματίσει την πορεία του και ότι στην πραγματικότητα είμαστε ήδη πέρα από αυτό το τερματικό σημείο είναι πρωταρχικής σημασίας. Θα προτιμούσα να μην είμαι αναγκασμένος να το πω αλλά δεν μπορώ να το αποφύγω : θεωρώ ότι αυτή η συνειδητοποίηση δεν είναι καθόλου αυτό που θέτουν οι πολίτες στην πλειονότητά τους, έλληνες ή μη, ως αφετηρία ή ως προτεραιότητα της σκέψης και των αναγκών τους. Πιστεύω ότι αυτή η ιστορική συνειδητοποίηση αποτελεί πιο πολύ δευτερεύον μέλημα για τη μεγάλη πλειοψηφία και ότι το πλέον πιεστικό και τελικά κυρίαρχο μέλημά τους είναι η διασφάλιση του βιοτικού τους επιπέδου, με άλλα λόγια πάντα το υλικό ευ ζειν, κάτι που φυσικά δεν είναι καθόλου ασήμαντο – πρέπει αναμφισβήτητα η ανθρωπότητα να ζει και μάλιστα καλά για να έχει κατόπιν άλλες αξιώσεις, αλλά είμαι βέβαιος ότι αυτές οι άλλες αξιώσεις είναι απειροελάχιστες ή μάλλον, ακόμα χειρότερα, ανύπαρκτες.
   Έχουμε από παντού πειστικότατα μηνύματα ότι η πολιτική τάξη δεν μπορεί πια να προσφέρει ηγέτες ικανούς και άξιους να αρθούν στο κρίσιμο και εξαιρετικά δύσκολο επίπεδο της παρούσας κατάστασης. Κι είναι επίσης ανίκανη να εκφράσει και μια άλλη πλευρά της ανθρώπινης φύσης : Μόνο εκείνοι που δεν εξαρτώνται από την επανεκλογή τους, από τα προνόμιά τους, μόνο πρόσωπα ενός άλλου διαμετρήματος και ενός άλλου ανθρωπισμού θα μπορούσαν να ενεργοποιήσουν στους λαούς τους τον μηχανισμό μιας τέτοιας συνειδητοποίησης. Αλλά ακόμα και απέναντι σε μια τέτοια προοπτική πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί γιατί τα παραδείγματα του πρόσφατου παρελθόντος δεν επιβεβαιώνουν επαρκώς το νόημα τούτης της προσμονής και κάθε προσδοκία σ’ αυτήν την κατεύθυνση πρέπει υποβληθεί στον πιο αυστηρό έλεγχο : καλύτερα να μη μας κυβερνούν καλά παρά να μας κυβερνούν πρόσωπα που η χαρισματικότητά τους θα απέβαινε για τη διακυβέρνηση ολέθρια και απεχθής.
   Επανέρχομαι λοιπόν, για να ολοκληρώσω, σ’ αυτό το ζήτημα της ταυτότητας για την οποία δεν βλέπω άλλη προοπτική, στην κατεύθυνση της ετερότητας, παρά την προοπτική της δημιουργίας, κυρίως της καλλιτεχνικής δημιουργίας, την προοπτική την πιο ανθρώπινη και την πιο διανθρώπινη κατ’ εξοχήν.
  Δεν σκέφτομαι μόνο τη φράση του Τόμας Μαν σ’ ένα λόγο που εκφώνησε το 1949 : « Εάν δεν είχα το καταφύγιο της φαντασίας, τα παιχνίδια και τις τέρψεις της μυθοπλασίας, της δημιουργίας, της τέχνης, που με κάνουν να γνωρίζω ακατάπαυστα νέες περιπέτειες και νέες ενθουσιαστικές απόπειρες οι οποίες μ’ ενθαρρύνουν να συνεχίζω και να προχωρώ – δεν θα ήξερα τι να την κάνω τη ζωή μου· όσο για να δώσω συμβουλές και μαθήματα στους άλλους, ούτε συζήτηση », παρότι εμπεριέχει τον μέγιστο βαθμό απομυθοποίησης και ωριμότητας. Σκέφτομαι επίσης εκείνο που προσπαθούσα να διατυπώσω στο Εμείς και οι Έλληνες : « Για να είναι ένας λαός δημιουργικός, οφείλει να ζήσει την έλλειψη εκείνου που τον έκαναν να πιστέψει πως είναι. Και να δημιουργήσει τους τρόπους με τους οποίους θα καλύψει την έλλειψη. Έτσι δημιουργούνται πολιτισμοί. Με την κάλυψη του κενού. Ανέφικτη κάλυψη. Όμως αυτό το ανέφικτο συνιστά την αληθινή προσπάθεια. Η ανέφικτη κάλυψη της έλλειψης και του κενού. Τα πάντα γύρω μας κραυγάζουν πως αυτό που έχουμε το έχουμε αναμφισβήτητα, πως αυτό που είμαστε το είμαστε αναμφισβήτητα. Ο ορισμός της γραφικότητας και της μικρόνοιας. Τίποτε δεν έχουμε και τίποτε δεν είμαστε.  Στο τίποτε αυτό προσφέρεται η πιο χαρμόσυνη αγγελία, ο μόνος αληθινός ευαγγελισμός. Τι λέει; Λέει: Αυτή είναι η πραγματική αφετηρία, ξεκινήστε, μπορείτε τα πάντα, αποπαγιδευτείτε, σπάστε τις εμπλοκές, τολμήστε την απεμπλοκή από τα ψεύδη και τα προσωπεία, μη φοβάστε, υπάρχουν κι άλλα πρόσωπα κι άλλες αφηγήσεις, περάστε από τα στερεότυπα στην άπλαστη λάσπη, από το παγωμένο βλέμμα στο κοίταγμα της αβύσσου. Πλάστε τη φωτιά. Τρομερό το αίτημα. Ζητά δημιουργικότητα.  Διακινδύνευση. Τόλμη. Ζητά ζωή.»
   « Ζητά ζωή ». Εδώ βρίσκεται ο πυρήνας της κρίσης.
  Η ατομική και πυρηνική ουσία όσων είναι εν εξελίξει.
   «Λιτότητα», στα αρχαία ελληνικά «λιτότης», σημαίνει αγνότητα, απλότητα, ειλικρίνεια, τιμιότητα, σαφήνεια, καθαρότητα. Με τα « μέτρα λιτότητας » που παίρνουν οι διορισμένες κυβερνήσεις ώστε να καταπολεμήσουν την καταστροφική κατάσταση, διαπιστώνουμε ότι αντί να γίνεται η λιτότητα το φάρμακο, ακόμα περισσότερο : ένας καθημερινός τρόπος ζωής, έχει αποβεί τιμωρία, ποινή, εκλογή που πρέπει κανείς να αποφεύγει, σε καμία περίπτωση να μην ακολουθεί, να μισεί, να απεχθάνεται, ασκώντας δηλαδή τον τρόπο ζωής που βασίλευε και βασιλεύει ακόμα εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια για παράδειγμα στην Ελλάδα με μια ανεξέλεγκτη επιτάχυνση, εν μέσω ενός καθεστώτος αυτοαποκαλούμενου « σοσιαλιστικού » ‒ τίποτα πιο εγκληματικό από εκείνη την ψεύτικη πρόοδο που προωθήθηκε και εξιδανικεύτηκε από τις περιστροφές και τους πανηγυρικούς ενός λαϊκισμού που σ’ έκανε να ξερνάς ‒, με μια ανεξέλεγκτη και άλογη βουλιμία σ’ όλα τα επίπεδα προσωπικής και δημόσιας συμπεριφοράς.
  Να ένα παράδειγμα, εδώ στο επίπεδο της γλώσσας, της τερατώδους παραμόρφωσης αυτού που ήταν κι εξακολουθεί να είναι η Ελλάδα. Οι πιο σαφείς αρχές, η ακεραιότητα της σημασίας των λέξεων, κάθε τι που άπτεται της εσωτερικότητας και της ανθρώπινης έκφρασης στο νεότερο κόσμο, η σκέψη, ο έρωτας, κάθε επαφή μεταξύ των ανθρώπων περιπαίχθηκε, αρπάχθηκε, γελοιοποιήθηκε, και πάνω απ’ όλα υποβιβάστηκε, παρεξηγήθηκε, παρερμηνεύτηκε· ευημερούσαν μόνο οι προκαταλήψεις και τα πιο σκοτεινά στερεότυπα, κυριαρχούσαν μόνο τελειωμένες ιδέες και απηρχαιωμένες αντιλήψεις, μόνο οι « αξίες » που συντηρούν και  τροφοδοτούν τη μισαλλοδοξία, τον τυχοδιωκτισμό, τη βλακεία, τις αυτοματοποιημένες εμμονές σε μια παράδοση ανεπαρκώς αφομοιωμένη κι επιπλέον κακοερμηνευμένη, κι αυτό την έκανε, αντί για μέσο και πεδίο ανανέωσης, ένα τρομερό και τυραννικό εμπόδιο σε κάθε πρόοδο, σε κάθε σοβαρό στοχασμό, σε κάθε πραγματική συνειδητοποίηση του τι είμαστε ως λαός. Πάντα και ακατάπαυστα μια ηθική ασφυξία, ένας άγριος σκοταδισμός ανυποχώρητα μπροστά στην όποια κίνηση θα προμήνυε μια κάποια έξοδο απ’ αυτό το σπήλαιο όπου κυριαρχούν οι σκιές, οι σκιές των νεκρών.
   Για πολύ καιρό, αλλά και σήμερα ακόμα, την Ελλάδα την κυβερνά ο Θάνατος.
   Αυτό πρέπει να το ανατρέψουμε ή καλύτερα: να το αντιστρέψουμε. Γιατί είναι περισσότερο από φανερό, τουλάχιστον για αρκετούς ανθρώπους, που είναι πολύ περισσότεροι απ’ ό,τι φανταζόμαστε, ότι αυτό είναι καταφανές. Καταφανές είναι το εξής: είναι σχεδόν μαθηματικά σίγουρο ότι όλα όσα συγκροτούν το πρόσωπο της σύγχρονης Ελλάδας αποτελούν, ένα προς ένα, λάθη μιας ιδιοσυγκρασίας παραμορφωμένης από αιώνες εσφαλμένων ερμηνειών της ανθρώπινης φύσης. Στην ανθρώπινη φύση βρήκε γόνιμο έδαφος αυτή η εγκληματική διαδικασία για να ασκήσει όλους τους χειρισμούς της. Και να πού βρισκόμαστε: μια χώρα που φοβάται την ίδια της την αλήθεια, ένας πληθυσμός που έχει εσωτερικεύσει όλους τους κανόνες και όλες τις προσφερόμενες επιλογές ενός ηθικού συστήματος που είναι εναντίον της ζωής, εναντίον του πολυσύνθετου χαρακτήρα, του ανεξιχνίαστου και του άπειρου της ζωής. Αυτή η εσωτερίκευση είναι κατά τη γνώμη μου το πιο κρίσιμο και το πιο δραματικό σημείο στο οποίο πρέπει να δοθεί προτεραιότητα για ό,τι αναλαμβάνουμε προκειμένου να εξηγήσουμε και κυρίως να υπερβούμε την κρίση.
   Το ερώτημα που ακολουθεί τώρα είναι τόσο κρίσιμο και οδυνηρό όσο και η πραγματικότητα που το γεννά: μπορούμε να συνεχίσουμε τον δρόμο μας μ’ αυτήν την προτεραιότητα; Θέλουμε να προχωρήσουμε θέτοντάς την ως άξονα; Θέλουμε να μην συγκαλύψουμε, να μην αποκρύψουμε γι’ ακόμα μια φορά την απαίσια όψη της προ-κρίσης περιόδου, να μην τυφλωθούμε εκ νέου και να μην συμμορφωθούμε σε όσα αποτελούν πραγματικά στο βάθος τις αληθινές αιτίες της τωρινής εκμηδένισης; Θέλουμε να συνειδητοποιήσουμε την ιστορική αλήθεια και να μετατρέψουμε αυτή τη συνειδητοποίηση σε σκεπτόμενη πράξη ώστε να πάμε προς ένα αλλού που θα είναι προϊόν του ενσυνείδητου ανθρωπισμού μας;
   Φυσικά, δεν μπορεί κανείς να μην λαμβάνει υπόψη τις ανθρώπινες αδυναμίες και τα ανθρώπινα όρια, τον φόβο της αρρώστιας και του θανάτου.
   Αλλά αυτό που αξιώνεται εδώ, μόνο ανθρώπινα όντα μπορούν να το επωμιστούν και να το φέρουν σε πέρας.
   Αν, παρόλα αυτά, κερδίσει τελικά η οπισθοδρόμηση, αν οι άνθρωποι βρουν γι’ ακόμα μια φορά καταφύγιο στις απαιτήσεις αυτής της ιστορικής στιγμής και δώσουν στον εαυτό τους άλλοθι για να τους επιτραπεί γι’ ακόμα μια φορά η επιλογή της δειλίας και της προδοσίας, δεν θα εκπλαγώ. Αλλά αν, ο μη γένοιτο, αυτό συμβεί, μπορώ να θεωρήσω από τώρα ότι όλα όσα έγραψα δεν απαντούν σε καμία αναγκαιότητα, δεν έχουν κανένα νόημα.
                                                                                           

                                                                                                         Δημήτρης Δημητριάδης
                                                                                                                    28.2-6.3.2012


                                 (Μετάφραση από τα γαλλικά: Δήμητρα Κονδυλάκη)
Βρήκαμε το κείμενο εδώ.

19/11/12

Death of a party




Κάποια στιγμή το καλοκαίρι που πέρασε συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι οι blur υπήρξαν ένα πραγματικά μεγάλο συγκρότημα. Χωρίς ποτέ στο παρελθόν να είμαι φανατικός ακροατής των Βρετανών - είχα βέβαια ακούσει δυο-τρεις δίσκους τους, καθώς και τα πιο γνωστά από τα τραγούδια τους. Έτσι άρχισα να τους ακούω ξανά. Και να τους εκτιμώ όλο και περισσότερο. Όποιος ενδιαφέρεται να διαβάσει τις σκέψεις δύο μεγάλων θαυμαστών των blur σχετικά με το σύνολο της δισκογραφίας τους, ας πατήσει εδώ και εδώ.

18/11/12

Το έρμα. Τότε και τώρα - του Γιώργου Μερτίκα




Το έρμα μας είναι ό,τι βαραίνει στη συνείδηση, ό,τι της προσδίδει ουσία και υλικό. Δίχως αυτό δεν έχουμε επίγνωση του τι λέμε και τι κάνουμε, είμαστε έρμαια καταστάσεων στις οποίες αφηνόμαστε ηδονικά, μια και τούτες κεντρίζουν τα αισθητήρια όργανα, προσφέροντας ικανοποίηση και αφήνοντάς μας συνάμα ανικανοποίητους στο διηνεκές. Το έρμα μας σε μιαν άλλη προοπτική είναι ό,τι πρόθυμα πετάξαμε άρον-άρον στη θάλασσα, ξαλαφρώνοντας, κι έτσι ταξιδεύουμε δίχως ρότα, χωρίς βάρος στη συνείδηση, κατά που φυσάει ο άνεμος των μεταμοντέρνων καιρών.
Το έρμα μας είναι ο πρώτος πλους της νεότητας μέσα στον κόσμο. Η εμπειρία που μαζέψαμε παρακούγοντας τις ώριμες συμβουλές των μεγάλων, καθώς επαναλάμβαναν μονότονα το μάθημα της προσαρμογής και της σωφροσύνης: «Θα μεγαλώσεις και συ και θα δεις πως έχω δίκιο». Και πράγματι· καθώς μεγαλώναμε κι απομακρυνόμασταν από τις εμπειρίες της νιότης γινόμασταν όλο και πιο πειθήνιοι, πιο προσγειωμένοι, αφού αναγνωρίζαμε πως η επιβίωση δεν απαιτεί συνείδηση μα φυσική προσαρμογή. «Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τη φύση και τους νόμους της», είναι το μάθημα της ψευδο-επιστήμης στην κοινωνική-ιδεολογική της εκδοχή, κι αυτό απηχεί την προαιώνια διδασκαλία της υποταγής που ερχόταν στ’ αυτιά μας απ’ το στόμα των μεγάλων: «Συ θ’ αλλάξεις τον κόσμο; Δεν βλέπεις τι παθαίνουν όσοι δεν ακούνε τις συμβουλές των μεγάλων;»

Κάπως έτσι έρχονται ακόμη στ’ αυτιά μου οι συμβουλές των ώριμων λίγο πριν, λίγο μετά τον Νοέμβρη του ‘73. Όταν με τον συμμαθητή μου Διομήδη Κομνηνό, αφήσαμε με την καρδιά μας μπιλιάρδα και σκιρτήματα του νου για να βρεθούμε στο Πολυτεχνείο.
Τριάντα τόσα χρόνια μετά, αναλογίζομαι «ώριμα» κείνα τα χρόνια. Σκέφτομαι χαρές και λύπες, ματαιώσεις, αυταπάτες, αμφιταλαντεύσεις κι άλλα πολλά που ακολούθησαν. Ό,τι δεν πρόλαβε να χαρεί ο συμμαθητής μου, ό,τι δεν πρόλαβε να κάμει. Κι αναρωτιέμαι: Άξιζε τον κόπο; Με τι μέτρο ωστόσο μπορεί ν’ απαντήσει κανείς σ’ ένα τέτοιο ερώτημα; Με το μέτρο της ιστορίας μήπως; Μα τότε, για μια ακόμη φορά μπροστά σ’ αυτόν τον τελικό κριτή θ’ αποδειχτεί πως κάναμε λάθος. Θ’ αποδειχτεί πως ο στρωτός κυνικός λόγος των ώριμων είχε το δίκιο με το μέρος του, μια και η επιτυχία είναι ο τελικός κριτής. Εάν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε για μια ακόμη φορά επανερχόμαστε στο ίδιο, προτάσσουμε κάποια υπερβατική ανεξέλεγκτη δύναμη, μέσα στην οποία γινόμαστε άβουλα πιόνια, ασήμαντα αναλώσιμα υποπροϊόντα, που στερούνται την αξιοπρέπειά τους, την ανεξαρτησία τους από τα πράγματα και τη ροή τους. Μ’ άλλα λόγια, πραγμοποιούμαστε, γινόμαστε τ’ αντικείμενα μιας ανθρωποποίητης φύσης, μιας δεύτερης φύσης που κυριαρχεί τώρα πάνω μας στη θέση της πρώτης. Εδώ δεν πρόκειται για αυτοπραγμάτωση, για κυριαρχία πάνω στη σχέση μας με τα πράγματα, αλλά για κυριαρχία των πραγμάτων πάνω μας. Πρόκειται για στέρηση του πολιτικού στοιχείου από τη ζωή, απ’ ό,τι δηλαδή μας δίνει την αξιοπρέπεια και την ανεξαρτησία μας από το βουβό φυσικό γίγνεσθαι. Έστω κι αν αντιστρέψουμε αυτήν την πρόταση, αν ισχυριστούμε δηλαδή ότι κυριαρχούμε πάνω στα πράγματα, δεν ξεφεύγουμε από την περιπλοκή. Γιατί ο κυρίαρχος που βρίσκει αναγνώριση όχι μεταξύ ομοίων αλλά από το πλήθος των πραγμάτων που κατεξουσιάζει, δεν βρίσκεται σε καλύτερη θέση από την άποψη της αξιοπρέπειας και της ανεξαρτησίας του απ’ αυτά.
Υπ’ αυτήν την έννοια, μέτρο της επιτυχίας δεν είναι η προσαρμογή στην τελική φορά των ανθρώπινων πραγμάτων όσων διαδικασιών μπορεί να θέσει σε κίνηση ο άνθρωπος, που από κει κι ύστερα γίνονται ανεξέλεγκτες δυνάμεις, αλλά η αυτονομία από δαύτη. Επιτυχία σ’ αυτήν την περίπτωση είναι μια έκφραση της βούλησης που μπορεί κι αντιστέκεται, που δεν την απασχολεί το να περισώσει τη σκέτη ύπαρξη. Καρδιά που έτσι δείχνει χαρακτήρα. Φαίνεται περίεργο ν’ απευθύνεις έναν τέτοιο έπαινο σε μια νεαρή ύπαρξη, μα νομίζω πως είναι ό,τι καλύτερο μπορείς να πεις για κείνες τις μέρες. Αυτό εξ άλλου ήταν που χαρακτήρισε την εποχή.
Πολλές φορές τέτοιες μέρες το σκέφθηκα και δεν το κοινώνησα, μα είχα πάντα την αίσθηση μιας τύχης που δεν έλαχε στον συμμαθητή μου, μιας ευκαιρίας που μου δόθηκε κι έπρεπε να τη σεβαστώ. Ο σεβασμός σ’ αυτήν την τύχη, στο τυχαίο γεγονός της ύπαρξης, είναι το δικό μου έρμα, ό,τι καθορίζει τον εσωτερικό διάλογο, πρόκριμα για τη λήψη απόφασης στη ζωή. Κι έτσι δεν μπορώ παρά να πω: Καλύτερα με τον Διομήδη και να κάνω λάθος, παρά με τους ώριμους και να χω δίκιο.

Το κείμενο, σε μια πρώτη μορφή του, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό σημειώσεις, τ. 52, Δεκέμβριος 1999

                                                                                                                        του Γιώργου Μερτίκα (από εδώ)