29/9/13

Η ΧΑ κρύβει τον... κυβερνητικό φασισμό - του Γιώργου Χ. Παπασωτηρίου




Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών δεν είναι φασισμός; Το σφράγισμα κτηρίων (δες Χατζηκώστα στα Γάννενα) για να μη βρίσκουν καταφύγιο οι άστεγοι και οι μετανάστες δεν είναι φασισμός; Η μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα στη Χαλκιδική, του νερού που πίνουν μεγάλοι και παιδιά με αρσενικό από τα μεταλλεία χρυσού δεν είναι φασισμός; Τα δύο εκ. άνεργοι, οι γονείς που δεν έχουν να πάνε γάλα στα παιδιά τους, η εξαθλίωση των συνταξιούχων, οι νέοι που ξενιτεύονται, αναζητώντας δουλειά, αυτά δεν είναι φασισμός; Οι τόνοι χημικών και οι άγριοι ξυλοδαρμοί από τα ΜΑΤ εναντίον των διαμαρτυρόμενων εργαζομένων δεν είναι φασισμός; Οι φοροαπαλλαγές των εφοπλιστών και το "ξέπλυμα" μαύρου χρήματος με νομοθετικές ρυθμίσεις της κυβέρνησης και τα χαράτσια για τους "κάτω" δεν είναι φασισμός; Οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, το "μαύρο" στην ΕΡΤ και ο απόλυτος έλεγχος της ενημέρωσης δεν είναι φασισμός; Ο εκβιασμός στους μαθητές ότι θα παραταθεί το σχολικό έτος σε όσα σχολεία γίνουν καταλήψεις δεν είναι φασισμός; Το γεγονός ότι οι σημαντικότερες αποφάσεις για την Ελλάδα λαμβάνονται εκτός Ελλάδας και συγκεκριμένα στη Γερμανία δεν είναι παραβίασης της ανεξαρτησίας, της λαϊκής κυριαρχίας και της δημοκρατίας; Αίφνης, όλα τα παραπάνω και πολλά άλλα ακόμα καλύφθηκαν από τα εγκλήματα των δολοφόνων της Χρυσής Αυγής. Για όλα φταίει η... ΧΑ! Οι εθνικοί εργολάβοι, οι μεγαλοδημοσιογράφοι (πλην εξαιρέσεων), τα διάφορα παπαγαλάκια, όλοι όσοι δόξασαν τις φασιστικές πρακτικές των μνημονιακών κυβερνήσεων, τα χημικά του Παπουτσή στο Σύνταγμα, τα μέτρα λιτότητας της τρόικας, τις απολύσεις στο Δημόσιο στο όνομα του "εξορθολογισμού", όλοι αυτοί οι οπαδοί του φασισμού στην πράξη, αυτοί που υπέθαλψαν και πρόβαλαν την Χ.Α... τώρα "ξεπλένονται" και γίνονται "αντιφασίστες" ως δήθεν αντίπαλοι της Χρυσής Αυγής. Επίσης, η ΝΔ εισπράττει τις... ψήφους που επανακάμπτουν από τη ΧΑ. Βέβαια, αυτοί τη δουλειά τους κάνουν. Οι άλλοι, όμως; Η Αριστερά; Γιατί αμήχανη, άβουλη και μοιραία αδυνατεί να συνδέσει πολιτικά το φασισμό με την οικονομική εξαθλίωση; Γιατί ο Παύλος Φύσσας δεν γίνεται "σημαία"; Κάποτε Αριστερός σήμαινε Άνθρωπος και όλοι οι Άνθρωποι σαν τον Παύλο Φύσσα δεν χρειάζονταν να λένε ότι είναι αριστεροί... 

                                                               του Γιώργου Χ. Παπασωτηρίου (από εδώ)

18/9/13

Αυτοί που άνοιξαν το δρόμο στους φασίστες - της Βασιλικής Σιούτη



Η συμπεριφορά των κυβερνητικών δυνάμεων, μετά από κάθε εγκληματική πράξη φασιστών, θυμίζει τη λαϊκή παροιμία: «Φωνάζει ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης». Λίγες μόλις ώρες μετά από τη δολοφονία ενός νέου ανθρώπου με αντιφασιστική κινηματική δράση, από κάποιο φασιστικό στοιχείο -όπως λένε οι μαρτυρίες- βγήκαν να κάνουν σπέκουλα. Τα ίδια πάλι. Τα γνωστά. Τα επαναλαμβάνουν συνεχώς μπας και τα μάθουμε.

«Οι υμνητές της πλατείας και ηθικοί αυτουργοί για το φανατισμό-λαϊκισμό-ισοπέδωση, δεν μπορούν να φωνάζουν για την επέλαση και τα έργα της Χρυσής Αυγής» έγραψε ένας από αυτούς. Πόσο θράσος χρειάζεται για να ξεστομίζεις κάτι τέτοιο; Δηλαδή οι εκατοντάδες χιλιάδες που έβλεπαν την κυβέρνηση να τους καταστρέφει τη ζωή, το μέλλον των παιδιών τους, τη χώρα τους, έπρεπε να υπομείνουν σιωπηλοί; Ή μήπως έπρεπε να περιμένουν να το συζητήσουν ευγενικά με τον πολιτευτή της γειτονιάς; Σίγουρα -κατ’ αυτούς- δεν έπρεπε να διαδηλώσουν στο Σύνταγμα, δεν έπρεπε να νιώσουν οργή. Δεν έπρεπε, σε τελική ανάλυση, να αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους από τα δύο παρακμασμένα κόμματα που τους κατέστρεψαν, γιατί αυτό είναι λαϊκισμός και ισοπέδωση.

Το ότι οι χρυσαυγίτες στην πλατεία ήταν μία ισχνή μειοψηφία, την οποία οι περισσότεροι διαδηλωτές ούτε που αντιλήφθηκαν μέσα στο ποτάμι της λαϊκής οργής που ξεχείλιζε, το παραβλέπουν γιατί δεν εξυπηρετεί την προπαγανδιστική τακτική τους. Αλλά αυτός ήταν ένας από τους πρωταρχικούς σχεδιασμούς τους εξαρχής. Γιατί από την αρχή, αρκετοί από αυτούς, πίστεψαν ότι η «Χρυσή Αυγή» θα τους εξυπηρετούσε στα σχέδια τους να σπιλώσουν κάθε δίκαιη αντίδραση απέναντι στην πολιτική των μνημονίων. Θα εμφάνιζαν τη «Χρυσή Αυγή» ως αντισυστημική αντιμνημονιακή δύναμη (και όχι ως εγκληματική ναζιστική οργάνωση-δεκανίκι του συστήματος, που είναι) προκειμένου να ταυτίζουν τη λαϊκή αγανάκτηση με τη φιλοναζιστική δράση.

Και τα λένε αυτά ποιοι; Οι πραγματικοί ηθικοί αυτουργοί. Αυτοί που άνοιξαν το δρόμο στη «Χρυσή Αυγή», εξευτελίζοντας τη δημοκρατία. Γιατί όπου υπάρχει κουλτούρα σεβασμού των δημοκρατικών θεσμών, δεν ανθεί ο φασισμός. Το λίπασμα είναι η καταπάτηση της δημοκρατίας και το έβαλαν τα δύο κόμματα που συγκυβερνούν. Ο Γ.Παπανδρέου παραχώρησε την εθνική και τη λαϊκή κυριαρχία της χώρας, χωρίς να έχει καμία πολιτική νομιμοποίηση να το πράξει. Στη συνέχεια ο Α.Σαμαράς εξελέγη με τη λαϊκή εντολή να αλλάξει την πολιτική των μνημονίων, αλλά την εφάρμοσε αδιαμαρτύρητα οδηγώντας στη φτωχοποίηση ακόμα μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού, χρησιμοποιώντας ακόμα και βία και καταστολή. Οι βουλευτές έγιναν ντεκόρ. Δήλωναν ότι διαφωνούν και στη συνέχεια ψήφιζαν τους νόμους –πολλές φορές μη γνωρίζοντας καν τι ψηφίζουν Μετά ήρθαν τα αντισυνταγματικά προεδρικά διατάγματα, οι αντισυνταγματικές απολύσεις, το αντισυνταγματικό κλείσιμο της ΕΡΤ… Με ποια πολιτική νομιμοποίηση όλα αυτά; Με ποια λαϊκή εξουσιοδότηση; Με καμία. Ας ανοίξει ο κόσμος να διαβάσει ξανά το ελληνικό Σύνταγμα για να δει πόσα άρθρα του έχουν καταπατήσει και καταπατούν κάθε μέρα. «Οι συνταγματολόγοι σε λίγο δεν θα έχουμε αντικείμενο» σχολίαζε πριν από λίγο καιρό ο συνταγματολόγος. Α. Δημητρόπουλος.

Ποιοι καταπάτησαν τους θεσμούς; Ποιοι καλλιέργησαν την κουλτούρα της ανομίας και της ατιμωρησίας; Ποιοι δίδαξαν την περιφρόνηση της δημοκρατίας; Αυτοί που κυβερνούσαν και κυβερνούν ήταν που άνοιξαν τις πόρτες στον φασισμό. Ας μην παριστάνουν τους αθώους λοιπόν και ας αναλογιστούν τις ευθύνες τους. Ο κίνδυνος στον οποίο βρισκόμαστε είναι μεγάλος. Ας μη ζητάνε και τα ρέστα αυτοί που μας έριξαν σε αυτόν.
                                                                                                       της Βασιλικής Σιούτη (από εδώ)

4/9/13

3/9/13

Για έναν πολιτισμό της αλληλεγύης και της αντίστασης - του Γιάννη "Ηollowsky" Ιωαννίδη






Ομιλία στην Ημερίδα "Για έναν πολιτισμό της αλληλεγγύης και της αντίστασης"


Οργάνωση: ΠανΔίκτυο/ ΕΚΠΑ


24 Οκτωβρίου 2012


Επιτρέψτε μου να περιοριστώ σε μια σύντομη εισαγωγή στις ψυχικές και στοχαστικές προϋποθέσεις ενός πολιτισμού της αλληλεγγύης και της αντίστασης.
Αν κοιτάξουμε ευρύτερα τον κόσμο μας, θα διαπιστώσουμε πως τα δεινά που ζούμε σήμερα εδώ έχουν να κάνουν με το γεγονός, ότι βρισκόμαστε στη δύση ενός ολόκληρου πολιτισμού∙ του πολιτισμού που εδώ και μερικούς αιώνες κυριάρχησε αρχικά στη δυτική Ευρώπη και στη συνέχεια σε όλο τον πλανήτη.

Τι μπορεί να σημαίνει λοιπόν, σε αυτές τις συνθήκες, το να σκεφτούμε και να πράξουμε προς την κατεύθυνση ενός πολιτισμού της αλληλεγγύης και της αντίστασης; Πέρα από την αίσθηση του κατεπείγοντος ενός τέτοιου στοχασμού, σημαίνει πως η αλληλεγγύη και η αντίσταση, αυτά τα δυο από τα πιο ζωτικά στοιχεία της ανθρώπινης κοινωνίας, δεν μπόρεσαν να ριζώσουν και να βρουν σταθερό τόπο μέσα στον κόσμο του κυρίαρχου πολιτισμού. Και πράγματι, ο πολιτισμός αυτός στηρίχτηκε, απεναντίας, σε δυο ριζικά αντίθετες αρχές: στον ανταγωνισμό και στον κομφορμισμό. Τον ανταγωνισμό μεταξύ των ατόμων και τον κομφορμισμό τους στις επιταγές του απρόσωπου συστήματος, που εκ των πραγμάτων ανέλαβε να διαμεσολαβεί αυτά τα ανταγωνιζόμενα άτομα.
 
Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι, με όρους αντίθεσης, έχουμε να σκεφτούμε για ένα πολιτισμό της αλληλεγγύης και της αντίστασης μέσα και εναντίον ενός πολιτισμού του ανταγωνισμού και του κομφορμισμού.
 
Ωστόσο, όπως πάντα, τα πράγματα στη ζωή δεν είναι τόσο απλά ώστε να εμπεριέχονται ικανοποιητικά σε συνθηματολογικές διατυπώσεις. Θέλω να πω με αυτό, ότι θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στο γεγονός ότι ο κυρίαρχος πολιτισμός, ναι μεν υψώνεται ως πολιτισμός του ανταγωνισμού και του κομφορμισμού, αλλά δεν εξοβέλισε ολοσχερώς κάθε μορφή αλληλεγγύης και αντίστασης στο εσωτερικό του. Αυτό που κυρίως έκανε, και κάνει, είναι να τις διαστρέψει. Στα πλαίσιά του, δηλαδή, η αλληλεγγύη αναγνωρίζεται, αλλά μόνον ως «συνασπισμός ωφελιμιστικών συμφερόντων»∙ ενώ η αντίσταση, ως «εναντίωση σε ό,τι προσβάλλει το ίδιον (ατομικό ή συλλογικό) συμφέρον».

Οφείλουμε επομένως, αν θέλουμε να πάμε πιο μακριά, να ξεκαθαρίσουμε τι θέλουμε ως αλληλεγγύη και τι εννοούμε ως αντίσταση. Να ξεκαθαρίσουμε, ότι αλληλεγγύη δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι «ωφελιμιστικός συνασπισμός συμφερόντων» και γιατί η αντίσταση δεν πρέπει να εννοείται ως «εναντίωση σε ό,τι προσβάλλει το συμφέρον».
Για να το κάνουμε αυτό, χρειάζεται να επισκεφτούμε τον πυρήνα, την ψυχή αυτών των δυο εννοιών∙ όχι τόσο γλωσσολογικά, όσο στο χώρο τον οποίον καταλαμβάνουν στο συμβολικό πεδίο.  
 
Η αλληλεγγύη μπορεί πράγματι να σημαίνει το να «εγγυάται ο ένας τον άλλον» και με αυτή την έννοια, μέσα από μια σειρά εκπτώσεων, να εκλαμβάνεται ως ωφελιμιστικός συνασπισμός συμφερόντων. Όμως θα πρέπει να προσέξουμε, ότι σε αυτή την προοπτική, εκείνο που από αρχής έως τέλους μετράει είναι οι ιδιότητες κάθε ανθρώπου. Για άλλη μια φορά, δηλαδή, ο κυρίαρχος πολιτισμός δέχεται μόνον ό,τι μπορεί να εκφραστεί ως ιδιότητα, ως ωφελιμιστικού τύπου επαγγελία και δεξιότητα.
 
Στην προοπτική της αλληλεγγύης όμως, οι ιδιότητες του ανθρώπου δεν μετρούν ούτε στην αρχή, ούτε στο τέλος της διαδρομής∙ απεναντίας, εκείνο που μετράει εδώ, είναι η απογύμνωσή του από κάθε ιδιότητα, η κατάσταση της ένδειας με την ουσιαστικότερη έννοια του όρου.
 
Το έδαφος, επομένως, πάνω στο οποίο ριζώνει η αλληλεγγύη δεν μπορεί να είναι αυτό του συμφέροντος και του ωφελιμισμού, αλλά, απεναντίας,

·        αφ’ ενός της επίγνωσης ότι η ριζική ένδεια παραμονεύει κάθε μας βήμα στον κόσμο, όποιες κι αν είναι οι ιδιότητες μας∙ και

·        αφ’ ετέρου, ταυτόχρονα, της συναίσθησης΄, ή μάλλον της απόφασης, ότι η πτώση ενός ανθρώπου στην ένδεια δεν πρέπει να σημάνει και τον χαμό του.
 
Κοντολογής, το έδαφος στο οποίο ριζώνει η αλληλεγγύη είναι η επίγνωση της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης.
 
Και η αντίσταση; Η αντίσταση μπορεί πράγματι να υποδεικνύει μια εναντίωση και από εκεί, μέσα από μια σειρά εκπτώσεων επίσης, να εκλαμβάνεται ως «εναντίωση σε ό,τι προσβάλλει το συμφέρον». Παρολαυτά, ας προσέξουμε ότι η προάσπιση του ωφελιμιστικού συμφέροντος είναι δυνατόν να έρχεται σε ευθεία αντίθεση και ρήξη με το πιο πυρηνικό στοιχείο της αντίστασης, το οποίο δεν είναι άλλο από το αγωνίζεσθαι υπέρ της ελευθερίας. Όχι απλώς υπέρ μιας ανεξαρτησίας αλλά υπέρ της βαθύτερης, υπαρκτικής ελευθερίας του ανθρώπου, κάθε ανθρώπου. Και τούτη η ελευθερία δεν συμβαδίζει με την ωφελιμιστική ανεξαρτησία αφού,  πράγματι, είναι δυνατόν, όταν να αγωνίζεται κανείς υπέρ του συμφέροντός του, να αγωνίζεται υπέρ της δικής του ελευθερίας σε βάρος της ελευθερίας των άλλων.
 
Βάζοντας λοιπόν την ελευθερία στον πυρήνα της αντίστασης, οφείλουμε να δούμε μια ακόμα έκπτωση που καλλιεργείται από τον κυρίαρχο πολιτισμό: την αποσύνδεση της ελευθερίας από το ηθικό ερώτημα. Πραγματικά, στο πλαίσιο του κυρίαρχου πολιτισμού και ιδίως σήμερα ως ελευθερία νοείται ουσιαστικά το «να μπορεί να επιλέγει κανείς μεταξύ πολλών δυνατοτήτων». Όσο περισσότερων μάλιστα, τόσο καλύτερα. Όσο περισσότερες είναι οι δυνατότητες μεταξύ των οποίων έχει να επιλέξει κανείς, τόσο πιο ελεύθερος υποτίθεται πως είναι. Είναι σαφές, ότι έχουμε να κάνουμε εδώ μ’ έναν ποσοτικό προσδιορισμό της ελευθερίας, απολύτως σύμφωνο προς το τεχνικό πνεύμα του πολιτισμού μας άλλωστε.
 
Ωστόσο, ποιοτικά μιλώντας, ελευθερία δεν είναι η επιλογή μεταξύ «πολλών διαφορετικών δυνατοτήτων» αλλά ουσιαστικά η εκλογή μεταξύ καλού και κακού. Ασφαλώς πρόκειται για δυο όρους κι ένα δίλημμα, που θέλησε πάση θυσία να εξοβελίσει ο κυρίαρχος πολιτισμός, βαυκαλιζόμενος ότι τοποθετείται – και τοποθετεί τον άνθρωπο – «πέρα από το καλό και το κακό», δηλαδή μέσα στο ωφελιμιστικό βασίλειο της καθαρής ποσότητας. Παρολαυτά, μόνο όταν θέτει στον εαυτό του το δίλημα αυτό, της εκλογής μεταξύ καλού και κακού, μόνο τότε ο άνθρωπος είναι όντως ελεύθερος. Και επομένως, μόνο τότε μπορεί να προβάλλει μια αντίσταση, η οποία δεν θα περιορίζεται ούτε θα εκπίπτει στην απλή εναντίωση σε ό,τι προσβάλλει το συμφέρον του.
 
Επομένως, η αντίσταση ριζώνει στην ελευθερία και η ελευθερία ριζώνει στο ηθικό δίλημμα μεταξύ καλού και κακού.
 
Όμως τούτο το δίλημμα, έστω και μόνο για να υπάρξει, προϋποθέτει και πάλι μια συναίσθηση της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης∙ δηλαδή −εφόσον μιλάμε εδώ για ένα διαφορετικό πολιτισμό−, τη συναίσθηση του γεγονότος, ότι όλες οι προσπάθειές μας να στήσουμε και να στηρίξουμε ένα καλύτερο κόσμο, κινδυνεύουν πάντοτε από την εισβολή του κακού έστω και μόνον επειδή θα εφησυχαστούμε, νομίζοντας ότι πράξαμε το καθήκον μας, ολοκληρώσαμε τον αγώνα μας και βρήκαμε την τέλεια συνταγή του ευ ζην.
 
Είδαμε, λοιπόν, ότι τόσο η αλληλεγγύη όσο και η αντίσταση δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν εάν δεν ριζώσουν στην επίγνωση της τραγικότητας του ανθρώπου∙ εάν, δηλαδή, τούτη η επίγνωση δεν αποτελεί το κέντρο της ίδιας μας της καθημερινής και αγωνιστικής παιδείας!
 
Εδώ άλλωστε εντοπίζεται ο λόγος, που η αλληλεγγύη και η αντίσταση δεν βρίσκουν τόπο, παρά κατόπιν εκπτώσεων και διαστρεβλώσεων, στον κυρίαρχο πολιτισμό: Στο ότι ο πολιτισμός αυτός μάς συστήθηκε, ευθύς εξαρχής, ως ριζικά αντί-τραγικός.
 
Τούτο δεν διακηρύσσουν όλοι οι «κοινοί τόποι» του; «Ο άνθρωπος είναι καλός»∙ «Η ευτυχία είναι το υπέρτατο αγαθό, ανώτερο και από την ελευθερία»∙ «Η ιστορία κατευθύνεται πάντα προς την επαύξηση της ευτυχίας»∙ «Η υλικοτεχνική πρόοδος αρκεί, διότι διασφαλίζει την ευτυχία και συνάμα εξασφαλίζει την ηθική πρόοδο»∙ «Όχι πια λόγια, μόνον έργα»∙ «Όχι φιλοσοφίες, μόνο πράξεις»∙ «Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου είναι αυτή καθαυτή καλή»∙ «Εργασία και ανάπτυξη»∙ «Η μόνη επιλογή που αξίζει τον κόπο είναι ανάμεσα στο πολύ και στο περισσότερο»∙ κ.ο.κ.

Κάθε φορά που αποδεχόμαστε αυτούς τους «κοινούς τόπους», πέφτουμε στην αυτοδικαιωτική προπαγάνδα του κυρίαρχου πολιτισμού. Από εκεί, οδηγούμαστε στην υπερεκτίμηση της ευημερίας ως ασφάλειας, ακόμα και εναντίον της ελευθερίας. Και από εκεί, φτάνουμε να ευτελίσουμε την αλληλεγγύη και την αντίσταση, προβάλλοντάς τις ως «ωφελιμιστικό συνασπισμό συμφερόντων» και «εναντίωση σε ό,τι προσβάλει το συμφέρον μας».

Τότε ο κύκλος κλείνει και ξαναβρισκόμαστε εδώ, μπροστά στον ίδιο εφιάλτη, κομμάτι ενός κόσμου χωρίς αλληλεγγύη και χωρίς αντίσταση, που τον καταπίνει το Μηδέν αφήνοντας χωρίς οξυγόνο και χωρίς ελπίδα όσους εξακολουθούν να στριφογυρνούν μέσα στους ψυχικούς, στοχαστικούς και πνευματικούς ορίζοντές του.


                                                            του Γιάννη Hollowsky Ιωαννίδη (από εδώ)

2/9/13

Συγκεκριμένη στάθμιση αγαθών - του Ευγένιου Αρανίτση





Κάθε συγγραφέας, είναι γνωστό, έχει πολλούς δασκάλους. Οι περισσότεροι του μιλούν σαν φωνές νεκρών μέσα απ’ τα κείμενα. Υπάρχουν όμως, ευτυχώς, ορισμένοι που η επιρροή τους εκπέμπεται απ’ τη ζωντανή παρουσία, στη σκηνή της συναναστροφής. Αυτοί διδάσκουν προφορικά. Τέτοιος ήταν για μένα ο ποιητής και δοκιμιογράφος Ε. Γ. Ασλανίδης, απ’ τον οποίο έμαθα τη σημασία του πένθους στην κλίμακα των προορισμών της ζωής μας κι ότι το βήμα προς τα εμπρός είναι δικαίωμα στην εργασία της μνήμης.


Μετά μπήκα στην τροχιά του Νίκου Καρούζου, δασκάλου των ερωτημάτων. Τότε έμαθα ότι αφελής δεν είναι αυτός που δεν έχει απορίες αλλά εκείνος που έχει. Αρχίζοντας όντως να έχω, συνάντησα τον ποιητή Ηλία Λάγιο, που δέχτηκε να γίνει δάσκαλός μου στην αναψηλάφηση του μελωδικού υποστρώματος της νεοελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης από τους προσολωμικούς ίσαμε την παραμονή της εμφάνισης της γενιάς του ’30 –παραμονή Μεγάλης Εβδομάδας. Αυτούς τους δασκάλους τους αγαπάω μ’ εκείνο το είδος του έρωτα που οι ψυχαναλυτές αποκαλούν μεταβίβαση. Στη δε Μεγάλη Εβδομάδα ήταν κι ο Βακαλόπουλος.


Από τον Χρήστο διδάχτηκα ότι το ιδεώδες είναι να ονειρεύεσαι τη ζωή σου ενώ συνάμα τη ζεις. Αυτού του μυστηρίου μεταφορά θεωρούσε τον καλό κινηματογράφο, τις ταινίες που άγγιζαν την πιο μύχια εσωτερικότητα της στιγμής, τον πυρήνα του αθρόου συμβάντος που δονείται πανταχού παρόν και ασύλληπτο. Μιλούσε, σαν να λέμε, για μια εμπειρία της διαφάνειας των πραγμάτων που ξεχειλίζουν από νόημα, από το νόημα που τους προσδίδει η διαπροσωπική σχέση. Με έπεισε πως η συγκίνηση δεν είναι πηγή ανισορροπίας αλλά πρόσβαση στην κρυμμένη αιθρία του κόσμου, παρακαμπτήριος προς τα εκεί απ’ όπου τα γεγονότα φωτίζονται έτσι ώστε σημαντικό να είναι το φως κι όχι αυτά τα ίδια. Κατάλαβα ακόμη ότι οι λογικές κατασκευές, συγκροτημένες σαν αυτοσκοποί, συμβάλλουν στην απόσπαση της προσοχής του ανθρώπου από την ιερότητα του θανάτου.


Η νοσταλγία εκείνης της παρέας, στην οποία συμμετείχαν ο Κωστής Παπαγιώργης και ο Λάγιος, είναι για μένα, σήμερα, κάτι το αναπότρεπτο. Είμαι θερμός φίλος της νοσταλγίας και υπηρέτης της. Τώρα, οι πάντες τη συκοφαντούν, τη φτύνουν και αηδιάζουν, επειδή πρέπει, λέει, απαραιτήτως, να προσβλέπεις ανυπόμονα στο μέλλον, αλλιώς θα σε χαρακτηρίσουν ηλίθιο. Με τον Χρήστο υπήρξαμε συνέταιροι στη νοσταλγία της δεκαετίας του ’60. Έρχομαι λοιπόν να σας διαβεβαιώσω ότι η νοσταλγία μας δεν ήταν φόβος για το παρόν –απεναντίας! Ο Βακαλόπουλος με δίδαξε ότι η αναπόληση αυτή ήταν αναπόληση μιας κοσμοσυρροής, όπου ο άνθρωπος αιχμαλωτιζόταν από τα πρόσωπα εκεί όπου η συγκίνηση είχε αποδειχτεί η ισχυρότερη πολιτική στάση. Μου μετέδωσε, για να το πω διαφορετικά, την πεποίθηση ότι το παιγνίδι στη γειτονιά ήταν κάτι εφάμιλλο της ανάγνωσης των αστερισμών κι ότι τα θερινά σινεμά δεν κοσμούσαν απλώς κάποια πτυχή της μικροαστικής γραφικότητας, όπως πίστεψαν όλοι εκ των υστέρων, αλλά σημάδευαν μιαν αληθινή πολιτιστική επανάσταση.


Με το θάνατο του Χρήστου, η παρέα εκείνη που κυκλοφορούσε στους πρόποδες του λόφου του Στρέφη διαλύθηκε μαζί με τις αναθυμιάσεις του αλκοόλ. Ο Λάγιος γύρισε στα ποιήματά του, ο Παπαγιώργης σε κάτι που έμοιαζε με τις παλιές οικογένειες, εγώ αποσύρθηκα στο σπίτι μου. Από χωριστές θέσεις, εξακολουθούμε να τρέφουμε για τον Χρήστο Βακαλόπουλο τα ίδια ακριβώς συναισθήματα. Όμως καθόλου δεν ξέρουμε τι γνώμη έχει εκείνος για μας, μετά το θάνατό του. Αυτή η αμφιβολία μας κρατάει σε εγρήγορση.


                                                                                     του Ευγένιου Αρανίτση (από εδώ)


(Aπό το βιβλίο «Ο Χρήστος Βακαλόπουλος», εκδόσεις Αιγαίον, Λευκωσία 2012. Επετειακή έκδοση για τα 20 χρόνια από το θάνατο του Χρήστου Βακαλόπουλου –επιμέλεια Φώτης Μπατσίλας)