29/8/13

Βασίλης Καραποστόλης



Ένα μικρό απόσπασμα από μια συζήτηση του Βασίλη Καραποστόλη με τον Δ. Κουμάνταρο (Ελευθεροτυπία, 23 Μαρτίου 1990), έτσι όπως παρατίθεται στο βιβλίο του πρώτου Προς το παρόν, Κείμενα για τα σύγχρονα ήθη, εκδόσεις Πλέθρον.


Δ.Κ.: Γενικότερα, ποια θεωρείται ότι είναι η επίπτωση συνθηκών ζωής, στη μεγαλούπολη, πάνω στον ψυχισμό; Κι ακόμη στην έλλειψη ή τη δυσκολία επικοινωνίας;


Β.Κ.: Τα δύο αυτά συνδέονται. Η ψυχική φθορά και η φθορά της επικοινωνίας είναι όψεις του ίδιου φαινομένου. Μπορούμε να το ονομάσουμε έλλειψη διαθεσιμότητας. Σημαντική είναι εδώ η επίδραση των αποστάσεων. Το πρόβλημα που γεννούν οι μεγάλες αποστάσεις δεν είναι απλά χωροταξικό, ανθρωπογεωγραφικό ή ψυχολογικό, αλλά βαθύτερα πολιτισμικό και ηθικό. Απομακρυσμένοι μεταξύ τους, κλεισμένοι στα σπίτια και καθισμένοι μπροστά στην τηλεόραση οι άνθρωποι αρκούνται να φαντάζονται τους άλλους· πλέκουν εικασίες στο μυαλό τους ακόμη και για τους πιο οικείους. Κι όσο περισσότερο η εικασία αναμεμιγμένη με επιφύλαξη παίρνει τη θέση της εμπειρίας, τόσο περισσότερος ο δισταγμός για πραγματικές συναντήσεις. Κάθε συνάντηση είναι μια προσγείωση στο σκληρό έδαφος της ετερότητας. Έτσι, αποφεύγει καθένας να διατεθεί, δηλαδή να δεχτεί να κάνει ένα βήμα προς την άλλη πλευρά. Ταυτόχρονα όμως περιμένει να έλθουν τα δώρα της επικοινωνίας, η κατανόηση, η φιλία, η αγάπη που θα διαλύσουν τη μοναξιά. Χωρίς να διακινδυνεύει ο σύγχρονος άνθρωπος θέλει να καταναλώσει αισθήματα.


Δ.Κ.: Εκλείπουν λοιπόν τα αισθήματα, αισθανόμαστε επιδερμικά;


Β.Κ.: Το ζήτημα είναι ποια είναι η θέση των αισθημάτων μέσα στον πολιτισμό, αν δηλαδή τα άτομα με τα αισθήματά τους εξυψώνονται κάπως εξυψώνοντας ταυτόχρονα και την κοινή τους ζωή. Παράδειγμα καίριο αποτελεί η φιλία. Ο Αριστοτέλης θεώρησε πως η φιλία είναι το ψυχικό θεμέλιο της κοινής ζωής. Ανάλογη άποψη είχαν αργότερα ο Κικέρων και ο Μονταίν. Δεν ήταν απαραίτητο το πάθος, η σφοδρή αφοσίωση, για να αναπτυχθούν δεσμοί φιλίας. Κάτω από την επίδραση του ρομαντισμού τα πάθη εισόρμησαν στην κοινωνία για να εναντιωθούν σ’ αυτή, για να δηλώσουν την εξέγερση ηρωικών και δυστυχισμένων ψυχών. Ο βυρωνισμός άσκησε μεγάλη επιρροή παντού –όχι μόνο στην τέχνη- που κατά καιρούς ανανεωνόταν. Ασφαλώς, δεν έλειπε η ευγένεια σ’ αυτές τις εξεγέρσεις. Στην εποχή μας όμως το κύριο πρόβλημα δεν είναι η τύχη που έχουν οι εξάρσεις, αλλά η εξάπλωση της απάθειας. Αυτό που απειλείται σήμερα είναι η ίδια η δυνατότητα να νιώθει κανείς κάτι -και ν’ αλλάζει απ’ αυτό- μπροστά σε μια γενναιόδωρη πράξη, σ’ ένα έργο τέχνης.


Δ.Κ.: Είναι γεγονός πως σήμερα τα υλικά αγαθά είναι πολύ περισσότερα, οι υλικοί όροι διαβίωσης πολύ καλύτεροι απ’ ότι παλαιότερα. Κι όμως συχνά αισθάνεται κανείς να πνίγεται σε μια κουταλιά νερό. Μήπως αυτό δεν οφείλεται στις υλικές συνθήκες, αλλά στο γεγονός ότι έχει αναπροσαρμοστεί η σκέψη, η ηθική και η εκπαίδευση στα καινούργια δεδομένα; Θέλω επίσης να σας ρωτήσω σχετικά με το ρόλο που έχει παίξει και παίζει στην αποξένωση του σύγχρονου ανθρώπου η διαιώνιση της άποψης που κυριάρχησε τους δύο τελευταίους αιώνες στην ανθρωπότητα περί «ξεπεράσματος των ορίων μας», η προσπάθεια και η ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να «γίνουμε θεοί στη θέση του Θεού». Η ψευδαίσθηση αυτή αφορούσε το θρίαμβο της τεχνολογικής επανάστασης και ακόμη την ατομική ζωή που θα μπορούσε να γνωρίζει τη χαρά, δίχως τον πόνο.


Β.Κ.: Πράγματι, από το Μεσαίωνα μέχρι σήμερα ο πολιτισμός υποχώρησε ουσιαστικά ως προς την τέχνη της συμφιλίωσης των ανθρώπων με τις αντιξοότητες. Δύσκολα σήμερα αναλαμβάνονται τα βάρη και της πιο μικρής αναποδιάς. Αλλά επίσης και τα ιδιαίτερα βάρη της ευτυχίας, οι περιπλοκές της. Ζητά κανείς τα πάντα από τους άλλους κι όταν δεν του τα δίνουν είναι υπόλογοι γι’ αυτό. Η ατομική δυσχέρεια δεν μπορεί να γίνει ανεκτή ούτε λεπτό αν δεν συνδεθεί ευθέως με κάποιους γενικούς ή ειδικούς υπαίτιους… Ένα από τα κεντρικά αιτήματα σήμερα είναι κατά τη γνώμη μου η αποτίμηση των συνεπειών της στάσης που στηρίχτηκε στο «όλα ή τίποτα». Κι αντίστοιχα, η προσπάθεια διεύρυνσης των στενών περιθωρίων ανάμεσα στην απόλυτη αξίωση και την παθητική παραίτηση. Οι έννοιες της «επίθεσης» και της «κατάκτησης» που καθόρισαν την πορεία του νεώτερου δυτικού πολιτισμού χρεωκόπησαν. Αντίθετα, αποκτούν νέο νόημα οι αντιστάσεις απέναντι στις διάφορες μορφές του καταστροφικού παραλογισμού. Προϋπόθεση βέβαια για να έχουν οι αντιστάσεις αυτές μια ευρύτερη κοινωνική και πολιτική προοπτική είναι να μπορούν οι άνθρωποι να μιλούν, να τολμούν να μιλούν, να ανταλλάσσουν τις εμπειρίες τους. Δεν βρισκόμαστε ασφαλώς στην εποχή του Πλουτάρχου που πίστευε ότι οι άνθρωποι συζητώντας δημοσίως και δια της «συνερανιζόμενης πείρας» διορθώνουν τα ελαττώματά τους και αντιμετωπίζουν καλύτερα τις δυσκολίες. Στις μέρες μας, η απομόνωση είναι μια πραγματικότητα αδιαμφισβήτητη. Αλλά ακριβώς επειδή είναι πραγματικότητα, είναι αναγκαία η αντιμετώπισή της. Αλλιώς, θα είναι πλήρης η υποταγή σ’ εκείνους που μπορούν να μιλούν στο όνομα όλων.

25/8/13

Η εταιρεία και ο στρατώνας - του Ηρακλή Δ. Λογοθέτη




Στις πιο δυσοίωνες προβλέψεις του Κώστα Παπαϊωάννου, οι δυτικές κοινωνίες θα καταλήξουν να επιλέξουν ως πρότυπο για την οργάνωσή τους την εμπορική εταιρεία ή τον στρατώνα. Σήμερα οι προβλέψεις αυτές έχουν ξεπεραστεί, καθώς οι ευρωπαϊκές χώρες εξωθούνται σε ένα μεικτό καθεστώς και των δύο προτύπων μαζί: οι άνθρωποι καλούνται να ζήσουν και να πεθάνουν μέσα στην περίμετρο μιας στρατωνισμένης εταιρείας. Ίσως μάλιστα η ελληνική κοινωνία να έχει επιλεγεί ως πεδίο πειραματικής μείξης των δύο προτύπων, ώστε οι εκπρόσωποι της νέας ολιγαρχίας να καταγράψουν τον ήχο και τις αντηχήσεις του σφυριού πάνω στ’ αμόνι.
 
Προηγούμενο υπάρχει και το κοστούμι του μπορεί να είναι περασμένης μόδας, αλλά ξεσκονίζεται επιμελώς τελευταία. Μιλώ για την παλιά καλή αποικιοκρατία, οι εμπορικές βάσεις της οποίας ήταν οργανωμένες εσωτερικά με στρατιωτικό τρόπο. Αυτό το παράδειγμα, εκσυγχρονισμένο εννοείται, εμπνέει τη στάση των κυβερνητικών αξιωματούχων που αμιλλώνται σε δηλώσεις στρατοπεδικού αυταρχισμού και σε απειλές πλήρους διάλυσης του κοινωνικού κράτους, ώστε η χώρα να λειτουργήσει νέτα σκέτα σαν αγορά, με μόνο νόμο την ασυδοσία του επιχειρηματία και κυρίαρχη συναλλαγή την επίσημη τραπεζική τοκογλυφία.

 
Πράγματι η χώρα κυβερνάται τελευταία με μεθοδεύσεις που χαρακτηρίζουν καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης. Είκοσι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και τρεις επιστρατεύσεις το αποδεικνύουν πέρα από κάθε αμφιβολία: ο στρατώνας είναι ήδη εδώ! Σοφή προτεραιότητα, γιατί πρώτα πρέπει να καμφθούν οι αντιστάσεις των πολιτών στον στρατωνισμό τους και ύστερα να εγκατασταθούν οι εταιρείες που θα προκύψουν από τη λεηλασία του δημόσιου πλούτου.

 
Το πρόταγμα της νέας τάξης πραγμάτων είναι απλό: τίποτα στον πολίτη, όλα στον ιδιώτη. Τα δημόσια αγαθά στο σφυρί! Νοσοκομεία, τρένα, σχολεία και ταχυδρομεία, όλα ιδιωτικά, όλα να λειτουργούν με μοναδικό σκοπό το κέρδος για τους λίγους και την εξαθλίωση για τους πολλούς. Το ζήτημα είναι πώς θα αντιδράσουν αυτοί, οι πολλοί.

 
Εθελοτυφλούν πάντως όσοι πιστεύουν πως η αντίδραση καθορίζεται από γενικές πολιτικές πεποιθήσεις. Γιατί η ένταση και η ποιότητα της πολιτικής μας στάσης ορίζεται κυρίως από καθημερινές επιλογές: από την πρακτική αλληλεγγύη με τα πιο δοκιμαζόμενα μέλη της κοινωνίας, την αξιοπρέπεια στους εργασιακούς χώρους, από το είδος των βιβλίων που διαβάζουμε, των ταινιών που βλέπουμε, της μουσικής που ακούμε. Όποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό, είναι βαθιά νυχτωμένος.

                                                                             του Ηρακλή Δ. Λογοθέτη (από εδώ)

22/8/13

Για ένα προοδευτικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων - του Αντώνη Λιάκου



Οι πρόσφατες μαζικές απολύσεις εκπαιδευτικών και υγειονομικών, σωρευτικά με τα προηγούμενα μέτρα,  δεν αφήνουν πλέον περιθώρια για να   χρησιμοποιείται  η   λέξη  «μεταρρυθμίσεις» για την πολιτική αυτή ερείπωσης της χώρας.  Πρόκειται για πολιτική που δημιουργεί ιστορίες δυστυχίας, καθημερινά, γύρω μας. Έχουμε να κάνουμε με ερασιτέχνες της καταστροφής. Γίνεται σαφές, και στους πιο δύσπιστους, ότι πρέπει να υπάρξει μια πολιτική διεξόδου. Όχι απλώς αλλαγή πολιτικών συσχετισμών, αλλά συγκροτημένη πρόταση που θα επιτρέψει αυτή την αλλαγή.  Αλλά πώς; Ποια είναι  τα προβλήματα στη συγκρότηση  μια εναλλακτικής πρότασης;

Το πρώτο αφορά τον μετασχηματισμό της οργής, της δίκαιης οργής  απέναντι σε μια πολιτική που   εξαθλιώνει τους πολίτες και τις οικογένειές τους οικονομικά,  τους εξοστρακίζει κοινωνικά, τους εξουθενώνει ψυχολογικά. Και η απελπισία σπρώχνει στην απαξίωση όχι μιας πολιτικής έναντι της άλλης, αλλά της πολιτικής συνολικά. Η πολιτική χάνει τα λόγια της, φαίνεται σαν ένα τεράστιο ψέμα, υποκρισία, απάτη.    Όταν ολόκληρες οικογένειες μένουν χωρίς  δουλειά και πόρους, όταν  άνθρωποι συνωστίζονται στις ουρές των νοσοκομείων, όταν αγωνιούν για την κάθε μέρα, για την επιβίωση και την αξιοπρέπειά τους, τότε κινδυνεύεις να χάσεις την οποιαδήποτε επαφή μαζί τους αν δεν μιλήσεις μια γλώσσα άμεση, μια γλώσσα αποκατάστασης. Δεν πρόκειται για λαϊκισμό. Η αποκατάσταση των αδικιών συνδέεται   με το περί δικαίου αίσθημα    χωρίς το οποίο δεν   υπάρχει   κοινωνική  εμπιστοσύνη, δηλαδή ο  δεσμός μιας συγκροτημένης και νομοκρατούμενης πολιτείας. Απέναντι στην αποκατάσταση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών πρωτεύει η αποκατάσταση της κοινωνικής αδικίας. Κι αν δεν υιοθετήσει κανείς μια πολιτική αλληλεγγύης σ’ αυτούς που πληρώνουν αμαρτίες άλλων, θα τους   στείλει   στους σκοτεινούς προφήτες του νεοναζισμού.

Το  δεύτερο πρόβλημα είναι η αλληλεξάρτηση με το διεθνές περιβάλλον. Οι πολιτικές των μεταρρυθμίσεων, ακολουθούν λίγο πολύ τη γενική ροπή.  Αφενός οι επεξεργασίες και οι πιέσεις των διεθνών οργανισμών, αφετέρου το παράδειγμα των ισχυρών κρατών δημιουργούν το διεθνές πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων. Σήμερα το πάνω χέρι   έχουν οι μεταρρυθμίσεις  μιας παλινόρθωσης των λίγων και ισχυρών έναντι των πολλών, του ιδιωτικού έναντι του δημοσίου, του χρηματοπιστωτικού τομέα έναντι του παραγωγικού, των τεχνοκρατικών έναντι των δημοκρατικών λύσεων. Οι κυβερνήσεις δεν λογοδοτούν έναντι του λαού, αλλά έναντι των τραπεζών, των διεθνών οργανισμών, των επιχειρήσεων.  Αυτά συμβαίνουν στο διεθνές περιβάλλον, θεωρούνται ορθοδοξία και επιβάλλονται βαθμιαία ή βίαια, όπως στην Ελλάδα.   Πρόκειται για εξευρωπαϊσμό; Ας σκεφτούμε μόνο  ότι στη δεκαετία του ’30 στην ηπειρωτική Ευρώπη το αντίστοιχο διεθνές περιβάλλον  ωθούσε προς φασισμό και αυταρχισμό, στη δεκαετία του 60 και του 70 προς διεύρυνση του κράτους πρόνοιας, σήμερα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν πρόκειται επομένως για νομοτέλεια.  Από την άλλη μεριά όμως, ένα εναλλακτικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων δεν μπορεί να βασίζεται μόνο στην εθνική εμπειρία.

Η κρίση που διέρχεται η σημερινή Ευρώπη, με ασύμμετρες συνέπειες, είναι η πρώτη μεγάλη κρίση της καινούργιας εποχής της παγκοσμιοποίησης. Η νέα εποχή παράγει ταυτόχρονα  επιτάχυνση της παραγωγής  και εξοστρακισμό από την παραγωγή. Εκτεταμένες περιοχές του πλανήτη, και όχι μόνο η Ανατολική Ευρώπη, ζουν ανάμεσα στην ανεργία, την υποαπασχόληση και τη φτώχεια. Σκουριασμένα εργοστάσια, εγκαταλειμμένοι αγροί, πανεπιστήμια παραγωγής απασχολήσιμων, αλλά εκτός παραγωγής, νέων.  Ένας φαύλος κύκλος που αναπαράγεται. Μερικές χώρες  κατορθώνουν να επιβιώσουν χάρη στους φυσικούς ενεργειακούς πόρους που διαθέτουν ακόμη, άλλες δια μέσου του φαύλου κύκλου του δανεισμού, όχι λίγες έχουν τυλιχτεί σε αδιέξοδους εμφυλίους πολέμους υψηλής ή χαμηλής έντασης. Θα πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε ότι κινδυνεύει και η Ελλάδα να βρεθεί οριστικά σ’ αυτόν τον φαύλο κύκλο,   μεγάλα στρώματα του πληθυσμού ήδη βρίσκονται εκεί. Επομένως χρειάζονται πολιτικές ανάταξης, αλλά πολιτικές μακράς πνοής. Πώς μπορεί μια κοινωνία να ξαναμπεί στην παραγωγική τροχιά; Αυτό είναι το μείζον πρόβλημα.

Ο εθνικισμός βλάπτει σοβαρά την πολιτική. Πρέπει να σκεπτόμαστε  με όρους αλληλεξάρτησης. Η εθνική κυριαρχία   πάντοτε ήταν πορώδης αλλά σήμερα  δομές οριζόντιες, όπως λ.χ. το τραπεζικό σύστημα και η ροή του χρήματος τέμνουν εγκάρσια τις χώρες. Και όχι μόνο. Τις περισφίγγουν. Οι μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν να έχουν αύρα απομονωτισμού. Η Ελλάδα δεν έχει περιθώρια να υιοθετήσει ένα αντιδυτικό εκσυγχρονισμό τύπου Πούτιν ή Ιράν. Δεν έχει   τους πόρους,   το μέγεθος,   τη γεωγραφική θέση,   την ιστορία πίσω της για κάτι παρόμοιο.   Με την έννοια αυτή ούτε τα διλλήματα εντός ή εκτός Ευρώπης, ούτε οι αντιπαραθέσεις ανάμεσα στην γερμανική και τη Νότια Ευρώπη ανταποκρίνονται σε υπαρκτές πραγματικότητες ή δυνατότητες.  Όπως το κακό βρίσκεται εδώ, μέσα στην Ελλάδα και μέσα στην Ευρώπη, έτσι και τα στηρίγματα μιας παρόμοιας πολιτικής υπάρχουν μέσα στην Ελλάδα και μέσα στην Ευρώπη.

Μια πολιτική ανάταξης, ένα προοδευτικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων χρειάζεται να αποσαφηνίσει τον συνεκτικό ιστό των μεταρρυθμίσεων,  σε ποιο πρότυπο θα ανταποκρίνονται, πώς θα επιβιώσουν μέσα σε ένα περιβάλλον που φαίνεται να εμπνέεται  από τον αντίθετο άνεμο.  Τα σημάδια ότι το μοντέλο που εφαρμόζεται εξαντλείται, γιατί εξαντλούνται οι κοινωνίες, δεν είναι λίγα. Ο Χάμπερμας στην   ομιλία του στην Αθήνα, μίλησε για διάσπαση της δημόσιας σφαίρας, σε μια σφαίρα των κυβερνήσεων, των κοινοτικών οργάνων και των διεθνών οργανισμών και σε μια δημόσια σφαίρα των πολιτών. Σ’ αυτή την ευρωπαϊκή δημόσια  σφαίρα των πολιτών πρέπει να τοποθετηθεί η συγκρότηση ενός μεγάλου εναλλακτικού σχεδίου.   Όπως στον καιρό που μεσουρανούσαν οι φασισμοί στην Ευρώπη, έπεσε πάνω στους ώμους  του αντιφασισμού η διάσωση της ευρωπαϊκής κληρονομιάς, έτσι και τώρα, οι δυνάμεις που θα σηκώσουν το βάρος της ανάταξης της χώρας, θα πρέπει να αισθάνονται και να το εννοούν αυτό, ως οι κληρονόμοι μιας ιστορικής πορείας που βρίσκεται σε μια μεγάλη καμπή σήμερα. Επομένως χρειάζεται ένα ευρύ και περιεκτικό πλαίσιο ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων που θα αντιπαραθέσει μια ριζικά διαφορετική  κλίμακα αξιών σε αυτήν που διαπερνά τις σύγχρονες πολιτικές.

Το βάρος αυτό δεν μπορεί να το σηκώσει ο κεντροαριστερός χώρος, γιατί απλώς δεν έχει αντικείμενο και δεν διαφοροποιείται από τον κεντροδεξιό. Πρέπει να τον σηκώσει η Αριστερά, αλλά ως Αριστερά του 21ου αιώνα. Δηλαδή ως ο κληρονόμος της διεύρυνσης της δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων και της διαφορετικότητας, της  πολιτικής της αλληλεγγύης και, ακόμη, των θετικών διακρίσεων   υπέρ των αδελφών ημών των ελαχίστων. Μια παρόμοια Αριστερά δεν λογοδοτεί μόνο στα μέλη της, αλλά στο σύνολο όσων την εμπιστεύονται, και η ευθύνη της αφορά ακόμη και όσους δεν την εμπιστεύονται. Έτσι κερδίζεται η πολιτική και ηθική υπεροχή.

Το Βήμα 11.8.2013

                                                                                του Αντώνη Λιάκου (από εδώ

Η φωτογραφία είναι μια από τις πολαρόιντς του Αντρέι Ταρκόφσκι.

11/8/13

Στον μονόδρομο - προς τα που; - του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου




Εδώ που έχουµε φτάσει δεν υπάρχει ελπίδα, παρεκτός κι αν τολµήσουµε ν’ απελπιστούµε στ’ αλήθεια: να τό πάρουµε απόφαση πως βρισκόµαστε πράγµατι σε µονόδροµο· αρκεί µόνο να οπλίσουµε τή µατιά µας µε περισσότερη λογική, δηλαδή µε περισσότερο θάρρος, ώστε να δούµε πως δεν πρόκειται για τόν περιβόητο «µονόδροµο» τής υποταγής  στη µοίρα, στην ακόρεστη τυφλή και κουφή βούληση τών «αγορών», αλλά για τόν όντως µ ο ν ό δ ρ ο µ ο µιας ζωτικά αναγκαίας –πρωτίστως εσωτερικής– αναστροφής.

Ειδάλλως είµαστε χαµένοι από χέρι. Συνεχίζοντας να καταπίνουµε τό δόλωµα τής «ελπίδας» έρπουµε προς τό µοιραίο, ψυχρά υπολογισµένο και πολιτικά «κοστολογηµένο», τέλος µας. Κάθε κατάφασή µας (εκβιασµένη, κουρασµένη, υπνωτισµένη) προς αυτή τήν τζούφια ελπίδα προακυρώνει κάθε µελλοντικό ενδεχόµενο επανόρθωσης, ήτοι ανατροπής τής καθεστηκυίας αταξίας, ανοµίας και αδικίας. Αυτό που συµβαίνει σήµερα δεν είναι απλώς ο δίκην φυσικής καταστροφής θάνατος τής «οικονοµίας» αλλά ένα έγκληµα εν ψυχρώ εναντίον µας –στο οποίο εκβιαζόµαστε να συµµετάσχουµε µε τή δέουσα «πολιτική υπευθυνότητα».

Εκεί έχουµε φτάσει· και εκεί θα βαλτώσουµε για πάντα (ή όσο µπορεί να κρατήσει αυτό τό «πάντα»), εάν δεν υπάρξει η ατοµική και συλλογική εκείνη υπέρβαση που µόνο µια άξια τού ονόµατός της αριστερά θα µπορούσε να εµπνεύσει. Υπάρχει αυτή η αριστερά;

Στο σηµείο αυτό ας µάς επιτραπεί να «µιζεριάσουµε», ήγουν να κρίνουµε «εξ όνυχος τόν λέοντα» επιµένοντας σε κάποιες όχι και τόσο τυχαίες και όχι µόνο «συµβολικής» αξίας «λεπτοµέρειες». Πώς ανέχεται, λ.χ., η αριστερά τής «ρήξης και τής ανατροπής» κορυφαία στελέχη της να συναγελάζονται σε κοσµικές και «πνευµατικές» εκδηλώσεις µε τό άνθος τής εθνικής µας γκλαµουριάς «τιµώντας» «πατριαρχικές» φιγούρες τού κατεστηµένου ή να συνοµιλούν σε «γεύµατα εργασίας» µε τούς ολιγάρχες τών διαπλεκοµένων συµφερόντων;

Και τά πράγµατα γίνονται πιο απογοητευτικά όταν στα –φίλια πλην όµως δικαίως αυστηρά– ερωτήµατα που διατυπώνονται σχετικά ακούγονται απαντήσεις σαν αυτή που έδωσε ο Αλέξης Τσίπρας: «Μή φοβάστε, η συναναστροφή µας µε τόν διάβολο δεν θα µάς διαβολίσει» (ή κάπως έτσι). Απάντηση διόλου καθησυχαστική βέβαια, καθώς µέσα στην άνετη συγκαταβατικότητά της διαφαίνεται η µετάβαση τού παλαιολιθικού κοµµατοκρατικού λόγου από τό σκυθρωπό ήθος τής θεωρητικής «καθαρότητας» τού ΚΚΕ στον ελευθεριάζοντα παραγοντισµό και τή χαριτολογούσα τακτική τών δηµοσίων σχέσεων τής µεταµοντέρνας αριστεράς – αλλά ο σκληρός δογµατικός πυρήνας παραµένει πάντα ο ίδιος: «τό κόµµα ξέρει καλύτερα από σένα».

Ωστόσο η σοβαρότητα τής κατάστασης που τή ζούνε στο πετσί τους αυτοί που «δεν ξέρουν», οι «από κάτω», δεν τά σηκώνει πλέον αυτά και απαιτεί τό ξερίζωµα και τό σάρωµα κάθε παρόµοιας νοοτροπίας και συµπεριφοράς. Αλλιώς έχουµε πάλι µια από τά ίδια: αµνηστεύουµε γι’ άλλη µια φορά τόν χειρότερό µας εαυτό κρύβοντας τά ξερά µέσα στα χλωρά, κλείνουµε τό µάτι στον αντίπαλο ξεπλένοντας τό µεγάλο του έγκληµα µέσα στις δικές µας µεγάλες ή µικρές αδυναµίες, γελοιογραφούµε τή σοβαρότητα ως σοβαροφάνεια και –κατ’ αντιστροφή– βαφτίζουµε τήν αρχαία λαµογιά νεωτεριστικό πνεύµα και τήν µπαγαποντιά τού αξιακού σχετικισµού πολιτική ευστροφία.

Έτσι συνεχίζουµε να βράζουµε στο ζουµί µας, ήτοι στην αµφίθυµη νεοελληνική «δυσφορία» που εκφυλίζεται είτε σε νοσταλγία τής παραδείσιας πασοκικής «καλοπέρασης» είτε σε προσδοκία τής νεοδηµοκρατικής «ανάπτυξης» τών τρωκτικών συµφερόντων που ροκανίζουν τήν Ελλάδα.

Απ’ αυτή τήν ισόπαλη αµφιθυµία, απ’ αυτό τόν ισοψηφούντα «δικοµµατισµό» απορρέει η έσχατη µορφή πνευµατικής έκπτωσης, ο υπαρκτός εκείνος µηδενισµός που δεν εκφράζεται µόνο στον «εθνολαϊκισµό» τών «ηλιθίων» µαζών αλλά και στην προϊούσα αποκολοκύνθωση τής πολιτικής ελίτ, η οποία από τή µία µεριά περιφέρει ως άλλη µπερλίνα ένα αµφιλεγόµενο νοµοσχέδιο ορθοπολιτικού µιντιακού «αντιρατσισµού» (αµφιβόλου µάλιστα χρησιµότητας καθώς οι ρατσιστές ξεσαλώνουν καθηµερινά, ουδόλως ενοχλούµενοι από τούς ήδη υπάρχοντες, επαρκώς αυστηρούς αλλά σκανδαλωδώς υπνώττοντες, σχετικούς νόµους), από τήν άλλη µεριά, η ίδια αυτή ελίτ, κανακεύει τούς νεοναζιστές πλέκοντάς τους ένα προστατευτικό κουκούλι υποκριτικής θεσµολαγνείας: «Τί να κάνουµε; Τούς έχει ψηφίσει ένα εκατοµµύριο Έλληνες!».

Σ’ αυτούς τούς ντροπαλούς εραστές τού πολιτικού τραµπουκισµού, σ’ αυτούς τούς ακραιφνείς «δηµοκράτες» που ψηφίζουν προθυµότατα νόµους που ποινικοποιούν τόν ρατσιστικό λ ό γ ο αλλά εµφανίζονται µάλλον απρόθυµοι να καταστείλουν τήν καθηµερινή ρατσιστική πρακτική θα θέλαµε να επαναλάβουµε ότι εάν όντως οι κανόνες τής δηµοκρατίας επιτρέπουν να µπαίνουν στο «ναό» της οι µαχαιροβγάλτες, τότε αυτή η «δηµοκρατία» είναι καταδικασµένη –και είναι άξια τής µοίρας της.

                                                                            του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου

* Από τό περιοδικό «Σηµειώσεις» – τ. 77, Ιούνιος 2013 (από εδώ)