31/12/12

Δύσκολες επιλογές - του Νικόλα Σεβαστάκη




Τελικά η μεγάλη καταστροφή δεν ήλθε. Ο κόσμος μας συνεχίζει να υπάρχει, φιλοξενώντας και την τρέλα όλων εκείνων που στοιχηματίζουν στη θεαματική κατάρρευσή του. Οι πιστοί της συντέλειας θα συνεχίσουν ασφαλώς να ψάχνουν κάθε λογής σημάδια για μια άλλη ημερομηνία-μηδέν, αδιαφορώντας για τις εξηγήσεις των επιστημόνων και τη θυμηδία που προκαλούν στους περισσότερους οι προφητείες της «Αποκάλυψης».

Ας έλθουμε όμως στη δική μας μικρή κλίμακα όπου καλούμαστε να σκεφτούμε όχι κάποια ουρανόπεμπτη συντέλεια, αλλά τις καταστροφές που είναι στο χέρι μας να τις αποτρέψουμε. Υποθέτω ότι αυτό που αποκαλούμε ακόμα πολιτική αποκτά νόημα στην αναμέτρηση με τα μικρά ή μεγαλύτερα κοινωνικά δεινά. Το βασικό της θέμα είναι η δικαιοσύνη, οι κανόνες, οι πρακτικές και τα εγχειρήματα που μπορεί να κάνουν αυτή την κοινωνία λιγότερο ταξική και σκληρή. Γι' αυτό και η πολιτική δεν μπορεί να επιζήσει για πολύ ως τεχνική απόκρυψης των πραγματικών δεινών. Και πολιτική δεν μπορεί πλέον να υπάρξει γραπωμένη από τον μύθο της επαναστατικής «συντέλειας» του καπιταλισμού, συντριβή η οποία υποτίθεται ότι θα δώσει οριστική λύση σε όλα μας τα προβλήματα.

Μια δημιουργική Αριστερά καλείται από τις καταστάσεις να δείξει έναν διαφορετικό δρόμο, πέρα από τη μυθολογία της «οριστικής λύσης» και τα τεχνητά νέφη αισιοδοξίας στα οποία καταφεύγουν οι κυβερνητικοί και οι σύμμαχοί τους. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι, στην καρδιά της κρίσης, η επινόηση μιας ξεχωριστής ταυτότητας δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Και οι λόγοι είναι πολλοί: τα εξαιρετικά επείγοντα εμποδίζουν τους όποιους σχεδιασμούς, ενώ η αβεβαιότητα των εθνικών και διεθνών συσχετισμών υπονομεύει τις φιλόδοξες στοχεύσεις. Κάθε σχολείο χιλιομπαλωμένο, κάθε δημόσια υπηρεσία υπό διάλυση, κάθε ετοιμόρροπη δομή πρόνοιας υποβάλλουν τα δικά τους πρακτικά και αμείλικτα ερωτήματα στην πολιτική. Όχι μόνο στη δεξιά, αλλά και στην αριστερή πολιτική. Με τέτοιες ωστόσο «βλάβες» στον ιστό του καθημερινού βίου θα έχουμε να πορευτούμε τα επόμενα χρόνια. Χωρίς τη θαλπωρή του ψευδοαναπτυξιακού παραδείγματος των χρόνων προ της κρίσης. Με νεκρωμένο το προηγούμενο «συμβόλαιο» κράτους-κοινωνίας και απέναντι στη σημερινή λογική των νεοφιλελεύθερων κατεδαφίσεων που αδιαφορούν για κάθε είδους συμβόλαιο. Ανάμεσα στην αναξιοπιστία του παλιού και σε έναν «μεταρρυθμισμό» ο οποίος οργανώνει μέσα από τη χρήση ευφημισμών μια αντιδημοκρατική νέα Μεταπολίτευση.

Έτσι, η αντιμετώπιση των υλικών δυσχερειών και η ανασυγκρότηση σε αξίες και πολιτισμικά πρότυπα συνιστούν τις δυο πλευρές της ίδιας δύσκολης και αναγκαίας επιλογής. Δυο πλευρές που εννοείται ότι γεννούν αντιφάσεις και συγκρούσεις προτεραιοτήτων.

Πώς να συνθέσεις μέσα στο χάος; Αυτό είναι εν τέλει το μεγάλο ερώτημα των ερχόμενων μηνών και χρόνων. Και μάλλον είμαστε ακόμα, ατομικά και συλλογικά, απροετοίμαστοι να το αντιμετωπίσουμε.

                                                       ένα κείμενο του Νικόλα Σεβαστάκη (από εδώ)

25/12/12

Στο βασίλειο της κατανάλωσης και της λιτότητας και πως να ξεφύγουμε από αυτό - του Ιμάνουελ Βαλερστάιν




Το buen vivir των Λατινοαμερικάνων


Παντού, σε όλο τον κόσμο,  η πολιτική της λιτότητας είναι πρώτη πρώτη  στην ατζέντα. Για την ακρίβεια, φαίνεται ότι, προς το παρόν, υπάρχουν μερικές εξαιρέσεις: η Κίνα, η Βραζιλία, οι χώρες του Κόλπου, ίσως και κάποιες ακόμα. Αλλά αποτελούν εξαιρέσεις στην πολιτική της λιτότητας που διαπερνά σήμερα πέρα ως πέρα το παγκόσμιο σύστημα. Εν μέρει, η πολιτική αυτή είναι εντελώς κατασκευασμένη. Και εν μέρει αντανακλά ένα πραγματικό οικονομικό πρόβλημα. Πώς έχει το πράγμα;

Από τη μια, η απίστευτη σπατάλη του καπιταλιστικού συστήματος έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου το παγκόσμιο σύστημα απειλείται από την αδυναμία του να διατηρήσει συνολικά την κατανάλωση  στο σημερινό επίπεδο — ιδίως  αν σκεφτούμε ότι το απόλυτο επίπεδο κατανάλωσης αυξάνεται συνεχώς. Εξαντλούμε βασικούς πόρους για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους, δεδομένου ότι ο καταναλωτισμός αποτέλεσε τη βάση των παραγωγικών και κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων μας.

Από την άλλη, γνωρίζουμε ότι η παγκόσμια κατανάλωση ήταν εξαιρετικά άνιση, τόσο μεταξύ των χωρών όσο και στο εσωτερικό των χωρών. Επιπλέον,  σήμερα, το χάσμα μεταξύ των ευνοημένων και των χαμένων μεγαλώνει διαρκώς, πράγμα που συνιστά τη βασική πόλωση του παγκόσμιου συστήματός, όχι μόνο από οικονομική αλλά και από πολιτική και πολιτισμική άποψη.

Κι αυτό δεν είναι πια μυστικό για τους κατοίκους τούτου του πλανήτη.


Η κλιματική αλλαγή και οι συνέπειές της,  οι ελλείψεις τροφίμων και νερού και οι συνέπειές τους είναι ορατές σε ολοένα και περισσότερους ανθρώπους, πολλοί από τους οποίους έχουν αρχίσει να ζητούν μια αλλαγή στις πολιτισμικές αξίες: να ξεφύγουμε από τον καταναλωτισμό.
 
Οι πολιτικές συνέπειες της κατάστασης δημιουργούν σοβαρή ανησυχία σε ορισμένους από τους μεγαλύτερους καπιταλιστές, οι οποίοι συνειδητοποιούν ότι πλέον αμφισβητείται σοβαρά η πολιτική ισχύς και θέση τους, και, ως εκ τούτου, δεν θα μπορούν πλέον να διαχειρίζονται τους πόρους και τα κονδύλια. Η εφαρμοζόμενη πολιτική της λιτότητας αποτελεί μια έσχατη προσπάθεια  να συγκρατηθεί η παλίρροια που προξενεί η διαρθρωτική κρίση του παγκόσμιου συστήματος.

Η λιτότητα επιβάλλεται  σήμερα εις βάρος των οικονομικά ασθενέστερων, σε όλο τον πλανήτη. Οι κυβερνήσεις προσπαθούν να σώσουν τον εαυτό τους από την προοπτική της πτώχευσης και να προστατεύσουν τις μεγα-εταιρείες (κυρίως, αλλά όχι μόνο, τις μεγα-τράπεζες) από το τίμημα που πρέπει να καταβάλουν  (απώλεια εσόδων) για τις βλακώδεις αποφάσεις και τις αυτοκτονικές επιλογές τους. Και προσπαθούν να το κάνουν, κατ’ ουσίαν, συρρικνώνοντας (αν όχι  εξαλείφοντας πλήρως) το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας, το οποίο φτιάχτηκε, στη διάρκεια των χρόνων, για να προστατεύσει όσους μένουν άνεργοι, αρρωσταίνουν, τους κατάσχουν  το σπίτι ή αντιμετωπίζουν κάποιο άλλο από τα προβλήματα που πλήττουν σταθερά τους ανθρώπους και τις οικογένειές τους.

Εκείνοι που επιδιώκουν βραχυπρόθεσμα οφέλη συνεχίζουν να παίζουν στο χρηματιστήριο, διαπραγματευόμενοι συνεχώς και γρήγορα. Αλλά αυτό είναι ένα παιχνίδι που εξαρτάται διαρκώς από την ικανότητά τους να βρίσκουν αγοραστές για τα προϊόντα που πουλάν. Και  η πραγματική ζήτηση μειώνεται διαρκώς, τόσο εξαιτίας των περικοπών στο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας όσο και του μαζικού φόβου ότι θα ακολουθήσουν ακόμα μεγαλύτερες περικοπές.

Οι υπέρμαχοι της λιτότητας  μας διαβεβαιώνουν, κάθε τόσο, ότι μόλις περάσαμε τον κάβο ή εν πάση περιπτώσει τον περνάμε όπου να ’ναι, και ότι εισερχόμαστε σε μια νέα εποχή γενικής ευημερίας. Βέβαια, καθώς δεν έχουμε διαβεί αυτό το μυθικό σημείο, οι υποσχέσεις για τη νέα ευημερία γίνονται  ολοένα και πιο συγκρατημένες και μετατίθενται διαρκώς σε ένα ολοένα πιο μακρινό μέλλον.

Υπάρχουν, ακόμα, εκείνοι που πιστεύουν στη δυνατότητα μιας σοσιαλδημοκρατικής λύσης: αντί να καταφεύγουμε στη λιτότητα, πρέπει να αυξήσουμε τις κρατικές δαπάνες και να φορολογήσουμε τους πλούσιους. Ακόμα κι αν αυτό καταστεί εφικτό πολιτικά, θα μας μπορέσει να μας δώσει τη μαγική λύση; Οι υπέρμαχοι της λιτότητας αντιτείνουν ένα εύλογο επιχείρημα: Δεν υπάρχουν αρκετοί πόροι στον πλανήτη για να διατηρηθεί το επίπεδο της κατανάλωσης που επιθυμεί ο καθένας, καθώς όλο και περισσότερα άτομα διεκδικούν να έχουν υψηλό επίπεδο κατανάλωσης.

Σ’ αυτό το σημείο, ας δούμε τις εξαιρέσεις για τις οποίες μίλησα στην αρχή. Δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με γεωγραφική μετατόπιση, αλλά με αύξηση των ατόμων που ανήκουν στο επίπεδο της υψηλής κατανάλωσης. Οι χώρες που συνιστούν «εξαιρέσεις», λοιπόν, δεν λύνουν τα οικονομικά διλήμματα, αλλά τα εντείνουν.  Και υπάρχουν δύο μόνο δρόμοι που μπορούμε να ακολουθήσουμε, αν θέλουμε να ξεφύγουμε από το πραγματικό δίλημμα που θέτει αυτή η  διαρθρωτική κρίση.  Ο ένας είναι να δημιουργηθεί  ένα μη καπιταλιστικό αυταρχικό παγκόσμιο σύστημα που θα χρησιμοποιεί τη βία και την χειραγώγηση, αντί την «αγορά», για να ρυθμίσει και να αυξήσει τον άνισο παγκόσμιο καταμερισμό της  κατανάλωσης βασικών ειδών. Ο  άλλος είναι να αλλάξουμε τις  πολιτισμικές αξίες μας.

Προκειμένου να επιτευχθεί ένα –έστω εν μέρει– δημοκρατικό και εξισωτικό σύστημα, στο οποίο θα ζούμε, δεν χρειαζόμαστε «ανάπτυξη», αλλά αυτό που στη Λατινική Αμερική ονομάζoυν buen vivir.  Αυτό συνεπάγεται το ξεκίνημα μιας διαρκούς ορθολογικής συζήτησης με αντικείμενο πώς όλος ο πλανήτης μπορεί να κατανέμει τους πόρους του πλανήτη, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι δεν είμαστε οι μόνοι που πρέπει να επιβιώσουν, αλλά πρέπει να εξασφαλίσουμε αυτή τη δυνατότητα και για τις μελλοντικές γενιές.

Για ορισμένα τμήματα των πληθυσμών του πλανήτη, αυτό σημαίνει ότι τα παιδιά τους θα «καταναλώνουν» λιγότερο· για  άλλους,  ότι θα «καταναλώνουν» περισσότερο. Αλλά, σε ένα τέτοιο σύστημα, θα διαθέτουμε όλοι το  «δίχτυ ασφαλείας» για μια ζωή εξασφαλισμένη χάρη στην κοινωνική αλληλεγγύη που το σύστημα θα καθιστά δυνατή.

Τα επόμενα 20-40 χρόνια θα παρακολουθήσουμε μια τεράστια πολιτική μάχη, όχι για την επιβίωση του καπιταλισμού (ο οποίος έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές του ως σύστημα), αλλά για το τι είδους σύστημα θα «επιλέξουμε» συλλογικά να τον αντικαταστήσει: ένα αυταρχικό μοντέλο που θα επιβάλλει τη συνέχιση (και ένταση) της πόλωσης ή ένα μοντέλο περισσότερο δημοκρατικό και ίσο.

                                                     ένα κείμενο του Ιμάνουελ Βαλερστάιν (από εδώ)
                                                                     μετάφραση: Πεδάνιος Αναζαρβέας


To άρθρο δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του I. Walerstein, http://www.iwallerstein.com,
στις 15.12.2012, με τίτλο «AusterityAt what cost

24/12/12

Παγκόσμια κρίση - του Σωτήρη Δημητρίου




Καθεστώς εξαίρεσης ή προοίμιο ανατροπής;

ΑΘΗΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Η κρίση ως "κατάσταση έκτακτης ανάγκης",
εκδόσεις Σαββάλας


   Το βιβλίο εξετάζει τη σχέση της οικονομικής κρίσης με την κατάσταση έκτακτης ανάγκης ή εξαίρεσης που θίγεται πρόσφατα από πολλούς. Αναλύοντας τις διαστάσεις του καθεστώτος εξαίρεσης, ξεκινά από το πολύ σημαντικό ζήτημα της συναίνεσης. Συμφωνεί με τον M. Foucault, ότι στη βιομηχανική κοινωνία το άτομο συναινεί στην εξουσία όχι κάτω από την πίεση της φυσικής βίας αλλά διαμέσου της εσωτερικής πειθαρχίας και της ψυχολογικής πίεσης. Μέσα από την παιδεία και την αυστηρή κοινωνικοποίηση –που είναι χαλαρές στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες- υιοθετεί και σωματοποιεί τον κυρίαρχο λόγο και τον αναπαράγει σαν δικό του, εσωτερικό λόγο. Χάρη στη συναίνεση, αποδεχόμαστε την κοινωνική πραγματικότητα άκριτα, σαν φυσική και ιδανική, χωρίς δικαίωμα αμφισβήτησης, με αποτέλεσμα να υποτάσσουμε το ηθικό και το πολιτικό στο οικονομικό, να υποθηκεύουμε την αξιοπρέπειά στους νόμους της αγοράς και να μετρούμε όλες τις αξίες με βάση τις αρχές του ήσσονος έργου και του βέλτιστου χρηματικού κέρδους. Στην περίοδο της σημερινής κρίσης, η συναίνεση φθάνει στα ακραία όρια. Μας κάνει να υποτάσσουμε το σώμα στην αυτοθυσία, να υφιστάμεθα τη λιτότητα, δηλαδή την άρνηση της ζωής, σαν λύση για τη ζωή, να αισθανόμαστε συνυπεύθυνοι και να τη βιώνουμε καρτερικά αναμένοντας, ως δευτέρα παρουσία, την «ανάπτυξη». Ή, ακόμα, να θεωρούμε την κρίση σαν ευκαιρία αόριστου κέρδους. Οι νέες αρχές του κυρίαρχου λόγου, τον οποίο εσωτερικεύει η συναίνεση, είναι οι παλαιές αξίες, πατρίδα-οικογένεια-θρησκεία, καθώς επίσης ο βιολογισμός, η έξαρση των κοινωνικών διακρίσεων (ρατσισμός, ανδροκρατία) και η ανοχή στη βία. Το καθεστώς εξαίρεσης, συνεχίζει η Αθανασίου, παρουσιάζει την κρίση σαν φυσικό γεγονός, συγκαλύπτοντας τις κοινωνικές αιτίες που την προκάλεσαν και, συνεπώς, αποκλείοντας τη δυνατότητα αναίρεσής της με κοινωνικά μέτρα. Αναζητά τη λύτρωση στο «νηστεία και προσευχή». Με άλλα λόγια, στη λιτότητα των φτωχών και στην επίκληση προς το υπερβατικό: «με τη βοήθεια του Θεού», «να βάλουμε πλάτες», «οι Έλληνες μπορούν». Κάθε αντίρρηση σ’ αυτά, καθώς και στην πολιτική της λιτότητας, ονομάζεται λαϊκισμός και είναι απαγορεύσιμη. Ο βιολογισμός παρουσιάζει εξίσου μεγάλη διάδοση, αποσκοπώντας να αποσιωπηθούν οι κοινωνικές αιτίες. Σε προέκταση των παλαιότερων μορφών του -κοινωνικός δαρβινισμός, ευγονική κ.ά.- ανανεώθηκε στις αρχές της οικονομικής ύφεσης με τη μοριακή βιολογία, για να υποστηρίξει ότι οι συμπεριφορές μας και η μοίρα μας προσδιορίζονται από το DNA. Εκφέρεται με έξαρση του ρατσισμού και του πατριωτισμού, καθώς και με σλόγκαν του τύπου «η Ελλάδα στο γύψο».
      Η κατάσταση εξαίρεσης μεταλλάσσεται σε απολυταρχία διαμέσου της «ανασφάλειας», η οποία ορίζει ποια άτομα είναι βιώσιμα. Αποκτά το προνόμιο της εγκατάλειψης στο θάνατο όσων δεν είναι βιώσιμοι – συνταξιούχοι, ανάπηροι κ.ά. Στο σημείο αυτό, όμως, η Αθανασίου παρατηρεί ότι το ίδιο προνόμιο το εφαρμόζει και η νεωτερικότητα, παρά τις επαγγελίες της για «μεγιστοποίηση της ζωής» (σελ. 70). Και επαναφέρει το επιχείρημα που διατυπώθηκε από πολλούς, ότι η αποικιοκρατία, «η απο-απανθρωποίηση και η εξόντωση των «άλλων», αποτελούν ιδρυτικά και συστατικά χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας» (σελ. 73). Συνεπώς, η κρίση και η συνδεμένη μαζί της βιοπολιτική δεν αποτελούν κατάσταση εξαίρεσης που, αν ξεπεραστεί, θα επιστρέψουμε στον αρμονικό κόσμο της νεωτερικότητας. Διευκρινίζοντας το ζήτημα που θίγει η Αθανασίου, επισημαίνουμε ότι πρέπει:
    -Πρώτον, να διαχωρίσουμε τον κυρίαρχο λόγο για την πραγματικότητα από την ίδια την πραγματικότητα. Kατά τον κυρίαρχο λόγο, η νεωτερικότητα έχει θεσπίσει ένα ιδανικό σύστημα δικαίου, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ (Banton 1997:52) και έχει γενικεύσει, με ψήφισμα του ΟΗΕ το 1948, την ισχύ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εντούτοις, ομολογείται ότι «έχει αποδειχθεί η αποτυχία της παγκόσμιας κοινωνίας να αποτρέψει κατάφωρες μορφές κοινωνικής διάκρισης σε πολλές χώρες όπου υπάρχει σύγκρουση μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων» (ibid, 93). Όσο για τις ΗΠΑ, παρά το εξελιγμένο νομικό τους σύστημα, «επέλεξαν ξεκάθαρα την εγκληματικότητα της εξαθλίωσης ως συμπλήρωμα στη γενίκευση της εργασιακής και κοινωνικής ανασφάλειας” (Wacquant, 2001:201).
  -Δεύτερον, να μην αντικρίζουμε την κοινωνία ως ομοιογενή και αρμονική, συγκαλύπτοντας τις εσωτερικές αντιθέσεις. Υπάρχει, σήμερα, χώρα χωρίς ανισότητα των κοινωνικών στρωμάτων; Ο κυρίαρχος λόγος της νεωτερικότητας επαγγέλλεται την ελευθερία-ισότητα-αλληλεγγύη, την κοινωνική δικαιοσύνη και τον εκδημοκρατισμό της γνώσης. Φυσικά, είναι αρκετοί εκείνοι που τα απολαμβάνουν. Αλλά ποιοι είναι αυτοί; Αρχικά, πολίτες της αστικής δημοκρατίας, με δικαίωμα ψήφου και ισότητας στο νόμο, ήταν οι άνδρες που είχαν ιδιοκτησία και ανήκαν στη λευκή φυλή. Στην πατρίδα της δημοκρατίας, τη Γαλλία, οι γυναίκες απέκτησαν ψήφο μόλις το 1945. Αντίθετα προς τις άλλες κοινωνίες που διέθεταν μηχανισμούς διάσωσης των μελών τους από την πείνα, η κοινωνία της νεωτερικότητας παρουσιάζει ελαττωματική ομοιοστασία. Δεν διασώζει τους εξαθλιωμένους. Η βιομηχανική επανάσταση συνοδεύτηκε στην Αγγλία με την εντυπωσιακή αύξηση του πληθυσμού κατά 70% στο διάστημα 1750-1800, με άνοδο του επιπέδου ζωής των αστών και με μεγάλες κατακτήσεις της επιστήμης. Συνοδεύτηκε όμως και με καταπίεση, παιδική εργασία, παράγκες και εξαθλίωση μαζών, που δεν καταγράφηκαν (Childe 1957:18), όπως δεν καταγράφηκαν και οι συνθήκες ζωής των δούλων της αρχαίας Αθήνας. Άλλο ένα χαρακτηριστικό του αστικού κράτους είναι ότι παραβιάζει τους νόμους που αυτό το ίδιο θεσπίζει. Είναι κοινός τόπος ότι η Χάρτα του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα μετατράπηκε σε βιτρίνα. Κάτω από την αιγίδα του ΟΗΕ εξοντώθηκαν 800.000 άτομα στη Ρουάντα Ουρούντι και 3.000.000 στο ανατολικό Ζαΐρ. Είναι γνωστό ότι η άνοδος της νεωτερικότητας σφραγίστηκε με την αποικιοκρατία, με τον αφανισμό εκατομμυρίων μαύρων κατά τη μεταφορά τους στην Αμερική, την εξόντωση του 95% του πληθυσμού των Ινδιάνων (Gilmore 2009:129), την εκατόμβη 160 εκατομμυρίων μόνο τον 20ό αιώνα (Brie 2009:57) κ.ά. Δεν αγνοούμε ότι, μέσα από τις έντονες αντιφάσεις της ανάμεσα στις επαγγελίες της και στην πρακτική της, η νεωτερικότητα άνοιξε το δρόμο για την «επί γης σωτηρία» των «πτωχών τω πνεύματι και τω χρήματι». Μετατρέποντας τη δομή της εξουσίας από την κυριαρχία ενός ηγεμονικού οίκου στην κυριαρχία μιας ολόκληρης τάξης, αναγκάστηκε, μετά από σκληρούς αγώνες των υπαλλήλων τάξεων, να δεχτεί τη συγκρότηση του κοινωνικού κράτους. Αφότου, όμως, το 1971, ξεκίνησε η χρονία κρίση και το βιομηχανικό μοντέλο, έφθασε στην εξάντληση των ορίων του, στα 2008, η νεωτερικότητα στράφηκε στην κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής ασφάλειας. Με άλλα λόγια, γενίκευσε το καθεστώς εξαίρεσης από τις αποικίες στις μητροπόλεις. 
   Το βιβλίο της Αθανασίου συμβάλλει να κατανοήσουμε ότι, εφόσον το καθεστώς εξαίρεσης αποτελεί συστατικό της νεωτερικότητας και η γενίκευσή του οφείλεται στην αποδόμηση του βιομηχανικού μοντέλου που τη θεμελιώνει, είναι αδιανόητη η διάσωση με επιστροφή στη νεωτερικότητα διαμέσου μεταρρυθμίσεων. Συνεπώς, μοναδική ιστορική έξοδος είναι η ανατροπή.



                   Ένα κείμενο του Σωτήρη Δημητρίου (ανθρωπολόγου) από εδώ 

21/12/12

Για τη Βίλλα Αμαλίας




Σήμερα 20-12-2012 η αστυνομία εισέβαλε στη Βίλλα Αμαλίας. Με πρόσχημα μια καταγγελία για διακίνηση ναρκωτικών, παρουσία εισαγγελέα, έγινε έρευνα. Τα ευρήματα ήταν αστεία. Παρ΄όλα  αυτά ο Δένδιας δηλώνει πως από αυτά αποδεικνύεται ότι η Βίλλα υπήρξε κέντρο ανομίας για 22 χρόνια και επιτέλους ο νόμος, με τη «γενναία πολιτική βούληση» του Σαμαρά, αποκαθίσταται.

Με ποια λογική ακροβασία μπορούν άδεια μπουκάλια μπύρας να χαρακτηριστούν «υλικά κατασκευής μολότοφ»; Σ’ ένα χώρο που  λειτουργεί συναυλιάδικο και καφενείο είναι παράλογο να υπάρχει μεγάλος αριθμός άδειων μπουκαλιών μπύρας; Τι θα πει «εύφλεκτο υλικό»;  Μήπως μιλάνε για τα υγρά καθαρισμού της τυπογραφικής μηχανής  που λειτουργεί στη κατάληψη;  Να μιλήσουμε για τις αντιασφυξιογόνες μάσκες, που κάθε διαδηλωτής που σέβεται την υγεία του, οφείλει να διαθέτει. Να πούμε για τα στοιχειώδη μέσα αυτοπροστασίας (δυναμιτάκια , σφεντόνες  κτλ) σ’ ένα χώρο που έχει επανειλημμένα δεχθεί επιθέσεις παρακρατικών συμμοριών (εμπρησμοί, μαχαιρώματα, ξυλοδαρμοί), με αποκορύφωμα το 2008 που ο τότε υπουργός δημοσίας τάξης Μαρκογιαννάκης επισκέφτηκε τους "κατοίκους" του Άγιου Παντελεήμονα και λίγα λεπτά μετά την αποχώρηση του δεχτήκαμε επίθεση...
  
Με πρόσχημα λοιπόν την έρευνα, επιχειρούν μια παγία ονείρωξη τους:  Την εισβολή σ’ ένα χώρο  που για αυτούς είναι ένα από τα χωροταξικά σύμβολα όλων όσων στέκονται εχθρικά, απέναντι σε ότι αντιπροσωπεύει την κυριαρχία, την επιβολή, την αποστείρωση, την αδιαφορία, την παραίτηση, την υποταγή. Σε αυτό έχουν δίκιο. Αυτοί είμαστε. Εμείς και οι χιλιάδες διαδηλωτές, αγωνιστές, καταληψίες, απεργοί, μαχητές των δρόμων. Είμαστε οι άστεγοι και οι ανέστιοι, οι πανκς και οι αλήτες, οι χορτοφάγοι και οι φεμινίστριες, οι ξενύχτηδες και οι εργάτες, οι πένητες και οι αδικημένοι, τα θύματα του ρατσισμού και οι εκδικητές του άδικου. Ο υπουργός μας χαρακτήρισε εστία ανομίας.…

Και τώρα ας μιλήσουμε σοβαρά. Η Βίλλα Αμαλίας είναι μια πρόταση οργάνωσης,  που στον καιρό του μνημονιακού κανιβαλισμού έπρεπε να αντιμετωπιστεί. Η επίθεση του κεφαλαίου στον κόσμο της εργασίας, προϋποθέτει την καταστροφή των όποιων δομών του. Η απαξίωση των εργατικών  κεκτημένων και των συνδικάτων, οι όποιες δομές αλληλεγγύης και ανυπακοής, τα αυτοοργανωμένα εγχειρήματα είναι στο στόχαστρο. Η ακροδεξιά ατζέντα που έχει επικρατήσει από την αρχή της κρίσης,  ξεκίνησε με τις δηλώσεις περί υγειονομικής βόμβας του Λοβέρδου, ενάντια στους απεργούς πείνας της Υπατίας. Συνεχίστηκε με την στοχοποίηση των μεταναστών (τείχος Έβρου, στρατόπεδα συγκέντρωσης, Ξένιος Ζευς), τη διαπόμπευση των εξαρτημένων οροθετικών, συνεπικουρούμενη από την ακροδεξιά βία ενάντια σε μετανάστες, ομοφυλόφιλους, μικροπωλητές. Ο βασανισμός των αντιφασιστών της μοτοπορείας στη ΓΑΔΑ και οι επιθέσεις στις καταλήψεις και η άγρια καταστολή οποιασδήποτε εργατικής η κοινωνικής διεκδίκησης, δεν αφήνουν αμφιβολία ότι ο αντίπαλος έχει συγκροτήσει ένα συμπαγές μπλοκ, απέναντι στο οποίο οφείλουμε να αντισταθούμε.

Είμαστε εδώ και 22 χρόνια σε ένα κτήριο που είχαν εγκαταλείψει για δεκαετίες. Το συντηρούμε και του δίνουμε ζωή.  Είμαστε μια κατάληψη που έχει πάντα τις πόρτες ανοιχτές σε ομάδες, άτομα και εγχειρήματα που προάγουν τον αντιεμπορευματικό πολιτισμό, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τους κοινωνικούς, αντιφασιστικούς  και ταξικούς αγώνες. Η  Βίλλα Αμαλίας δίνει μια σοβαρή μάχη για να προστατέψει όχι δέκα ντουβάρια, αλλά τις επιθυμίες τα όνειρα και τις ελπίδες για μια ζωή πιο ελεύθερη για όλους.

Καλούμε όλους όσους βρίσκουν κομμάτι του εαυτού τους στην πολύχρονη λειτουργία της κατάληψης να δώσουν μαζί μας αυτή την κρίσιμη μάχη.

Σε αυτό το μύλο οι δήμιοι - δον κιχώτες επιτίθενται ενώ στην πραγματικότητα κυνηγάνε ιδέες. Αυτές είναι οι ανομίες για αυτούς. Κυνηγάνε χίμαιρες  θα εισπράξουν εφιάλτες. 

ΑΜΕΣΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΛΗΨΙΩΝ ΤΗΣ ΒΙΛΛΑ ΑΜΑΛΙΑΣ


Η ανακοίνωση είναι από εδώ.

20/12/12

Μανώλης Αγγελάκης



Ένα τραγούδι από το νέο album του Μανώλη Αγγελάκη
το οποίο μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο εδώ.

17/12/12

Στον αστερισμό του αντιλαϊκισμού - του Νίκου Γ. Ξυδάκη



Καθώς κοντεύουμε να κλείσουμε τρία χρόνια βύθισης στην κρίση, και ενώ διανύουμε ήδη την δεύτερη μνημονιακή εποχή, με την τρίτη κατά σειρά κυβέρνηση, αντιλαμβανόμαστε ότι, παρ’ όλα τα πάθη και τον πόνο, είμαστε τουλάχιστον λίγο σοφότεροι πολιτικά. Μετά το παρατεταμένο σοκ, αντιλαμβανόμαστε ότι ο πρώτος χωρισμός σε φιλομνημονιακούς και αντιμνημονιακούς, που προσέλαβε εμφυλιακούς χαρακτήρες, έχει λίγο-πολύ ξεθυμάνει. Σήμερα, μέσα από τα σωρευόμενα ερείπια του παλαιού συστήματος διακρίνονται ήδη άλλοι διαχωρισμοί και άλλες συγκρούσεις, στο πολιτικό και στο κοινωνικό πεδίο.

Στο κοινωνικό πεδίο επανεμφανίζονται οι ταξικοί διαχωρισμοί με πρωτοφανή σφοδρότητα, σχεδόν ξεχασμένη κατά τις πρόσφατες δεκαετίες του ευδαιμονισμού και ενός ιδιότυπα «βολεματικού» κοινωνικού συμβολαίου. Η κρίση ανέστειλε βιαίως τους όποιους αναδιανεμητικούς μηχανισμούς, τους πελατειακούς έστω, εξοντώνοντας τους αδύναμους και βάζοντας τους μικρομεσαίους σε κατάσταση διαρκούς απειλής. Η τέτοιας έντασης και βάθους υπονόμευση του κοινωνικού συμβολαίου κινητοποιεί αναλόγως σφοδρά τους απειλούμενους: το αμέριμνο πλήθος καταναλωτών/πελατών αναγκάζεται να θυμηθεί την ιδιότητα του πολίτη, να γίνει λαός. Ή να μεταπέσει σε όχλο, έρμαιο της μνησικακίας.

Αυτές οι διαδοχικές μεταπτώσεις μάς φέρνουν ενώπιον νέων διακρίσεων και διαχωρισμών στο πολιτικό πεδίο. Εδώ βλέπουμε, από τις απαρχές ήδη της κρίσης, να φουντώνει η διάκριση σε λαϊκιστές και αντιλαϊκιστές. Πολύ αδρά, οι αντιλαϊκιστές, συνήθως υποστηρικτές ή ανεχόμενοι τα μνημόνια, χαρακτηρίζουν υποτιμητικά λαϊκιστές τους συνήθως πολέμιους των μνημονίων. Υπό τους όρους αυτούς συναθροίζονται γενικευτικά και απλουστευτικά δεξιοί, αριστεροί, ακροαριστεροί, φιλελεύθεροι, νεοφιλελεύθεροι, κομμουνιστές, νεοναζί, εθνικιστές, ακόμη και μετριοπαθείς. Είναι η νέα διαχωριστική γραμμή, μια μαγική, αποτροπαϊκή κορδέλα διαρκώς μετατοπιζόμενη και διαστελλόμενη για να τους χωρίζει όλους σε όλα.

Βεβαίως η συζήτηση περί λαϊκισμού δεν είναι τόσο νέα όσο η εμπειρία ύφεσης και πτώχευσης, όσο η εμπειρία μνημονιακής λιτότητας. Είναι πολύ παλαιότερη. Με μια μεγάλη διαφορά: στο παρελθόν, το φαινόμενο του εγχώριου λαϊκισμού, όπως αυτός εκφράστηκε κυρίως στην πασοκική πρακτική στη δεκαετία ’80, απασχόλησε αριστερούς διανοουμένους και επιστήμονες, μεταξύ άλλων τους Αγγελο Ελεφάντη (Στον αστερισμό του λαϊκισμού, 1991), Αντώνη Λιάκο (1989), Λυριτζή και Σπουρδαλάκη (1990). Σήμερα, αντιθέτως, παλαιοδεξιοί, συντηρητικοί, φιλελεύθεροι, πρώην και νυν πασόκοι, κατηγορούν για λαϊκισμό τους αριστερούς κυρίως, και μια μερίδα της λαϊκής δεξιάς. Παρατηρείται λοιπόν το εξής παράδοξο: οι κυβερνώντες αδιαλλείπτως τις τελευταίες δεκαετίες, θεμελιωτές της λαϊκιστικής διακυβέρνησης και τροφοδότες του πελατειακού κράτους, βγάζουν τους εαυτούς τους έξω από το ιστορικό συνεχές, και κατηγορούν τους αντιπολιτευόμενους επί λαϊκισμώ.

Αλλά ποιον ακριβώς λαϊκισμό; Τον ακροδεξιό, αντιδραστικό, εθνορατσιστικό, εσωστρεφή, μισαλλόδοξο λαϊκισμό του ΛΑΟΣ ή της Χρυσής Αυγής; Ή τον αριστερό λαϊκισμό που ρητορεύει για την απώλεια της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας; O Ετιέν Μπαλιμπάρ ορίζει ακόμη και έναν “θετικό λαϊκισμό”, και ο κάθε άλλο παρά λαϊκιστής Ντανιέλ Κον Μπεντίτ βρίσκει σε αυτόν τον “θετικό λαϊκισμό” μια χρήσιμη λειτουργία υπό τις παρούσες συνθήκερς αποπολιτικοποίησης.

Ο λαϊκισμός δεν είναι ένας, ομοούσιος, στατικός και ουσιοκρατικός· ως έκφραση του πολιτικού είναι δυναμικός και διαρκώς ανασημασιοδοτούμενος. Στη σημερινή συγκυρία ερειπίων επιπλέον, μια πολιτική αφήγηση που βασίζεται σε στατικές εννοιολογήσεις κινδυνεύει να αποβεί περισσότερο αντιδραστική από τον καταγγελόμενο εχθρό: εν προκειμένω, η αντιλαϊκιστική ρητορική αλληθωρίζει έναντι της ποικιλόμορφης ζέουσας πραγματικότητας, πετώντας μαζί με τα βρωμόνερα του λαϊκισμού και τον λαό.

Κι εδώ φτάνουμε στον κρίσιμο πυρήνα της συζήτησης: τι σημαίνει σήμερα λαός, λαϊκή κυριαρχία, νομιμοποίηση πηγάζουσα από τη λαϊκή βούληση; Η κρίση κατέδειξε τις αδυναμίες και τον φενακισμό της μεταδημοκρατίας, όσες εκάλυπτοντο ή ελάνθαναν κάτω από την ευμάρεια των δανεικών· κατέδειξε δραματικά τις ανισότητες, τα δημοκρατικά ελλείμματα στην αντιπροσώπευση, ακόμη και την απειλητική υποκατάσταση της ισοπολιτείας από την κυριαρχία ανεξέλεγκτων ελίτ, κατ’ ευφημισμόν αρίστων. Τη στιγμή της ρήξης, οι ελίτ αναδιπλώθηκαν, αλλά όχι για ανανέωσή τους με νέες δυνάμεις και νέες ιδέες, αλλά για να επιβάλουν μια τεχνοκρατική διακυβέρνηση έναντι μιας πολιτικής κυβέρνησης, δηλαδή για να επιβάλουν ένα κλειστό αυτοαναπαραγόμενο σύστημα εξουσίας, που λογοδοτεί περιορισμένα ή και καθόλου, και να αποκλείσουν ένα ανοιχτό, διαρκώς ανανεούμενο και ανακλητό σύστημα εξουσίας. Σε αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με την εγχώρια αργκό, το ανοιχτό ονομάζεται λαϊκιστικό, ανατολικό, βαλκάνιο, κοντολογίς κακό· το κλειστό και ελεγχόμενο από αυτοοριζόμενους «άριστους», ονομάζεται αντιλαϊκιστικό, εκσυγχρονιστικό, φιλοευρωπαϊκό κ.ο.κ.

Ας κινηθούμε προς τα εμπρός, πέραν των διαχωρισμών. Το μέγα πολιτικό πρόβλημα της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης, δεν είναι το δίπολο λαϊκισμός-αντιλαϊκισμός. Το πρόβλημα είναι η επαναφορά της πολιτικής στο προσκήνιο, δραστικής, και η επαναθεμελίωση της δημοκρατίας.

                                                                 ένα κείμενο του Νίκου Γ. Ξυδάκη (από εδώ)


Διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου των Νικόλα Σεβαστάκη και Γιάννη Σταυρακάκη, “Λαίκισμός, αντιλαϊκισμός και κρίση”, εκδ. Νεφέλη.

6/12/12

Δεκέμβρης



Και τι δεν ήταν - "μιλώντας για τον Δεκέμβρη του 2008"

***
 Δύο ενδιαφέροντα κείμενα (από το RedNotebook)
για τον Δεκέμβρη εδώ και εδώ.
Aξίζει να διαβαστούν επίσης και άλλα δύο κείμενα 
(από το blog LeninReloaded), γραμμένα από μια διαφορετική σκοπιά
και συγκρουόμενα σε πολλά σημεία με τα προηγούμενα. Εδώ και εδώ

ΡΙΚΣΣΥ, μην κάνεις κακά στο χαλί! - του Γ. Ανανδρανιστάκη




Αν βγεις και πεις, ρε παιδιά, καλοί είναι οι δημοσιονομικοί στόχοι, αλλά να έχουμε στο νου μας και τους αδύναμους, είσαι λαϊκιστής, τμήμα βραδυπορούν της κοινωνίας, προδοτικό λόμπι της δραχμής. Αν πεις όμως, όπως είπε ο Λοβέρδος, ότι "οι συνταξιούχοι σʼ αυτήν τη χώρα ζούνε πολύ», δηλαδή άντε να ψοφήσουν οι σκατόγεροι, μπας και πετύχουμε επιτέλους πρωτογενές πλεόνασμα, τότε μπορεί να γίνεις μέχρι και αρχηγός κόμματος.

Είστε κυνικό κάθαρμα, είστε αδίστακτος παπάρας, δεν δίνετε δεκάρα για τον διπλανό σας και είστε έτοιμος να το δηλώσετε δημοσίως; Αν διαθέτετε κάποιο από αυτά τα προσόντα, τότε είστε η έσχατη καταφυγή μας, ο σωτήρας που έρχεται από το μέλλον, η χρυσή εφεδρεία μας. Οι χρυσές εφεδρείες του συστήματος: Ο Αλέκος Παπαδόπουλος, ο άνθρωπος που συνδυάζει θαυμαστά τον νεοφιλελευθερισμό με τον εθνικισμό, ο υπουργός Υγείας που έδωσε εντολή να μη νοσηλεύονται στα δημόσια νοσοκομεία οι μετανάστες, πολύ πριν εμφανιστεί η Χρυσή Αυγή. Ο Γιώργος Φλωρίδης, ένα δευτεροκλασάτο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, μια κινούμενη γκρίνια και μιζέρια, ο Νίκος Ξανθόπουλος του εκσυγχρονισμού. Ο Στέφανος Μάνος, ο αποτυχημένος βιομήχανος, ο ανθρωποδιώχτης που τα κόμματά του παίρνουν τα ποσοστά που έχει η νικοτίνη στα πακέτα των τσιγάρων.

Και η πιο χρυσή από τις χρυσές εφεδρείες, ο Αντρέας ο Λοβέρδος, ο ομορφάντρας, ο συνταγματολόγος, η ολυμπιακάρα που πανηγύριζε τα γκολ του θρύλου αγκαλιά με τον Σωκράτη. Ο υπουργός Εργασίας που είπε «δεν θα μειωθούν οι συντάξεις, δεν θα αυξηθούν τα όρια συνταξιοδότησης» και σε λίγες μέρες μειώθηκαν, με δικό του νόμο, οι συντάξεις, και αυξήθηκαν τα όρια συνταξιοδότησης. Ο άνθρωπος των ειδικών αποστολών της τρόικας, που διέλυσε το ασφαλιστικό σύστημα και μετά ανέλαβε, ως ρεγάλο, να διαλύσει και το σύστημα υγείας, αφήνοντας τον κόσμο χωρίς γιατρούς, εξετάσεις και φάρμακα. Ο υπουργός Υγείας που διαπόμπευσε και φυλάκισε γυναίκες φορείς του AIDS, για να εκλεγεί πρώτος βουλευτής του ΠΑΣΟΚ στη Β' Αθηνών: Η φράση «πατάει επί πτωμάτων» έγινε επιτέλους κυριολεξία.

Τώρα ο Αντρέας ο Λοβέρδος ανέλαβε να σώσει ό,τι απέμεινε από τα καθημαγμένα κορμιά και τις μαραγκιασμένες ψυχές μας, αυτή τη φορά από τον θρόνο του αρχηγού. Μόνο που με το που ανακοίνωσε το όνομα του κόμματός του, την περίφημη ΡΙΚΣΣΥ -έλα ΡΙΚΣΣΥ, πιάσε το κόκκαλο, όχι ΡΙΚΣΣΥ, μη δαγκώνεις την κυρία Σούλα-, έπεσε το γέλιο της αρκούδας, οπότε, αντί να βρεθεί εις τας αγκάλας της δόξης, βρέθηκε αίφνης στον ασβεστόλακκο με τα χαχανητά.

Αφού δεν τον έπνιξαν τα δάκρυά μας, ας τον πνίξουν τουλάχιστον τα γέλια μας...


                                                                                  του Γ. Ανανδρανιστάκη (από εδώ)

 
                                                                                       ***

Σχόλιο Μ.Κ.: Επειδή οι μεγάλες αγάπες δεν ξεχνιούνται... επειδή ο καθένας μας έχει τις προσωπικές του συμπάθειες... τους δικούς του ανθρώπους... αυτούς που ήταν εκεί στις δύσκολες στιγμές, που βγήκαν μπροστά, που δεν υπολόγισαν το πολιτικό κόστος... μπορεί λοιπόν να τρέφω τεράστιο σεβασμό στον μέγιστο ρήτορα Βαγγέλη Βενιζέλο, στον εθνοσωτήρα ("νέο εθνάρχη") Σαμαρά, στον κοσμοκαλόγερο π. Φώτη Κουβέλη και σε πολλούς ακόμα -αντίστοιχου βεληνεκούς- μεγάλους άνδρες (οι αγορίνες μου που έχουν χαθεί τελευταία; "Γιωργάκη!" , "Κωστάκη!" φωνάζω, απάντηση καμιά...), αλλά η αλήθεια είναι ότι κανένας τους δεν μου κάνει το κλικ που μου προξενεί ο Ανδρέας (ίσως να φταίει και τ' όνομα). Και τούτες τις μέρες γιορτάζω κι εγώ: ΡΙΚΣΣΣΣΥ και τα μυαλά στα κάγκελα.
                                                                 

4/12/12

Δύο "ζήτω" για τη Μεταπολίτευση - του Σταύρου Ζουμπουλάκη



Το 1974 οικοδομήθηκε στην Ελλάδα η πληρέστερη δημοκρατία που είχαμε ποτέ στον τόπο μας. Η δημοκρατία, όπως και όλα τα πράγματα στη ζωή και την ιστορία, είναι ζήτημα βαθμού. Δεν είναι ένα απόλυτο μέγεθος, όπως ο Θεός, που ή υπάρχει ή δεν υπάρχει. Η ελευθερία και η δημοκρατία μπορεί να υπάρχουν σε μικρότερο ή, μακάρι, σε μεγαλύτερο βαθμό. Η δημοκρατία που εγκαινιάστηκε το 1974 είναι, στο πεδίο της πολιτικής ζωής και των θεσμών, η αρτιότερη από όσες προηγήθηκαν, και είναι επίσης η πιο ανοιχτή, ανεκτική και ευρύχωρη στο κοινωνικοπολιτιστικό πεδίο: στον καθημερινό βίο των ανθρώπων, στην κοινωνική συμπεριφορά τους και στην πολιτιστική ζωή, όπου άνθησαν και εκφράστηκαν κάθε λογής ιδέες και τάσεις σε όλους τους τομείς.

Της αξίζει λοιπόν δύο φορές το ζήτω: «Μία φορά γιατί παραδέχεται την ποικιλία και μία γιατί επιτρέπει την κριτική. Δύο “ζήτω” φτάνουν και περισσεύουν· τρίτο δεν χρειάζεται. Μόνο η Λατρευτή Πολιτεία της Αγάπης αξίζει τρία», καταπώς έγραφε το 1938 ο Ε. Μ. Φόρστερ στο περίφημο δοκίμιό του «Τι πιστεύω», παίζοντας με τη γνωστή αγγλική έκφραση επιδοκιμασίας «τρία ζήτω για... ». Το κείμενο αυτό, που το συμπεριέλαβε αργότερα ο συγγραφέας στον τόμο δοκιμίων του Two Cheers for Democracy (Δύο ζήτω για τη δημοκρατία, 1951), το πρωτοδιαβάσαμε τον καιρό της δικτατορίας, μεταφρασμένο από τον Ρόδη Ρούφο, στα Νέα Κείμενα 2 ( Κέδρος, 1971). Αξίζει να προστεθεί ότι το βιβλίο του Φόρστερ το παρουσίασε την ίδια τη χρονιά που εκδόθηκε, στην εφημερίδα «Το Βήμα», ο 22χρονος τότε Γ. Π. Σαββίδης (βλ. Πάνω νερά, Ερμής 1973).

Επί χρόνια συζητούσαμε για το τέλος της Μεταπολίτευσης, χωρίς να μπορέσουμε να συμφωνήσουμε πότε ακριβώς συνέβη αυτό: οι χρονολογίες που προτείνονταν απείχαν πολύ η μία από την άλλη. Δεν την πολυκατάλαβα αυτήν τη συζήτηση. Η Μεταπολίτευση είναι το 1974 και η μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία. Είναι περισσότερο ένα γεγονός παρά μια περίοδος. Δύο πολιτικές ομάδες αντιμετώπισαν τότε το γεγονός της Μεταπολίτευσης ως ήττα, οι χουντικοί και οι εν γένει ακροδεξιοί, για προφανείς λόγους, και οι αριστεριστές, επειδή η Μεταπολίτευση δεν συνοδεύτηκε με την ανατροπή του μονοπωλιακού καπιταλισμού. (Θα μας πήγαινε μακριά να συζητήσουμε εδώ τη στάση του ΠΑΣΟΚ περί αλλαγής φρουράς και την παρόμοια στάση του ΚΚΕ.) Είναι αυτονόητο ότι ο τρόπος αυτής της μετάβασης και η πρώτη διαμόρφωση της πολιτικής ζωής, τους μήνες που ακολούθησαν εκείνον τον «θείο Ιούλιο» (Καβάφης), επηρέασε τα κατοπινά χρόνια, είναι μεγάλο λάθος όμως να στεγάζουμε όλα αυτά τα χρόνια, σαράντα περίπου, κάτω από την ένδειξη «Μεταπολίτευση» και να τα κρίνουμε αδιαφοροποίητα.

Σήμερα, μέσα στην παραζάλη της κρίσης, η συζήτηση περί του τέλους της Μεταπολίτευσης έχει τελειώσει –ένα από τα πολλά που έχουν τελειώσει–, οι αδιαφοροποίητες όμως αναφορές σε αυτήν έχουν, τουναντίον, πυκνώσει. Η γενική τάση είναι να τη θεωρήσουμε συνολικά υπεύθυνη για τη σημερινή κακοδαιμονία μας. Ακούω και διαβάζω αριστερούς ή πρώην αριστερούς να μυκτηρίζουν συλλήβδην τη Μεταπολίτευση χωρίς να αναλογίζονται καν ότι χωρίς αυτήν, στην προδικτατορική δηλαδή περίοδο, δεν θα εκλέγονταν ποτέ στο πανεπιστήμιο.

Ας μη χάνουμε την ψυχραιμία και την ευθυκρισία μας. Οι τέσσερις δεκαετίες μετά το 1974 είχαν βεβαίως και πολλά αρνητικά (πελατειακό κράτος, λαϊκισμός, κρατικός συνδικαλισμός, σπατάλη, διαφθορά, ανομία και ατιμωρησία...). Ποια περίοδος της Ιστορίας δεν είχε και αρνητικά στοιχεία; Να τα κρίνουμε και να τα αλλάξουμε. Αλλο αυτό και άλλο η απαξίωση της Μεταπολίτευσης. Η απαξίωση της Μεταπολίτευσης ανοίγει τον δρόμο στη Χρυσή Αυγή. Η συζήτηση είναι κατεξοχήν πολιτική. Η απονομιμοποίηση της Μεταπολίτευσης νομιμοποιεί τη Χρυσή Αυγή.

Η Μεταπολίτευση όμως, δηλαδή η Δημοκρατία, δεν απαξιώνεται μόνο μέσα από κείμενα και λόγους, απαξιώνεται και από πολλά άλλα που βλέπουμε να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας τον τελευταίο καιρό: τεχνοκράτης πρωθυπουργός τον οποίο δεν εξέλεξε ποτέ κανείς, ψήφιση νομοσχεδίων ενός άρθρου 800 σελίδων και εκατοντάδων ρυθμίσεων, βροχή πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, αντικατάσταση των συνεδριάσεων του υπουργικού συμβουλίου με συσκέψεις πολιτικών αρχηγών, και πολλά άλλα. Η δημοκρατία είναι, είπαμε, ζήτημα βαθμού. Αν ο βαθμός της γίνει πολύ μικρός, δεν θα είναι λίγοι εκείνοι που θα σκεφτούν ότι δεν αξίζει τον κόπο και θα στραφούν σε αυθεντικότερες αντιδημοκρατικές λύσεις.

                                                    ένα κείμενο του Σταύρου Ζουμπουλάκη (από εδώ)

3/12/12

Ασφαλείς πόλεις - του Νίκου Μπελαβίλα



Από το 2001 έως σήμερα

Στις 12 Σεπτεμβρίου του 2001,  μου τηλεφώνησε ο Άγγελος Ελεφάντης, ζητώντας να ετοιμάσω ένα κείμενο για τις ίδιες σελίδες όπου δημοσιεύεται σήμερα αυτό το άρθρο. Θέμα, η ασφάλεια στις πόλεις. Είχε προηγηθεί η επίθεση στους ουρανοξύστες του Μανχάταν. Ο κόσμος ήταν σοκαρισμένος. Του εξήγησα ότι  μου ήταν αδύνατον. Με μερικές χιλιάδες άμαχους νεκρούς στο κέντρο μιας ειρηνικής πόλης –στο όνομα ενός πολέμου που γινόταν αλλού– τι να πεις; Τότε, βέβαια, ούτε που μπορούσαμε να φανταστούμε τις έμμεσες επιπτώσεις ατου γεγονότος, όχι στα μέτωπα της Μέσης Ανατολής, αλλά στα εσωτερικά μέτωπα των αστικών δημοκρατιών.

Πέρασαν τα χρόνια. Σταδιακά αλλά σταθερά στο όνομα της ασφάλειας άρχιζαν να εισβάλλουν στη ζωή μας καινοφανή μέτρα: νέοι διεθνείς κανονισμοί, ξεγυμνώματα, ολόσωμα σαρώματα σε αεροδρόμια και ένα  μόνιμο καθεστώς εκτός δικαίου στις πτήσεις, απόλυτη απομόνωση των λιμανιών από τον έξω κόσμο, συναινετική ανοχή στον έλεγχο του διαδικτύου και των επικοινωνιών. Το επόμενο βήμα ήταν η  ευθεία έκπτωση της  ελευθερίας αλλά και της ανθρώπινης ζωής ως αξίας. Στην αρχή τούτο αφορούσε τους συλληφθέντες στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», αυτούς που βασανίζονταν ή εξαφανίζονταν από προσώπου Γης στο Γκουαντάναμο, στο Αμπού Γκράιμπ, στις μυστικές πτήσεις της CIA. Μετά άρχισε να αφορά και άλλους. Εν ψυχρώ εκτελέσεις στους  υπόπτων, απλών παραβατών ή και άσχετων στους δρόμους, στο Λονδίνο, στο Λος Άντζελες, στο Παρίσι. Ζήσαμε τον μετασχηματισμό των αστυνομιών σε έκτακτο δικαστικό σώμα, που απέκτησε και το δικαίωμα απόδοσης δικαιοσύνης με συνοπτικές διαδικασίες. Δίπλα τους, ιδιωτικοί στρατοί, ως κρατικοί ή ιδιωτικοί εργολάβοι, αναλάμβαναν τις νέες δουλειές: την αστυνόμευση, τη φυλάκιση, ενίοτε και τις θανατικές εκτελέσεις. Εταιρείες ασφαλείας πλημμύρισαν τον αστικό χώρο, από τις πιο μικρές και αστείες των αθηναϊκών προαστίων, έως τις γιγαντιαίες και διόλου αστείες αμερικανικές πολυεθνικές. Μέχρι το ’90 ξέραμε ότι αυτό συνέβαινε με τους μισθοφόρους δικτατόρων στην Αφρική ή ναρκοεμπόρων στη Λατινική Αμερική.  Τώρα άρχισε να γίνεται παντού: ιδιωτικές αστυνομίες, ιδιωτικοί στρατοί, ιδιωτικές φυλακές — μαζί με την πανάκριβη τεχνολογία. Το στρατιωτικό-χρηματοπιστωτικό σύμπλεγμα της Δύσης άμεσα ενδιαφερόμενο γι’ αυτή την εξέλιξη και επισπεύδον.

Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, μπορούμε να διακρίνουμε το πέρασμα από ένα ανεκτικό και σχετικά δημοκρατικό πολιτικό σύστημα σε ένα αυταρχικότερο, φοβικό και όχι ανεκτικό μεταδημοκρατικό.

H ερώτηση είναι: Οι πόλεις μας και οι ζωές μας έγιναν πιο ασφαλείς με όλα αυτά τα μέτρα ασφαλείας; Η απάντηση είναι προφανώς αρνητική. Συμβαίνει το αντίθετο και η κατάσταση επιδεινώνεται διαρκώς. Επομένως, κάτι δεν πάει καλά.

Ας έρθουμε στην Ελλάδα. Καθώς πορευόμασταν προς τους Ολυμπιακούς, ασθμαίνοντας και βεβαίως συμφωνώντας, οι οργανωτές ενέταξαν στο έργο των Αγώνων πανάκριβα συστήματα για την πρόληψη απειλών: αερόστατο,  κάμερες, ηλεκτροφόρα σύρματα στο λιμάνι, «υπερκοριοί» υποκλοπών, μεγάφωνα στους δρόμους,  για να ειδοποιούν και να κατευθύνουν τον πληθυσμό σε συνθήκες επίθεσης. Το ότι τα συστήματα αυτά αποτέλεσαν οχήματα εκτεταμένης διαφθοράς, δεν λειτούργησαν ποτέ ή ήσαν προβληματικά αφορά την ελληνική ιδιομορφία. Βγήκαμε, έτσι, από το 2004 με μια κληρονομιά μηχανισμών ασφαλείας αποδεκτή και εμπεδωμένη ως ανάγκη από την κοινωνία. Από εκεί, περάσαμε στην επόμενη φάση: Η Αθήνα με τους Αγώνες έγινε τεχνολογικά ασφαλής κατά τα διεθνή πρότυπα, αλλά ανακαλύφθηκε πως χρειαζόταν και άλλη ασφάλεια.

Η καθημερινή υστερική αναγγελία εγκλημάτων, πραγματικών ή όχι, από τις τηλεοράσεις άρχισε να διαβρώνει τα αισθήματα των ανθρώπων. Ήταν η δεκαετία των εγκαταστάσεων συναγερμών και κιγκλιδωμάτων. Αυτό το γενικό κλίμα σιγά-σιγά έχτισε τα  πρόσωπα του εχθρού στη συνείδηση των πολιτών. Προϋπήρχαν βέβαια από το ’90, αλλά μετά το 2004  η «βία» και η «ανασφάλεια» εισβάλλουν στις ζωές μας μέσω κυρίως του τηλεοπτικού βομβαρδισμού, της συστηματικής αρθρογραφίας και του επίσημου πολιτικού λόγου. Πρώτοι φορείς της βίας εμφανίστηκαν οι μετανάστες. Οι Αλβανοί στην αρχή, οι Ουκρανοί στη συνέχεια, οι Κινέζοι κάπου στη μέση, οι Πακιστανοί και οι Αφγανοί στο τέλος. Φαινόταν ωσάν όλες οι φυλές να κατευθύνονταν προς τη χώρα μας για να εγκληματήσουν. Δίπλα σε αυτό τον εχθρό άρχισε να εικονογραφείται και ένας άλλος: η άγρια νεολαία, και κυρίως ο αντιεξουσιαστικός χώρος.

Κάπως έτσι το τηλεοπτικό σκηνικό της γενικευμένης προβαλλόμενης αστικής αστάθειας, ξεκινούσε με την παραβατική –ψευδή ή πραγματική– συμπεριφορά μεταναστών και συμπληρωνόταν  με τις νεολαιίστικες συγκρούσεις –και αυτές υπαρκτές ή ανύπαρκτες– περί το κέντρο της Αθήνας. Δεν υπήρχε  περίπτωση να γίνει μία κλοπή από μετανάστη ή να ανάψει μια φωτιά σε έναν σκουπιδοντενεκέ κατά τη διάρκεια κάποιου ασήμαντου επεισοδίου στα Εξάρχεια και να μην διακοπεί το πρόγραμμα για να προβληθεί η είδηση.

O Δεκέμβρης του 2008 αποκρυστάλλωσε και προσανατόλισε μια ήδη δρομολογημένη εξέλιξη. Παγιώθηκε η συνείδηση ότι η νεολαία είναι ο εχθρός και εν δυνάμει, όπως είχε αποδειχθεί με την εξέγερση, ένας επικίνδυνος εχθρός για το ίδιο το σύστημα. Οι μετανάστες προβλήθηκαν στην τηλεοπτική εικόνα, δίπλα στις συγκρούσεις στους δρόμους, ως λεηλατητές των σπασμένων καταστημάτων. Ακολούθησε το καλοκαίρι του 2010  η ανακάλυψη  της «κρίσης του κέντρου της Αθήνας». Εμβληματική αφετηρία, η πλατεία Αγίου Παντελεήμονα, περιοχή που διέθετε ήδη από μία πενταετία πριν περγαμηνές ρατσιστικής αστυνομικής βίας κατά μεταναστών.  Την ώρα που οι ρατσιστικές συμμορίες άρχισαν να κυριαρχούν, ο διάλογος για την Αθήνα βρισκόταν σε εξέλιξη. Τον ενίσχυε η πρόθεση του τότε Υπουργείου Περιβάλλοντος και της αυτοδιοίκησης για τον ανασχεδιασμό της πόλης. Εκείνο ακριβώς το καλοκαίρι ο διάλογος για την ανάπλαση περιοχών του κέντρου  πέρασε στα χέρια του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Σε μία πρωτοφανή για τα δεδομένα της χώρας μετά το 19774 διαδικασία, το υπουργείο της ΕΛΑΣ και της ΕΥΠ  ανέλαβε εκείνο τη διαβούλευση, έχοντας υπό τον συντονισμό του την αυτοδιοίκηση, τους θεσμικούς φορείς του πολεοδομικού σχεδιασμού, τους συλλόγους εμπόρων και τα επιμελητήρια. Κύριοι υπαίτιοι της κρίσης όπως διαπιστωνόταν και διαπιστώνεται: οι μετανάστες και οι διαδηλώσεις. Κύρια προτεινόμενα μέτρα: εκτενής αστυνόμευση, εκκένωση των κτιρίων όπου διέμεναν άστεγοι μετανάστες, περιορισμός των διαδηλώσεων.

Ανοίγοντας μια παρένθεση, προ λίγων μηνών, σε έρευνα της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ διαπιστώσαμε ότι στο Κουκάκι, δίπλα σε δύο σταθμούς μετρό, μία γραμμή τραμ, δηλαδή σε μια συνοικία που δεν έχει κανένα στοιχείο «αποκλεισμού», με αστικές αναπλάσεις που λογικά θα είχαν αναβαθμίσει το χώρο, το νέο μουσείο της Ακρόπολης και την πεζοδρόμηση της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου, με ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά μεταναστών στην Ελλάδα και χωρίς καθόλου διαδηλώσεις ή «ταραχές», εκεί λοιπόν, έχει διαλυθεί η τοπική εμπορική ζώνη. Εκατοντάδες κλειστά καταστήματα και εγκαταλειμμένα κτίρια. Το ευνοημένο και ήσυχο Κουκάκι, μακριά από τις ζώνες της έντασης, δίπλα στους μεγάλους κυκλοφοριακούς και συγκοινωνιακούς άξονες, δίπλα στον τουριστικό πλούτο έχει σήμερα ίδια δραματικά ποσοστά κλειστών καταστημάτων και κτιρίων με την οδό Σταδίου των διαδηλώσεων ή την πλατεία Βάθη των μεταναστών. Η εικόνα πολλών άλλων τοπικών κέντρων εκτός των «θερμών» ζωνών της Αθήνας είναι ακριβώς η ίδια. Αναρωτιόμαστε επομένως: Είναι δυνατόν σε μια πόλη που ρημάζει λόγω της οικονομικής κρίσης και της συστηματικής απορρύθμισης  των δομών της, που ταυτόχρονα βίωσε τη φούσκα των ακινήτων και την εγκατάλειψη των κοινωνικών πολιτικών,  να πιστεύουν και να διαδίδουν υπουργοί, δήμαρχοι, επιχειρηματίες, πολεοδόμοι, δημοσιογράφοι αυτούς τους μύθους; Μάλλον όχι.

Διαθέτουμε την εμπειρία της πολυετούς εφαρμογής των μέτρων για την ασφάλεια στην Αθήνα, μέσω της συνεχώς αυξανόμενης αστυνόμευσης, της επέκτασης της κατάστασης έκτακτης ανάγκης σε κάθε τομέα του αστικού χώρου. Η πρωτεύουσα μας είναι ήδη μια από τις  πλέον αστυνομοκρατούμενες πόλεις του πλανήτη και η πλέον αστυνομοκρατούμενη σε όλη την Ευρώπη. Το δόγμα της ασφάλειας δεν αμφισβητείται. Η εικόνα των συνεχών περιπόλων ενόπλων σε όλη την έκταση της πόλης, των μόνιμων μπλόκων και  της  στρατοπέδευσης μονάδων καταστολής σε  κεντρικές πλατείες θεωρείται αυτονόητη.

Η  αστική βία είναι τόσο παλιά όσο και οι πόλεις. Η αντιμετώπισή της με στρατιωτικού τύπου επεμβάσεις συμπίπτει ιστορικά με ολιγαρχικά καθεστώτα, τυραννίες και στιγμές μεγάλων κοινωνικών εκρήξεων. Το διακύβευμα, σε αυτές τις περιπτώσεις, υπήρξε πάντα η επιβίωση των κυρίαρχων, και όχι η προστασία των πολιτών, των νοικοκυριών, των καταστημάτων. Η ελληνική παραλλαγή του δόγματος της ασφάλειας δημιούργησε μία δυστοπία: η κατάσταση στην Αθήνα μοιάζει σήμερα με πόλεμο, όπου μία δύναμη έχει την ανάγκη να επιβληθεί στρατιωτικά, καθώς έχουν εκλείψει οι δυνατότητες να ηγεμονεύσει πολιτικά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ένα κυβερνών οικονομικοπολιτικό σύστημα επιχειρεί να επιβληθεί διά της βίας και του φόβου στο σύνολο του αστικού πληθυσμού. Αυτό δεν μπορεί να ειπωθεί ούτε καν να ψιθυριστεί. Γιατί ακόμη ζούμε τυπικά σε καθεστώς δημοκρατίας.

                                                                ένα κείμενο του Νίκου Μπελαβίλα (από εδώ)


1/12/12

Stephanie says



Ένα τραγούδι των Velvet Underground

28/11/12

Για τους δημοσιογράφους και την "ενημέρωση"


Έτυχε να διαβάσω εδώ την παρακάτω συνέντευξη του δημοσιογράφου Σταύρου Λυγερού, η οποία έχει αρκετό ενδιαφέρον (τουλάχιστον για όσους είχαν ακόμη αμφιβολίες για το τι είδους "δημοσιογραφία" ασκούν ο ΔΟΛ, το Mega, η Καθημερινή ή ο ΣΚΑΙ, για να αναφερθούμε μόνο σε "σοβαρά" μέσα, χο χο χο). Την παραθέτω ολόκληρη.


Λίγες μέρες μετά την αποχώρησή του από την Καθημερινή, ο δημοσιογράφος Σταύρος Λυγερός μιλάει στο ΤPP και εξηγεί γιατί στην παρούσα συγκυρία «η κοινωνία έχει ανάγκη από πραγματική δημοσιογραφία».

Συνέντευξη στην Ντίνα Καράτζιου

Ο Σταύρος Λυγερός σχολιάζει τον «παρασιτικό ρόλο του Τύπου στην Ελλάδα της κλεπτοκρατίας», και αναλύει πως τα media «έγιναν οι θεραπαινίδες της πολιτικής εξουσίας και της ολιγαρχίας του χρήματος». Το «αμαρτωλό τρίγωνο», όπως το αποκαλεί, που αποτέλεσε τη βασική αιτία για την ανάπτυξη της διαπλοκής στην Ελλάδα. Στο σήμερα, εξηγεί πως τα media εκτελώντας αποστολή εφάρμοσαν «τη συνταγή» της διαχείρισης του φόβου με στόχο να επιβάλλουν ως μονόδρομο τις πολιτικές της τρόικας. Τέλος, αναλύει πώς το τοπίο στο χώρο του Τύπου μεταλλάσεται ραγδαία λόγω της κρίσης και ευελπιστεί ότι πέρα από τα media που θα εκφράσουν τους νέους πόλους πολιτικοοικονομικής εξουσίας, θα βρεί δυναμικό τρόπο έκφρασης και εκείνη η δημοσιογραφία, η οποία θα προασπίσει τα συμφέροντα της κοινωνίας.

- Πρόσφατα διακόπηκε η συνεργασίας σας με την εφημερίδα Καθημερινή, στην οποία αρθρογραφούσατε επί σειρά ετών. Κλείνει ένας κύκλος;

Στην Καθημερινή πήγα το 1989. Δούλεψα σ΄ αυτή την εφημερίδα περισσότερα από 23 χρόνια, το μεγαλύτερο μέρος της δημοσιογραφικής μου σταδιοδρομίας. Δεν θα ήθελα να σχολιάσω τους λόγους της αποχώρησής μου, νομίζω ότι ο καθένας μπορεί να τους δει. Είναι εξόφθαλμοι. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει πάντα η ουσία, δηλαδή η διακοπή της συνεργασίας, η οποία έγινε με πρωτοβουλία της εφημερίδας. Υπάρχει, βεβαίως και ο τρόπος. Το μόνο που θα πω γι’ αυτόν είναι ότι δεν ήταν ο καλύτερος.

- Μετά την αποχώρηση σας, γράφτηκαν εκατοντάδες θετικά σχόλια στα social media από πολίτες. Πως το σχολιάζετε;

Με συγκίνησαν. Είμαι παλιομοδίτης. Δίνω σημασία στα σχόλια των αναγνωστών. Έχει σημασία η γνώμη που έχουν οι άλλοι για σένα. Δεν ανήκω, όμως, στους δημοσιογράφους οι οποίοι κάνουν θέμα τον εαυτό τους.

- Συμφωνείτε ότι η κρίση στον Τύπο πριν γίνει και οικονομική ήταν βασικά δεοντολογική;

Πάντα ο Τύπος είχε κάποιου είδους διαπλοκή με την πολιτική και με τα οικονομικά συμφέροντα. Η διαφορά του σήμερα από το χθες είναι ότι παλαιότερα οι εφημερίδες στηρίζονταν στην κυκλοφορία τους. Αρα είχαν μία κάποια οικονομική ανεξαρτησία, επειδή η κυκλοφορία ήταν η κύρια πηγή των εσόδων τους. Σταδιακά, κύρια πηγή των εσόδων έγινε η διαφήμιση. Πρόκειται για ποιοτική διαφορά. Η διαπλοκή απέκτησε νέο περιεχόμενο. Για την ακρίβεια, τα media έπαψαν να είναι προσκολημμένα σε κόμματα και έγιναν θεραπαινίδες της ολιγαρχίας του χρήματος. Η ίδια η πολιτική εξουσία, άλλωστε, έχασε σε μεγάλο βαθμό την αυτονομία της. Σταδιακά διαμορφώθηκε το αμαρτωλό τρίγωνο. Η ισχυρή κορυφή είναι η ολιγαρχία χρήματος με τις δύο άλλες κορυφές, την πολιτική εξουσία και τα media, να λειτουργούν περισσότερο δορυφορικά παρά ανταγωνιστικά. Στην προ κρίσης Ελλάδα, αυτό το αμαρτωλό τρίγωνο λειτούργησε σαν καρκίνωμα, ήταν στυλοβάτης του μοντέλου πλασματικής ανάπτυξης, βασικά χαρακτηριστικά του οποίου ήταν όχι μόνο ο παρασιτισμός, η σπατάλη και ο ανορθολογισμός, αλλά και η κλεπτοκρατία. Η κρίση έβγαλε όλα αυτά στην επιφάνεια και τους προσέδωσε μία άλλη διάσταση. Όταν το μοντέλο πλασματικής ανάπτυξης δεν μπορούσε να χρηματοδοτηθεί κατέρρευσε, συμπαρασύροντας και το ανομολόγητο κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα στην άρχουσα τάξη και στη μικρομεσαία θάλασσα. Το περιεχόμενο αυτού του συμβολαίου συνοψίζεται στο εξής μήνυμα που εξέπεμπε η άρχουσα τάξη: «Μην ασχολείστε με τα χρυσοφόρα παιχνίδια διαπλοκής που λαμβάνουν χώρα στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας και το πολιτικό σύστημα θα κάνει τα στραβά μάτια για τη διαφθορά στη δημόσια διοίκηση, για την εκτεταμένη φοροδιαφυγή στους μικρομεσαίους για την αυθαίρετη δόμηση και για διάφορα άλλα ανομικά φαινόμενα. Όταν ακυρώθηκε αυτό το ανομολόγητο κοινωνικό συμβόλαιο, συμπαρέσυρε, όπως έδειξαν και οι εκλογές του περασμένου Μαϊου-Ιουνίου το πολιτικό σύστημα που στηρίχθηκε στον δικομματισμό. Με άλλα λόγια, έχουμε τέλος εποχής, γύρισμα σελίδας.

- Σ’ αυτή τη νέα εποχή, φαίνεται ότι αλλάζουν και οι συσχετισμοί των πολιτικοοικονομικών συμφερόντων. Πώς επηρεάζει αυτό τη δημοσιογραφία;

Πριν μιλήσουμε για τα media, επιτρέψτε μου ένα σχόλιο για τον συσχετισμό πολιτικής και οικονομίας. Η ελληνική άρχουσα τάξη έχει μακρά παράδοση εξάρτησης. Όταν έφερε τη χώρα στον γκρεμό, στις αρχές του 2010, τι έκανε; Αντί έστω και την τελευταία στιγμή να επεξεργαστεί ένα εναλλακτικό εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση, αντί να διαπραγματευτεί με την τρόικα ένα βιώσιμο πρόγραμμα ανάταξης της ελληνικής οικονομίας, τα παρέδωσε όλα, έτρεξε να κρυφτεί στην ποδιά των ξένων κηδεμόνων. Οι πιο θρασείς, μάλιστα, κουνάνε το δάχτυλο στην κοινωνία. Η άρχουσα τάξη νόμιζε ότι οι δανειστές θα βάλουν χέρι μόνο στη δημόσια περιουσία. Τώρα αρχίζει να καταλαβαίνει ότι θα βάλουν χέρι και στις εξασθενημένες από την ύφεση ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η εσωτερική υποτίμηση, την οποία τόσο ύμνησαν, έχει κι αυτή τη διάσταση. Οι δανειστές θα βάλουν χέρι και στις τράπεζες και μέσω των τραπεζών θα ελέγξουν και τα media. Τέρμα οι προνομιακές δανειοδοτήσεις. Τα παραπάνω θεωρώ ότι έχουν μεγάλη σημασία για να δούμε τον ρόλο των μέχρι τώρα κυρίαρχων media. Σας θυμίζω ότι ένα μεγάλο δημοσιογραφικό συγκρότημα από στυλοβάτης των Μνημονίων ξαφνικά ξιφουλκεί εναντίον της τρόικας. Μόνο που είναι αργά. Η κοινωνία δεν πρόκειται να συνταχθεί μαζί τους για να προασπίσει σκανδαλώδη προνόμια. Ίσως αυτή να είναι η θετική πλευρά ενός αρνητικού φαινομένου.

- Τι μπορεί να προκύψει λοιπόν, μέσα από αυτή την καταλυτική κρίση για τον Τύπο;

Δεν μου αρέσει να κάνω τον μάντη. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι η κοινωνία έχει ανάγκη από πραγματική δημοσιογραφία. Έχει ανάγκη δηλαδή, από τις βασικές λειτουργίες που χαρακτηρίζουν τη δημοσιογραφία: Το ρεπορτάζ και την έρευνα, την ανάλυση και το σχόλιο. Δεν έχει σημασία αν τα είδη αυτά της δημοσιογραφίας θα εμφανισθούν σε εφημερίδες, σε ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς ή στο Διαδίκτυο. Αυτά είναι οχήματα της δημοσιογραφίας. Το ζητούμενο είναι η ποιότητα. Και η ποιότητα δεν εξασφαλίζεται με τη νοοτροπία του τζάμπα.

- Εννοείτε την απλήρωτη ή την κακοπληρωμένη δημοσιογραφική εργασία;

Βεβαίως κι αυτή. Η δημοσιογραφική παραγωγή είναι ένα προϊόν. Κάποιοι εργάζονται για να προκύψει ένα ρεπορτάζ, μία έρευνα, μία newsanalysis, ένα σχόλιο. Κι αυτοί πρέπει να πληρωθούν. Όποιος έχει την απαίτηση ή απλώς έχει εθισθεί να να βρίσκει τα πάντα τζάμπα στο Διαδίκτυο υπονομεύει την ανεξαρτησία της δημοσιογραφίας. Ο δημοσιογράφος που δεν πληρώνεται από τους αναγνώστες ή ακροατές ή τηλεθεατές του ή γρήγορα θα εγκαταλείψει τη δημοσιογραφία ή θα συνεχίσει, επειδή πληρώνεται από αλλού, απ’ όσους ενδιαφέρονται να διαμορφώνουν την κοινή γνώμη σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Οποιος θέλει να έχει ένα ποιοτικό δημοσιογραφικό προϊόν με απαιτήσεις ανεξαρτησίας, πρέπει να αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να το έχει τζάμπα.

- Βλέπετε λοιπόν μία δημοσιογραφία που θα συνταχθεί πίσω από το νέο πολιτικοοικονομικό κατεστημένο, ή μία δυναμική ανεξάρτητη δημοσιογραφία που θα εκφράζει την κοινωνία;

Το μόνο σίγουρο σήμερα είναι ότι το παραδοσιακό συγκρότημα εξουσίας αποδομείται. Θα προκύψει ένα νέο, το οποίο ακόμη δεν έχει διαμορφωθεί. Η εξέλιξη αυτή θα επηρεάσει αποφασιστικά και τα media. Το νέο τοπίο στα media δεν είναι σίγουρο ότι θα είναι καλύτερο. Θα εξαρτηθεί από την τροπή που θα πάρουν οι εξελίξεις στο πολιτικό επίπεδο. Μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε σε ιστορική καμπή. Η ολιγαρχία του χρήματος προσπαθεί να “κινεζοποιήσει” την Ευρώπη, να καταλύσει το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο και το Κοινωνικό Κράτος. Η αρχή έγινε από τον πιο αδύναμο κρίκο, την Ελλάδα, την οποία έχουν μετατρέψει σε πειραματόζωο. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν θα υπάρξει μία δημοσιογραφία, η οποία να εκφράσει την αντίσταση της κοινωνίας. Το ελπίζω, αλλά κρατάω μικρό καλάθι. Η πείρα του παρελθόντος δείχνει ότι οι καλές προθέσεις δεν αρκούν. Η αναδιάταξη της άρχουσας τάξης θα επιφέρει και μία αναδιάταξη στην “καθεστωτική” δημοσιογραφία. Αυτοί που έχουν τα χρήματα μπορούν εύκολα και να μεταλλάξουν παραδοσιακά μιντιακά συγκροτήματα ή ακόμα και να δημιουργήσουν νέα.

- Και μία που μιλάμε για “καθεστωτικά” media, πώς αυτά εκβίασαν μια ολόκληρη κοινωνία, προβάλλοντας σαν μονόδρομο την πολιτική της τρόικας;

Τα media διεκπεραιώνουν τη θεραπεία-σοκ στο ιδεολογικό και επικοινωνιακό επίπεδο. Λειτουργούν ως μηχανισμός για την επιβολή των εκβιαστικών διλημμάτων στην κοινωνία. Μετατρέπουν ζωτικής σημασία πολιτικά ζητήματα σε αναμφισβήτητο μονόδρομο, σβήνοντας κάθε δυνατότητα εναλλακτικής λύσης στο επικοινωνιακό επίπεδο. Το κατάφεραν με όπλο τους την καλλιέργεια του φόβου. Είναι οι διαχειριστές του φόβου. Η συνταγή, βεβαίως, δεν είναι δική τους. Έχει έρθει ντελίβερι. Όταν την άνοιξη του 2010 πρωτοτέθηκε το δίλημμα “Μνημόνιο ή χρεοκοπία”, η ελληνική κοινωνία υπέκυψε. Φοβήθηκε τότε ότι κινδύνευε να χάσει μισθούς, συντάξεις, και καταθέσεις. Αποδέχθηκε, λοιπόν, κάποιες περικοπές, ελπίζοντας ότι σύντομα η κρίση θα ήταν παρελθόν. Μας έλεγαν ότι στα τέλη του 2011 ή στις αρχές του 2012 η Ελλάδα θα έχει επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και θα έχει επιστρέψει στις Αγορές. Με την πάροδο του χρόνου, τα οικονομικά και κοινωνικά ερείπια συσσωρεύονταν. Η ελπίδα μαραίνεται και αντικαθίσταται από απόγνωση. Κι όσο η απόγνωση συσσωρεύεται τόσο μετατρέπεται σε οργή. Στην προσπάθειά της να ανασχέσει τη λαϊκή οργή, η “παράταξη του Μνημονίου” επιστράτευσε την ιδεολογική ηγεμονία του ευρώ.

- Αυτός είναι ο λόγος που οι κοινωνικές αντιδράσεις παραμένουν συγκριτικά υποτονικές;

Η απειλή εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ έπαιξε ανασχετικό ρόλο, αλλά δεν πιστεύω ότι αυτή είναι η κύρια αιτία της υποτονικότητας. Θυμίζω το κίνημα των Αγανακτισμένων, που το 2011 προσέλαβε μεγάλες διαστάσεις. Το κίνημα αυτό ξεθύμανε, επειδή δεν έβγαζε πουθενά. Δεν συμμερίζομαι την εκτίμηση ότι η κοινωνία υποτάχτηκε. Ισχυρίζομαι ότι αυτά το κίνημα των Αγανακτισμένων ήταν η ύστατη προσπάθεια της κοινωνίας να αντιμετωπίσει την επίθεση που δέχεται με ειρηνικές διαμαρτυρίες, ήταν η ύστατη κραυγή απόγνωσης. Σήμερα, η μεγάλη μάζα δεν συμμετέχει στις διαδηλώσεις, επειδή έχει πεισθεί ότι δεν μπορούν να επηρεάσουν την ασκούμενη πολιτική. Και δεν μπορούν να επηρεάσουν, επειδή τη χώρα δεν την κυβερνάει η κυβέρνηση, αλλά η τρόικα. Προς το παρόν, οι πολίτες προσπαθούν να επιβιώσουν. Μην έχετε, όμως, αμφιβολία ότι όσο η κοινωνική οργή συσσωρεύεται χωρίς να εκδηλώνεται τόσο πιο πιθανή γίνεται μία τυφλή κοινωνική έκρηξη. Έκρηξη, η οποία μπορεί να προέλθει από ασήμαντη αφορμή, από ένα λάθος σφύριγμα διαιτητή! Όταν έχεις μία χύτρα με νερό στη φωτιά και είναι ερμητικά κλειστή, δεν ξέρεις πότε θα εκραγεί. Αλλά ξέρεις ότι αν την αφήσεις στη φωτιά, κάποια στιγμή θα εκραγεί.

- Το τελευταίο σας βιβλίο έχει τίτλο “Από την Κλεπτοκρατία στη Χρεοκοπία”. Πως το εμπνευστήκατε;

Δεν θα το είχα γράψει αν δεν πίστευα βαθιά ότι η κρίση είναι πρωτογενώς πολιτική και δευτερογενώς οικονομική. Με την ίδια ακριβώς λογική βαθύτατα πιστεύω ότι η έξοδος από την κρίση θα ξεκινήσει μόνο από μία ριζική αλλαγή στο πολιτικό επίπεδο. Ακόμα και το καλύτερο σκάφος δεν μπορεί να πλεύσει στην τρικυμία χωρίς καλό καπετάνιο. Το βιβλίο μου εξετάζει και την εγχώρια πτυχή της κρίσης, για την οποία σας έχω ήδη μιλήσει, αλλά και τη διεθνή και ευρωπαϊκή πτυχή. Συνήθως, οι μνημονιακοί στρέφουν τους προβολείς στην εγχώρια πτυχή της κρίσης, κατηγορώντας τον λαό για ασωτεία. Αντιθέτως, η Αριστερά έχει την τάση να φωτίζει μόνο τη διεθνή και ευρωπαϊκή πτυχή της κρίσης. Η πραγματικότητα είναι ότι οι δικές μας πολλές και μεγάλες παθογένειες κατέστησαν την Ελλάδα τον πιο αδύναμο κρίκο της καθόλου στέρεης ευρωπαϊκής αλυσίδας και ως τέτοιο την μετέτρεψαν σε πειραματόζωο. Η Ελλάδα είναι πρωτοπόρος όσον αφορά την εφαρμογή της συνταγής. Το σήμερα της Ελλάδας είναι το αύριο των άλλων κοινωνιών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, αλλά και το μεθαύριο των κοινωνιών του ευρωπαϊκού πυρήνα. Όπως είπα παραπάνω, η ολιγαρχία του χρήματος μεθοδεύει την “κινεζοποίηση” της Ευρώπης όσον αφορά την εργασία.

- Πως λειτούργησε η δημοσιογραφία στο περιβάλλον της κλεπτοκρατίας;

Αν είχαμε περιουσιολόγιο, θα βλέπαμε ότι ορισμένοι δημοσιογράφοι, που πριν από 20 ή 30 χρόνια ήταν μάλλον φτωχοί, σήμερα είναι μάλλον πλούσιοι. Κι όχι από τις αμοιβές τους. Τα media ως σύνολα, αλλά και μεμονωμένοι δημοσιογράφοι έπαιξαν επικερδώς ρόλο μεσάζοντα σε χρυσοφόρα παιχνίδια διαπλοκής. Από οικονομικής απόψεως λειτούργησαν σαν παράσιτα και από θεσμικής ως υπονομευτές του Κράτους Δικαίου και κατ’ επέκταση της δημοκρατίας.

25/11/12

casus belli




Tαινία μικρού μήκους του Γιώργου Ζώη.

23/11/12

Ξαναπιάνοντας τα κομμένα νήματα: Αριστερά και Μεταρρυθμίσεις - του Αντώνη Λιάκου




Ξαναπιάνοντας τα κομμένα νήματα: Αριστερά και Μεταρρυθμίσεις

Οι μεταρρυθμίσεις έχουν αναχθεί σε μείζον ζήτημα και βασικό κριτήριο για την πορεία της χώρας, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ταυτόχρονα, η ανάγκη μεταρρυθμίσεων προβάλλεται ως επείγουσα, σε μια σειρά χώρες, σχεδόν στο σύνολο. Ποια χώρα δεν υπόκειται σε μεταρρυθμίσεις; Στο μέτρο βέβαια που ποτέ και πουθενά τα πράγματα δεν λειτουργούν τέλεια, πάντοτε θα χρειάζονται μεταρρυθμίσεις. Τι πιο φυσικό; Οι μεταρρυθμίσεις είναι έκφραση της νεωτερικότητας και της επιθυμίας βελτίωσης της κοινωνίας. Νεωτερικότητα σημαίνει την ικανότητα μιας χώρας να αυτορρυθμίζεται. Αλλά οι μεταρρυθμίσεις για τις οποίες γίνεται λόγος δεν αφορούν γενικώς βελτιώσεις και αλλαγές. Πρόκειται για συγκεκριμένο πακέτο πολιτικής, με συγκεκριμένη κατεύθυνση και στοχοθεσία. Παρά τις διαφορετικές ανάγκες, από χώρα σε χώρα, οι μεταρρυθμίσεις αυτές προκύπτουν από ενιαίο εγχειρίδιο: από μια πολιτική η οποία άρχισε να συγκροτείται ήδη ως απάντηση στις αλλεπάλληλες κρίσεις της δεκαετίας του ’70 και εκφράζουν μια ευρύτερη αλλαγή Παραδείγματος στην οικονομική και πολιτική φιλοσοφία, στις σχέσεις κράτους και πολίτη, διοίκησης και αγοράς.

Ποια είναι η κοινή συνισταμένη τους; Η προσομοίωση του κράτους στις λειτουργίες της αγοράς, η ιδιωτικοποίηση της ιδιότητας του πολίτη που αποσυνδέεται από κοινωνικά δικαιώματα, η απογύμνωση της εργασίας από τα θεσμικά της ερείσματα, γύρω από τα οποία συγκροτήθηκαν κοινωνικό κράτος και μαζικές δημοκρατίες. Πρόκειται για βαθιά αναμόχλευση της κοινωνίας, για ριζοσπαστικό πρόγραμμα χωρίς τέλος, για διαρκή επανάσταση των ελίτ. Η κρίση στην Ελλάδα ήταν η μεγάλη ευκαιρία να μπει η χώρα σε μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, λέγεται. Tο Μνημόνιο μπορεί να απέτυχε, αλλά αυτό βαραίνει λιγότερο, αρκεί που η χώρα μπήκε στην πορεία των Μνημονίων, επομένως των μεταρρυθμίσεων.

Δεν υπάρχει επιστροφή στην κατάσταση προ κρίσης

 Το ζήτημα είναι οι πολιτικές της ανάταξης. Σε ποια κατεύθυνση και με ποιο σκεπτικό θα κινηθούν; Είναι σαφές πως η χώρα δεν μπορεί να επανέλθει στην προ κρίσης κατάσταση. Για δύο λόγους:

α) Η προ κρίσης εποχή εγκυμονούσε την κρίση. Η διασπάθιση του δημόσιου χρήματος σε πελατειακές και αντιπαραγωγικές δραστηριότητες χρησιμοποιείται μεν ως πρόσχημα για περικοπές κοινωνικών δαπανών, αλλά επί δεκαετίες υπήρξε γεγονός. Όχι μόνο για τους πολλούς, ή φθίνουσες κοινωνικές κατηγορίες όπως οι αγρότες, αλλά και για τους λίγους και ισχυρούς: βιομηχανία, τράπεζες, μεγάλα μηντιακά συγκροτήματα επωφελήθηκαν από επιδοτήσεις, φοροαπαλλαγές, δημόσιες παραγγελίες. Συγκροτούσε τρόπο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, υποκατάστατο, μεθαδόνη για να φενακίζει δυσαρέσκειες και αντιπαραθέσεις. Επιθυμεί κανείς να επανέλθουμε σε παρόμοια νοσηρή κατάσταση;

β) Η κρίση δεν είναι απλώς μια καπιταλιστική κρίση, όπως οι προηγούμενες. Έχουν συμβεί κοσμοϊστορικές μεταβολές σε πλανητική κλίμακα:

Πρώτον, μετατόπιση των οικονομικών δραστηριοτήτων από τη Δύση στην Ανατολή, και συνακόλουθα κοινωνικό νταμπινγκ από κοινωνίες με απουσία κοινωνικού κράτους, αλλά και διαφορετική δημογραφική δομή. Οι χώρες της Δύσης έχουν βεβαρημένα κοινωνικά έξοδα και λόγω της ηλικιακής πυραμίδας, σε αντίθεση με την Ανατολή και τις νεανικές κοινωνίες της.

Δεύτερον, η πορεία εξάντλησης των ενεργειακών πόρων και η συνακόλουθη πορεία των τιμών, τόσο στην ορυκτή ενέργεια και τα μεταλλεύματα όσο και στα τρόφιμα. Αυτές οι μεταβολές δημιουργούν ένα ρευστό έδαφος που μετατρέπουν τις πολιτικές λιτότητας, από προϋπόθεση εξυγίανσης και αφετηρία ανάπτυξης, σε πίθο των Δαναΐδων, σε ατελέσφορα επαναλαμβανόμενη πολιτική.

Τρίτον, η ηλεκτρονική και διαδικτυακή επανάσταση. Αντικαθιστά τη δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση, αλλά μαζί της ακυρώνει θέσεις εργασίας, σταθερότητα απασχόλησης, την κλασική εργατική τάξη, το κράτος πρόνοιας, τον συνδικαλισμό και την προστατευτική εργατική νομοθεσία. Η νέα τεχνολογία συνεπάγεται καινούργιες ρευστές μορφές σύναψης εργασίας, κεφαλαίου και κοινωνίας, εκτός ορίων εθνικού κράτους. Οι αλλαγές δεν αφορούν μόνο κάποιες παραμέτρους, αλλά το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων. Δεν υπάρχει επομένως δρόμος επιστροφής στις πριν την κρίση ρυθμίσεις και βεβαιότητες.

Η κριτική προς τα Μνημόνια και τον καταιγισμό των μέτρων που μεταβάλλουν την ελληνική κοινωνία έφερε την Αριστερά σε θέση άμυνας. Κατηγορείται για το «όχι σε όλα», πως αντιτίθεται σε όλες τις μεταβολές, επομένως ότι υποστηρίζει την παλιά τάξη πραγμάτων που έχει κιόλας δαιμονοποιηθεί. Η εκλογική της έκρηξη αποδίδεται στη μετακίνηση στρωμάτων που δεν θέλουν να αλλάξει τίποτε. Εκείνο που δεν φάνηκε είναι οι λύσεις στα προβλήματα, η στρατηγική της, το σχέδιό της για την κοινωνία, η κατεύθυνση και η φιλοσοφία του. Αυτό επείγει να φανεί με σαφήνεια.

Θα μπορούσε η Αριστερά να κάνει μια διάκριση σε καλές και κακές μεταρρυθμίσεις; Το επιχείρησε ένα κομμάτι της. Αποτέλεσμα; Η πλήρης αποδοχή όλου του πακέτου, χωρίς πρακτική δυνατότητα επιλογής ή διαφοροποίησης, πράγμα που δημιούργησε, εξάλλου, σε ευρύτατα στρώματα, δυσπιστία προς οποιαδήποτε έννοια μεταρρυθμίσεων. Ποια είναι λοιπόν τα κομμένα νήματα;

Μια νέα αριστερή αφήγηση στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης

Παρά την κριτική στα Μνημόνια, η Αριστερά είναι υποχρεωμένη να ξαναπιάσει το νήμα των αλλαγών που έχει επιφέρει η παγκοσμιοποίηση στις κοινωνίες. Δεν μπορεί να επιστρέψει σε πολιτικές που σάρωσε η παγκοσμιοποίηση, που προϋποθέτουν κλειστή εθνική αγορά. Πρέπει να καταλάβει τα όρια της παρέμβασης του κράτους, που έχουν αλλάξει, να σκεφτεί τις νέες κατευθύνσεις της δράσης του.
Η παγκοσμιοποίηση μας προκαλεί να σκεφτούμε διαφορετικά την ίδια τη νεωτερικότητα, να τη σκεφτούμε εκτός Δύσης, έξω από τα παραδοσιακά της κέντρα, ως παγκόσμιο φαινόμενο. Αυτή η αλλαγή ιστορικής οπτικής μάς απελευθερώνει από τον δυτικό εξελικτισμό, την ιστορική τελεολογία της συνεχούς προόδου. Όπως η αυγή του καπιταλισμού, τον 18ο και τον 19ο αι. συνοδεύτηκε από την έκρηξη της δουλοκτησίας, έτσι και η σύγχρονη παγκοσμιοποίηση αποτελεί μια νέα φάση αναδιάταξης και συνύπαρξης διαφορετικών μορφών εργασίας, εκμετάλλευσης και κοινωνικής συμβίωσης. Αλλά αν η προηγούμενη ιστορική φάση του καπιταλισμού αφηγηματοποιήθηκε, εν πολλοίς, μέσα από τη Γαλλική Επανάσταση, ως προς τα πολιτικά δικαιώματα και την πολιτική κοινότητα, και από το Κεφάλαιο του Μαρξ, ως προς την οικονομική διάρθρωση και τον ρυθμό της, τούτη η καινούργια ιστορική περίοδος έχει αφηγηματοποιηθεί μέσα από τον νεοφιλελεύθερο λόγο, που μέρος του είναι και ο λόγος περί μεταρρυθμίσεων. Δεν πρόκειται όμως για απλό αφήγημα αλλά για μια κουλτούρα γνώσης που επιβάλει ορολογία, σενάρια και τρόπους σκέψης. Έχει συγκροτηθεί ως επιστημονικός κλάδος, ως διανοητικός χάρτης που περιγράφει τη νέα εποχή, τη θέση μας σ’ αυτή, τα καθήκοντα και το μέλλον μας.

Επομένως, η Αριστερά πρέπει να αποπειραθεί ένα δύσκολο έργο. Αφενός, να σκεφτεί το πλαίσιο και την κατεύθυνση των αλλαγών που πρέπει να επιχειρήσει, ενσωματώνοντας τις μεγάλες μεταβολές. Αφετέρου όμως, οφείλει να επινοήσει και το εννοιολογικό πλαίσιο και την κατεύθυνση. Δεν υπάρχει σήμερα ένα εγκαθιδρυμένο και κωδικοποιημένο εναλλακτικό μοντέλο πολιτικής, όπως λ.χ. στη δεκαετία του ’60 ή του ’70. Αυτό δίνει στις ελίτ τη δύναμη να υποστηρίζουν ότι There Is No Alternative.

Η εναλλακτική κατεύθυνση πρέπει βεβαίως να ενσωματώνει αξίες των αντιπαγκοσμιοποιητικών κινημάτων ή των πλατειών (λ.χ. «Οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη», ή «Η αλληλεγγύη πάνω από τον ανταγωνισμό»), αλλά αυτό είναι εκδήλωση καλών προθέσεων. Δεν φτάνει. Κυρίως οφείλει να επεξεργαστεί τις κοσμοϊστορικές μεταβολές και τα ιστορικά συμφραζόμενα μέσα στα οποία εξελίσσεται η κρίση. Δεν πρόκειται για μια εναλλακτική εξόδου από την κρίση, αλλά για μια εναλλακτική πλοήγησης στις άγνωστες θάλασσες της κρίσης. Όσοι υπόσχονται έξοδο από την κρίση ή δεν γνωρίζουν το βάθος και την έκτασή της ή δημαγωγούν. Η τεχνογνωσία της πλοήγησης στην κρίση είναι βασικό στοιχείο της κατάρτισης μιας μεταρρυθμιστικής ατζέντας. Πρόκειται για τη διαχείριση μιας δίκαιης λιτότητας, φιλικής στην κοινωνία, συμβατή και με τους περιβαλλοντικούς περιορισμούς, και ασφαλώς οι μορφές αλληλεγγύης που έχουν αναπτυχθεί είναι πολύτιμα συστατικά μιας παρόμοιας πολιτικής.

Τέλος,  Ελλάδα  και  Ευρώπη: Στη   συνάφεια της κρίσης, προσφέρεται μια ανάπτυξη βασισμένη στην εσωτερική διαφοροποίηση της Ευρώπης σε έμμεσα αποικιακές και αποικιοκρατούμενες ζώνες, ένα καινούργιο φαινόμενο εσωτερικής αποικιοποίησης. Κάτι ανάλογο συνέβη και στην Ανατολική Ευρώπη. Άρα χρειάζεται μια προοπτική των διαδικασιών ανασυγκρότησης μιας ευρωπαϊκής  κοινότητας αλληλεγγύης και συνευθύνης.

Η πολιτική και διανοητική παράδοση της  αριστερής κριτικής

Το άλλο νήμα αφορά την κριτική της ελληνικής κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος. Η Αριστερά αντιτάχθηκε δικαίως στην προσπάθεια ενοχοποίησης της ελληνικής κοινωνίας για την κρίση και υπέδειξε σωστά ότι αυτή ήταν μια ενορχηστρωμένη επιχείρηση για να περάσουν ευκολότερα οι νέες πολιτικές. Η ενοχοποίηση της μεταπολίτευσης ήταν ενοχοποίηση της δημοκρατίας και των πολιτικών αντίστασης από το 1974. Αλλά η απόκρουση αυτής της κριτικής έφερε πάλι την Αριστερά σε μια θέση άμυνας, ευάλωτη σε κατηγορίες πως υπερασπίζεται τα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας. Υποκριτικές κατηγορίες βέβαια, από τις δυνάμεις που είχαν την ευθύνη διακυβέρνησης, όχι απλώς στη μεταπολίτευση αλλά τον τελευταίο μισό αιώνα. Αποτέλεσμα; Η Αριστερά άφησε έδαφος σε όλους εκείνους που ιδιοποιούνται την ανάγκη αλλαγών. Ωστόσο, ως πολιτική αλλά και διανοητική παράδοση, η Αριστερά αναπτύχθηκε στη βάση μιας πολυεπίπεδης κριτικής απέναντι στην ελληνική κοινωνία, στις κοινωνικές και ιδεολογικές αγκυλώσεις και τροπές της, από την εποχή του Γεωργίου Σκληρού, του Δημήτρη Γληνού, της Επιθεώρησης Τέχνης και του Πολίτη. Πώς είναι δυνατό να μην ξαναπιάσει το νήμα αυτής της κριτικής σήμερα;

Η Αριστερά, επομένως, δεν μπορεί να είναι πειστική χωρίς ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, χωρίς να παρουσιάσει νέο όραμα, χωρίς να επεξεργαστεί σχέδιο αλλαγής. Σε μια άλλη μεγάλη κρίση, στα χρόνια της Κατοχής, η πειστικότητα του ΕΑΜ δεν προήλθε ούτε μόνο επειδή πολεμούσε τους κατακτητές, ούτε μόνο επειδή συναρθρωνόταν με τα κοινωνικά δίκτυα αλληλεγγύης και τις καθημερινές διεκδικήσεις, για τις οποίες αδιαφορούσαν οι άλλες πολιτικές δυνάμεις. Αν εκείνες ήθελαν να ανασυστήσουν το προ του πολέμου και της δικτατορίας Μεταξά παρελθόν, το ΕΑΜ πρόβαλλε μια πρόταση για το μέλλον, για τη νέα Ελλάδα.

Η εννοιολόγηση της μεγάλης αλλαγής

 Μήπως όμως το όραμα μιας συνολικής ανατροπής είναι αρκετό, κι αυτό θα πρέπει να αποτελεί τον στόχο της Αριστεράς; Μήπως από αυτή την συνολική ανατροπή τα άλλα έπονται; Μήπως δηλαδή στο ερώτημα «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση», το οποίο έθετε η Ρόζα Λούξεμπουργκ στη Γερμανία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η απάντηση, και τότε και τώρα, είναι Επανάσταση;

Με όσα έχουν συμβεί έναν αιώνα από τότε, έχει αλλάξει και η έννοια επανάσταση και η έννοια μεταρρυθμίσεις. Η μεν πρώτη δεν μπορεί πλέον να αναφέρεται σε ένα πολιτικό συμβάν ή την κατάληψη της εξουσίας με έφοδο. Άλλωστε, η διατήρηση της εξουσίας από δυνάμεις που επεδίωκαν βαθιές αλλαγές αποδείχτηκε πιο δύσκολη από την κατάληψή της. Μα και η σημασία των μεταρρυθμίσεων έχει αλλάξει από τότε, και όχι μόνο γιατί ιδιοποιήθηκαν τον όρο οι ελίτ. Κρίσεις σαν και αυτήν που βιώνουμε σαρώνουν σταδιακές αλλαγές και κεκτημένα, όπως συνέβη με το κράτος πρόνοιας. Το σημερινό πλαίσιο είναι πολύ διαφορετικό από το πλαίσιο του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, όπως και ο καπιταλισμός είναι πολύ διαφορετικός, οργανωμένος και έτοιμος να αντιδράσει. Η έννοια της μεγάλης αλλαγής, μιας αλλαγής ρότας, πρέπει να εννοιολογηθεί εξολοκλήρου ξανά. Το σημερινό σχέδιο δεν μπορεί να είναι παρά μια μεγάλη αλλαγή, που θα περιλαμβάνει μια κλίμακα μεταρρυθμίσεων, από εκείνες που βελτιώνουν την καθημερινότητα έως τις μεγάλες, διαρθρωτικές και συστημικές μεταρρυθμίσεις. Το ζήτημα είναι να επαναφέρουμε στην ατζέντα της Αριστεράς τις μεταρρυθμίσεις, να διεκδικήσει η Αριστερά τη σημαία των μεταρρυθμίσεων. Εκείνο που συνέβη έως τώρα είναι η πειρατεία του νοήματος των μεταρρυθμίσεων και ταυτόχρονα η δυσφήμιση της έννοιας τους τόσο πολύ, ώστε να οδηγήσει αρκετούς στην αμφισβήτηση κάθε έννοιας αλλαγών ή στην παράλυση κάθε απόπειρας να αλλάξει κάτι.

Η Αριστερά στη σημερινή Ελλάδα δεν είναι μια μικρή δύναμη που καλλιεργεί ιδέες και στάσεις που δημιουργούν ταυτότητες οι οποίες θα γίνουν κάποτε ενεργή πολιτική δύναμη. Διεκδικεί και την εμπιστεύονται πολλοί να κυβερνήσει. Η καταστροφή που θα επιφέρει, αν δεν τα καταφέρει, δεν αφορά μόνο την ίδια. Θα σβήσει κάθε εστία κριτικής εναντίωσης. Η αποτυχία θα γίνει τραγωδία για τη χώρα.

Πρέπει λοιπόν να κατανοήσουμε τις μεταρρυθμίσεις ως πεδίο αναμέτρησης· αναμέτρησης για το πώς θα αλλάξει μια κοινωνία που δεν μπορεί παρά να αλλάξει. Δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής στο status quo ante, στην προ κρίσης εποχή. Ο κίνδυνος όμως δεν είναι μόνο η ήττα, αλλά η εγκατάλειψη εκ των προτέρων του πεδίου των μεταρρυθμίσεων στον εχθρό. Γιατί η κατάκτηση του πεδίου αυτού, και μάλιστα χωρίς αμφισβητήσεις, του χαρίζει τεράστιο πλεονέκτημα.


Ο Αντώνης Λιάκος διδάσκει σύγχρονη Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είναι μέλος του συντονιστικού της Πρωτοβουλίας για την υπεράσπιση της κοινωνίας και της δημοκρατίας. Το άρθρο βασίζεται στην εισήγησή του στο Κρίση-μο σεμινάριο «Γιατί το κράτος; Ο λόγος περί μεταρρυθμίσων», 12.11.2012 (εισηγητές: Κ. Γαβρόγλου, Α. Λιάκος, Δ. Χριστόπουλος, συντονιστής: Κ. Παπαϊωάννου).