27/3/13

Είναι ο καπιταλισμός, ανόητε... - του Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδη

Σε αντίθεση με τις φυσικές, στις κοινωνικές επιστήμες δεν έχουμε την πολυτέλεια των πειραμάτων: αν θεωρούμε ότι κάτι επιδρά αιτιωδώς στην εκδήλωση ενός φαινομένου, δεν είναι δυνατόν να αποδείξουμε τον ισχυρισμό μας «οργανώνοντας» ένα πείραμα. Με εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, κάτι τέτοιο και ανέφικτο είναι (: ως όντα με ελεύθερη βούληση, οι άνθρωποι αντιδρούν ακυρωτικά σε ό,τι διατείνεται πως μπορεί νομοτελειακά να προδικάσει τη συμπεριφορά τους) και προσκρούει σε βασικές αρχές της επιστημονικής ηθικής (: σε αντίθεση με τις πρακτικές της αρπακτικής ευρωγραφειοκρατίας του νεοφιλελεύθερου εσμού, οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν νοείται να εκλαμβάνονται ως πειραματόζωα). Ολα αυτά όμως σε καμία περίπτωση δεν αποτρέπουν τον νου από το επιστημονικά  καταστατικό αίτημα της τεκμηριωμένης επεξήγησης. Πειράματα δεν γίνονται (και δεν πρέπει να γίνονται), όμως η πραγματικότητα - δυστυχώς ή ευτυχώς - μας εφοδιάζει με άφθονο υλικό που επιτρέπει την ασφαλή εξαγωγή συμπερασμάτων περί των αιτών που διέπουν τα κρίσιμα κοινωνικά φαινόμενα. Με τρόπο δραματικό, τέτοιο ακριβώς υλικό εισφέρει και η περίπτωση της Κύπρου. Υπό ποία έννοια; Με ποιον τρόπο;

Στον πρώτο τόμο του κλασικού του έργου A System of Logic, ο John Stuart Mill εξήγησε ότι «αν δύο ή περισσότερες περιπτώσεις κατά τις οποίες εμφανίζεται ένα φαινόμενο [ή αποτέλεσμα] έχουν έναν και μόνο κοινό παράγοντα... ο παράγοντας αυτός είναι... είτε η αιτία είτε αναγκαίο τμήμα της αιτίας του φαινομένου αυτού». Συγκρινόμενη με την περίπτωση της Ελλάδας, η κυπριακή τραγωδία είναι τόσο αποκαλυπτικά διδακτική ακριβώς διότι, πριν από την εκδήλωση της πρόσφατης κρίσης, η Κύπρος δεν είχε σχεδόν κανέναν «κοινό παράγοντα» με την Ελλάδα: προϋπολογισμοί όχι ελλειμματικοί, αλλά πλεονασματικοί· εξωτερικό χρέος όχι υπέρογκο, αλλά απολύτως ελεγχόμενο (κάτω από το 60% του ΑΕΠ - δηλαδή επιδόσεις καλύτερες και από τις αντίστοιχες γερμανικές)· φορολογικοί συντελεστές όχι πάνω, αλλά πολύ κάτω του ευρωπαϊκού μέσου όρου (10% αντί 25%)· δημόσιο τομέα όχι μεγάλο, αλλά χαρακτηριστικά μικρό και αποτελεσματικό. Και όμως! Οπως και η Ελλάδα, έτσι και η Κύπρος βρέθηκε στη δίνη μιας καταστρεπτικής κρίσης που, αρκετούς μήνες πριν από την πρόταση για «κούρεμα» των καταθέσεων, οδήγησε σε μνημόνιο με συνακόλουθη μείωση μισθών κατά 15% και βαθιά ύφεση. Ποιος είναι λοιπόν ο «κοινός» - και, στις περιστάσεις, ηλεγμένα γενεσιουργός - παράγοντας; Ποιος άλλος από την αχαλίνωτη, τοξική κερδοσκοπία των τραπεζών; Το γεγονός ότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις, όπως και σε όλες ανεξαιρέτως τις άλλες που πλήττονται από την κρίση, η οικονομία κινείται με βάση τις ανάγκες του τραπεζικού τομέα.

Το στοιχείο αυτό είναι που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε και τον μηχανισμό της κρίσης - όχι μόνο στην Κύπρο, αλλά και γενικότερα. Δομική αιτία του προβλήματος (που, στην τρέχουσα συγκυρία, είναι παγκόσμιο και συστημικό) δεν είναι λοιπόν οι υπέρογκες δημόσιες δαπάνες, ο «κακός» δημόσιος τομέας και οι δήθεν «παχυλές» αμοιβές και συντάξεις της προηγούμενης περιόδου, αλλά η κρατικά επικουρούμενη χρηματιστικοποίηση των οικονομιών, η έκρηξη του τραπεζικού τομέα - εξέλιξη που επήλθε ακριβώς λόγω της συρρίκνωσης του μεριδίου της εργασίας και της σταδιακής διάλυσης του κράτους πρόνοιας: πώς να αντεπεξέλθουν οι πολίτες στις απαιτήσεις μιας ολοένα και πιο ιδιωτικοποιούμενης ζωής χωρίς δάνεια;

Παρακάμπτοντας το ρίσκο της ολοένα μειούμενης πιστοληπτικής ικανότητας των πελατών τους, οι τράπεζες στράφηκαν στις ανάγκες αυτές αρπακτικά και κερδοσκόπησαν σωρεύοντας κατά κανόνα τοξικά ομόλογα. Οταν οι φούσκες έσκασαν, οι κυβερνήσεις έσπευσαν να στηρίξουν τους φαύλους τραπεζικούς τομείς αφαιρώντας μαζικά πόρους από την κοινωνία. Την ώρα που η ελληνική κοινωνία χειμάζεται, π.χ., οι ελληνικές τράπεζες είχαν - ως τα μέσα του 2011 - αντλήσει από το Ελληνικό Δημόσιο πάνω από €100 δισ. Στις μέρες μας είναι πλέον ευρύτατα αποδεκτό ότι, με τον τρόπο αυτόν, το πρόβλημα όχι μόνο δεν λύνεται, αλλά - το ακριβώς αντίθετο - παίρνει τις δραματικές διαστάσεις που όλοι γνωρίζουμε: Η ύφεση βαθαίνει, η ανεργία εκτοξεύεται, ο κοινωνικός ιστός καταρρέει.

Σπάνια όμως συνειδητοποιούμε ότι η έκβαση αυτή όχι μόνο συμπτωματική δεν ήταν, αλλά, με όρους συστημικής αναπαραγωγής, υπήρξε απολύτως φυσιολογική, αν όχι αναγκαία: αλλιώς δεν θα υπήρχε παράταση της ανάπτυξης, αλλιώς αυτό που η Κύπρος, η Ελλάδα, οι υπόλοιπες χώρες του Νότου (και σταδιακά ολόκληρη η Ευρώπη) σήμερα βιώνουν θα είχε απλώς επέλθει πολύ νωρίτερα. Τα γεωπολιτικά παιχνίδια και οι αποικιακοί τροπισμοί της γερμανικής κυριαρχίας αποτελούν βεβαίως κρίσιμα συστατικά στοιχεία της τρέχουσας πολιτικής πραγματικότητας. Ομως το βασικό περιεχόμενο, η ουσία της κρίσης, είναι η τοξική χρηματοπιστωτική λειτουργία που, στην ιστορική συγκυρία που διανύουμε, αποτελεί την επιτομή του καπιταλισμού - όπως και ο κυπριακός εφιάλτης καταδεικνύει, αιτία των δεινών είναι ο καπιταλισμός, ανόητε!

Οι πολιτικές προεκτάσεις του συμπεράσματος είναι και εξαιρετικά κρίσιμες και αρκούντως προφανείς.

Ένα κείμενο (από εδώ) του Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδη (επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, Life Member στο Πανεπιστήμιο Cambridge).

17/3/13

Tower of Song




Ένα τραγούδι του Leonard Cohen.


Well my friends are gone and my hair is grey
I ache in the places where I used to play
And I'm crazy for love but I'm not coming on
I'm just paying my rent every day
Oh in the Tower of Song

 
I said to Hank Williams: how lonely does it get?
Hank Williams hasn't answered yet
But I hear him coughing all night long
A hundred floors above me
In the Tower of Song

 
I was born like this, I had no choice
I was born with the gift of a golden voice
And twenty-seven angels from the Great Beyond
They tied me to this table right here
In the Tower of Song

 
So you can stick your little pins in that voodoo doll
I'm very sorry, baby, doesn't look like me at all
I'm standing by the window where the light is strong
Ah they don't let a woman kill you
Not in the Tower of Song

 
Now you can say that I've grown bitter but of this you may be sure
The rich have got their channels in the bedrooms of the poor
And there's a mighty judgement coming, but I may be wrong
You see, you hear these funny voices
In the Tower of Song

 
I see you standing on the other side
I don't know how the river got so wide
I loved you baby, way back when
And all the bridges are burning that we might have crossed
But I feel so close to everything that we lost
We'll never have to lose it again

 
Now I bid you farewell, I don't know when I'll be back
There moving us tomorrow to that tower down the track
But you'll be hearing from me baby, long after I'm gone
I'll be speaking to you sweetly
From a window in the Tower of Song

 
Yeah my friends are gone and my hair is grey
I ache in the places where I used to play
And I'm crazy for love but I'm not coming on
I'm just paying my rent every day
Oh in the Tower of Song

9/3/13

Αποφορά πτώματος σε αποσύνθεση - του Κώστα Παπαϊωάννου


Επόμενη μέρα και ακόμα να φύγει η γεύση του εμετού. Άνοιξε η σχάρα του υπονόμου και γέμισε το δικαστήριο μυώδη λύματα. Με σκούφους μέχρι τα μάτια όρθιοι απέναντι στην έδρα, με γάντια, με φουλφέις. Ένα διαρκές απειλητικό κυνήγι eye contact, ένα ατέλειωτο “θα τα πούμε έξω”. 

Αφού το δικαστήριο δέχτηκε να δικάσει σε αυτή την αίθουσα, η απόφαση ήταν προδιαγεγραμμένη από τις 9 το πρωί, όταν ξεκίνησε να δικάζει άλλη υπόθεση. Σε αυτή την αίθουσα, απλούστατα ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΚΑΣΙΔΙΑΡΗ. Αν η καταδίκη ήταν μια πιθανότητα, η διαδικασία θα είχε μεταφερθεί αλλού. Απέναντι σε 150 νεάτερνταλ μόνο αθώωση μπορούσε να αρθρωθεί. Τουλάχιστον από αυτό το ψοφοδεές δικαστήριο, όπως το είδαμε χτες. Απλά πράγματα.

Και κάτι –εκτός από σεβασμό- για την ηρωική μάρτυρα κατηγορίας που πέρασε χτες τα πάνδεινα και τον παθόντα που έμεινε να αναρωτιέται εάν όντως δέχτηκε επίθεση. Ήταν σαφές το μήνυμα που έστειλαν οι δικαστικές αρχές χτες: κανείς ποτέ να μη διανοηθεί να στραφεί δικαστικά κατά των νεοναζί, κανείς να μην πάει μάρτυρας εάν δει τα εγκλήματά τους. 

Οι ένοχα σκυφτοί ώμοι του Εισαγγελέα καθώς πρότεινε την αθώωση “αφού η ΧΑ εξάλλου καταδικάζει τη βία” και το τραύλισμα του τρομοκρατημένου Προέδρου την ώρα της ετυμηγορίας είχαν την αποφορά πτώματος σε αποσύνθεση, του πτώματος της ελληνικής Δικαιοσύνης.

                                                                  του Κωστή Παπαϊωάννου (από εδώ)

Οι σοφοί και αδέκαστοι τεχνοκράτες - του Κωνσταντίνου Πουλή




«Ο καθένας μπορεί να σηκωθεί και να πει τη γνώμη του, είτε είναι μαραγκός, είτε σιδεράς, τσαγκάρης, έμπορος, καπετάνιος, πλούσιος, φτωχός, ευγενής, αγροίκος»

Πλάτων, Πρωταγόρας 319d


Η εχθρότητα προς τη δημοκρατία οφείλεται στην αχώνευτη διαπίστωση ότι μπορεί ποτέ ο κάθε άξεστος να αποφασίζει για τα κοινά, με εξίσου βαρύνουσα άποψη με την ελίτ. «Εγώ τον αγαπώ τον λαό, τη μυρωδιά του δεν αντέχω», όπως λέει μια ηρωίδα του Μπρεχτ. Η ιδέα αυτή συνοδεύει την απέχθεια προς τη δημοκρατία από την αρχαιότητα ώς τις μέρες μας, σε διάφορες παραλλαγές. Κατά καιρούς, στη σύγχρονη εποχή, μετά την εκκοσμίκευση της εξουσίας, που ξεγύμνωσε τους άρχοντες από το φωτοστέφανο της καταγωγής, επανέρχεται το ερώτημα γιατί να δεχτεί ο λαός να κυβερνηθεί. Ποιος ο λόγος δηλαδή να εγκαταλείψει κανείς την τύχη του στα χέρια κάποιων άλλων, κατά κανόνα διεφθαρμένων και σελέμηδων; Τη δημοκρατία τη διαπερνά το θεμελιώδες παράδοξο ότι ισχυρίζεται πως ο λαός πρέπει να ερωτάται για την ασκούμενη πολιτική, ενώ ταυτοχρόνως η ολιγαρχία δεν έχει βεβαίως καμία διάθεση να εγκαταλείψει τα συμφέροντά της προς όφελος του λαού. Με ποιους τρόπους επιτυγχάνεται αυτό; Αρκετοί είναι εντελώς γνώριμοι: η διαπλοκή των ελίτ με την κρατική εξουσία και τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Οι υπερεθνικές συσσωματώσεις στις οποίες ο λαός δεν έχει πρόσβαση και η δημοκρατία συνιστά μακρινή ανάμνηση. Εκεί όπου «το ριζικό μου ακόμα τι μου γράφει, το μελετάνε τρεις μηχανορράφοι», που θα έλεγε ο Καμπανέλλης. 

Όταν όμως ο λαός τρελαίνεται και αρνείται να εκλέξει τους σωστούς εκπροσώπους, επιστρατεύεται η κατηγορία του λαϊκισμού: λαϊκισμός ονομάζεται η κοινωνική συνθήκη κατά την οποία τα αγγούρια σηκώνονται να δείρουν τον μανάβη, όταν δηλαδή ο λαός αρνείται να κυβερνηθεί κατά τις προσταγές των ελίτ. Η δουλειά των τεχνοκρατών είναι να πείθουν τότε τον κόσμο ότι μερικά πράγματα δεν υπάγονται σε δημοκρατική συζήτηση, γιατί τα επιβάλλουν οι αριθμοί και η κοινή λογική. Η έννοια του λαϊκισμού γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στις επιδιώξεις των ελίτ και το φάλτσο της έλλειψης λαϊκής συναίνεσης. «Κάτω από αυτόν τον όρο θέλουν να συγκαταλέξουν όλες τις μορφές αποσκίρτησης από την κυρίαρχη συναίνεση, είτε σχετίζονται με την υποστήριξη της δημοκρατίας είτε με φυλετικούς ή θρησκευτικούς φανατισμούς», εξηγεί ο Ζακ Ρανσιέρ. Στην πράξη, η βασική μέριμνα της εξουσίας είναι η κατάκτηση και ακολούθως η αποπολιτικοποίηση της δημόσιας σφαίρας, η διατύπωση του πολιτικού προβλήματος με απολιτικούς όρους, συνεχίζει. Αυτό το αναλαμβάνουν οι μάγοι των αριθμών. Οι ατσίδες των οικονομικών εξηγούν με ταχυδακτυλουργική άνεση πως: τρεις έντεκα, τρεις δώδεκα, τρεις δεκαπέντε κι έντεκα, τρεις το λάδι τρεις το ξύδι, πέντε το λαδόξυδο, άρα πρέπει να ξαναμειωθεί ο βασικός μισθός. 
  
Οι τεχνοκράτες πάντα ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν καλύτερα. Όμως η επιλογή μιας πολιτικής δεν είναι τηλεπαιχνίδι γνώσεων, είναι σύγκρουση συμφερόντων. Ο λαός μπορεί και πρέπει να αποφασίζει ανάμεσα στις εισηγήσεις των ειδικών, αυτό συνιστούσε τη δημοκρατική διέξοδο ήδη από την αρχαιότητα. Όμως, ποιος θα υποστήριζε σήμερα ότι οι ειδικοί έχουν τον έλεγχο της κατάστασης; Δεν χρειάζεται καθόλου να μπούμε στη συζήτηση για τον εσφαλμένο πολλαπλασιαστή. Χωρίς να υπεισέλθουμε σε πολλές λεπτομέρειες, δεν έχει επιβεβαιωθεί ως σήμερα καμία πρόβλεψη. Αν πρόκειται για ασύγγνωστη αστοχία ή για εσκεμμένη παραπλάνηση, είναι μια συζήτηση που καταλήγει σε δίκη προθέσεων. Το σίγουρο είναι πως αν εφαρμόσουμε το κριτήριο  της «αξιοκρατίας», το τόσο αγαπητό στους φιλελεύθερους, αυτή η πολιτική τάξη πρέπει να απολυθεί.

Συνήθως, όταν συζητούμε για την αμεροληψία των τεχνοκρατών, η κουβέντα εκτρέπεται στη διαφθορά. Η κυβέρνηση Σημίτη, π.χ., διαφημίστηκε μέχρι αηδίας ως το αντίβαρο στον παπανδρεϊκό λαϊκισμό. Η άνοδος του «λογιστή» Σημίτη, θα νοικοκύρευε τα οικονομικά μας, χωρίς μπαλκόνια και δημαγωγίες. Με το προνόμιο του χρόνου τώρα, ξέρουμε ότι εκείνη η περίοδος σημαδεύτηκε από την καθόλου νοικοκυρεμένη ένταξή μας στην ΟΝΕ και την ομολογημένη διαφθορά Τσουκάτου-Μαντέλη. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι αυτή η εξέλιξη δεν οφείλεται στην ηθική αδυναμία των προσώπων που ενεπλάκησαν, που λύνεται αν στη θέση τους επιλέξουμε άλλους, ηθικότερους. Αντί να οδυρόμαστε που δεν κυκλοφορούν στην πολιτική πιάτσα άνθρωποι με μεγαλύτερη αυτοσυγκράτηση, καλύτερα είναι να αναδείξουμε ένα αμιγώς πολιτικό συμπέρασμα: ο Σημίτης, ο Παπαδήμος, ο Μόντι, όπως και οι αντίπαλοί τους, έχουν συμμάχους και συμφέροντα. Προέρχονται από ένα κομμάτι της κοινωνίας συγκεκριμένο, και το υπερασπίζονται. Κι όταν δεν το υπερασπίζονται ωμά και παράνομα, το υπερασπίζονται προσεκτικά και νομότυπα, με χαριστικές διατάξεις. Αυτό είναι απολύτως λογικό και αναμενόμενο. Από τη δική μας πλευρά, εμείς που δεν έτυχε να είμαστε τραπεζίτες, πρωθυπουργοί, μεγαλοεπιχειρηματίες κοκ, μπορούμε έστω να ξεκαθαρίσουμε τους όρους αυτής της αντιπαράθεσης: να ξεκινήσουμε από την παραδοχή ότι δεν πρόκειται για κουίζ γνώσεων, όπου οι τεχνοκράτες ξέρουν να λύσουν τις εξισώσεις που δεν ξέρουν οι αναλφάβητοι του αμόρφωτου λαού. Καθένας έχει τις βλέψεις και τις αξιώσεις του. Ας οριοθετήσουμε το πεδίο, και μετά ας κριθεί η έκβαση από αυτόν τον ανταγωνισμό. Ο Πλάτων μπορεί να λέει ότι ο αθλητής ασχολείται με το τι του λέει ο προπονητής του, και όχι τι λέει ο υπόλοιπος κόσμος, που δεν έχει ιδέα από προπονητική. Όμως στην πλατωνική αλληγορία ο αθλητής και ο προπονητής έχουν κοινό στόχο. Στην πραγματική πολιτική, η δράκα των εξουσιολάγνων που γαντζώνεται πάνω στις καρέκλες δεν έχει καθόλου τα ίδια συμφέροντα με τον λαό που φιλοδοξεί να νουθετήσει.


Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, στο ένθετο του ThePressProject.
                                              
                                                  του Κωνσταντίνου Πουλή (από εδώ)

5/3/13

Συνέντευξη του Σπύρου Ι. Ασδραχά




Οι προϋποθέσεις μιας νέας ταξικότητας και ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ


Για τους διανοούμενους, το έθνος, την παγκοσμιοποίηση, το μοντέλο ανάπτυξης, την Αριστερά, τη Βαϊμάρη και τη Χρυσή Αυγή


Θέλουμε να ξεκινήσουμε ρωτώντας σας για τον ρόλο των διανοουμένων, στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, στις σημερινές συνθήκες της κρίσης.
 
Για τους διανοούμενους, το πρόβλημα είναι ηθικό. Αυτό σημαίνει την επιλογή ανάμεσα στον ατομοκεντρισμό και τη συλλογικότητα. Το ανθρώπινο είδος, ας μην το ξεχνάμε, ξεκίνησε ως συλλογικότητα, όπως τα οικολογικά συστήματα — και δεν αναφέρομαι μόνο στα δέντρα, τους θάμνους και τα ποτάμια, αλλά και στις ανθρώπινες συσσωματώσεις, όπως θα έλεγε ο Αβροτέλης Ελευθερόπουλος. Οι διανοούμενοι πρέπει να διαλέξουν σε ποια πλευρά του συνόρου θα τοποθετηθούν. Ανήκουν στους προνομιούχους ή σε εκείνους που χάρη στις ικανότητές τους μπόρεσαν να ανέβουν στις ψηλότερες βαθμίδες της οικονομικής και κοινωνικής πυραμίδας, όταν όμως καταφέρνουν να ξεπεράσουν αυτό τον ετεροπροσδιορισμό τότε δεν τους απομένει παρά να γίνουν επαναστάτες.
 Κατ’ εμέ, στο εθνικό μας δράμα, όταν πεινάει ο κόσμος, όταν δεν έχει λεφτά για πετρέλαιο και κρυώνει, όταν δημιουργούνται ξανά μορφές αλληλεγγύης –και είναι εξαιρετικά θετικές– που ίσχυαν μονάχα στην ιταλογερμανική Κατοχή, στις συνθήκες αυτές δεν τους απομένει άλλος δρόμος. Ανοίγοντας μια παρένθεση, θα διακινδυνεύσω να πω ότι το δράμα αυτό ξεκινάει από μια απάτη: όταν με τεχνάσματα μπήκαμε στην ευρωζώνη. Τα πρόσωπα που ευθύνονται είναι γνωστά. Και, βεβαίως, οι εταίροι θα πρέπει να ήταν σε θέση να καταλάβουν ότι όλα αυτά έγιναν με λογιστικά τεχνάσματα. Από εκεί αρχίζει ο κατήφορος, ο υπέρμετρος δανεισμός, αυτά που πληρώνουμε σήμερα…

Επανερχόμενος στον ρόλο των διανοουμένων, αφού με ρωτάτε, αναρωτιέμαι: Μπορεί ο οικονομολόγος να γίνει ξανά Κάρολος Μαρξ, να συμπεριφερθεί σαν οικονομολόγος, όχι σαν οικονομέτρης, σαν υποτακτικός του συστήματος; Και πάλι το πρόβλημα είναι ηθικό, και το ηθικό δεν σημαίνει ουτοπικό. Είναι η ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, με προέκταση στην καινούργια διατύπωση.

Και επειδή μιλήσαμε πριν για τους διανοούμενους, θυμάμαι ένα μότο, την κουβέντα ενός ληστή και βοσκού που είχε προτάξει ο Χομπσμπάουμ σε ένα βιβλίο του: Αχ, αφεντικά, αν ήξερα να διαβάζω και να γράφω, θα είχα καταστρέψει την ανθρώπινη ράτσα — αυτή την κουβέντα του ληστή και βοσκού θα έπρεπε να τη σκεφτούν σε βάθος οι διανοούμενοι και οι επαΐοντες.

  
Ποια στοιχεία θα επισημαίνατε από την ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης στην Ελλάδα;

Τα μεσαία στρώματα, στην Ελλάδα, και όχι μόνο σε αυτή, αποδιαρθώνονται. Τα μεσοστρώματα αποτελούσαν τον συνεκτικό ιστό της κοινωνίας, δημιουργούσαν μια μείζονα ισορροπία. Η υπερσυγκέντρωση υπήρχε, αλλά δεν υπερέβαινε τη μικροϊδιοκτησία, τη μικροεπιχείρηση, την αυτοαπασχόληση. Με τη λεγόμενη μνημονιακή πολιτική, τα στρώματα αυτά αποδιαρθρώθηκαν. Κατά την γνώμη μου, ο καινούργιος ΣΥΡΙΖΑ είναι το απείκασμα αυτής της αποδιάρθρωσης, η οποία δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας νέας ταξικότητας.

Όσον αφορά τη σημερινή κατάσταση, ακόμα και όσοι ανήκουν σε αυτό που αποκαλούμε μνημονιακό σύστημα λένε ότι ενέχει αντιφάσεις. Οι αντιφάσεις είναι τέτοιες, ώστε οι ελπίδες για το βραχυπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο μέλλον δεν σημαίνουν απολύτως τίποτε, δοθέντος ότι, για να συμβεί κάτι, θα πρέπει να έχει επέλθει η διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης. Αλλά η οικονομική ανάπτυξη πρέπει να είναι και κοινωνική ανάπτυξη. Τίποτε δεν εγγυάται ότι θα έχουμε μια τέτοια ανάπτυξη. Οι μυθολογίες ότι θα έρθουν οι ξένοι επενδυτές ανήκουν σε ένα σύστημα σπέκουλας, κερδοσκοπίας και όχι σε μια οικονομική λογική, καπιταλιστικού τύπου. Αλλά τι είδους καπιταλιστικού τύπου; Του βιομηχανικού; Ο καπιταλισμός έχει μετεξελιχθεί από βιομηχανικός σε χρηματιστικός. Μην περιμένουμε την ανάπτυξη με αυτούς τους όρους.


Πώς μπορεί να τοποθετηθεί σε αυτό η Αριστερά;

Ακριβώς επειδή υπάρχει, θα έλεγα, μια οπτική διαφορετικού τύπου ανάπτυξης, κι αυτή την οπτική την έχει επωμιστεί το καινούργιο πολιτικό σχήμα της Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, που έχει δημιουργηθεί και τείνει να εξορθολογιστεί, αυτό το καινούργιο μοντέλο συνεπάγεται τη ρήξη με το προτεινόμενο μοντέλο της δήθεν αναπτύξεως διά των επενδύσεων του χρηματιστικού κεφαλαίου, που δεν θα γίνει ποτέ ή θα γίνει υπό μορφή λεηλασίας.

Υπάρχει μια κατηγορία πολιτικών ανθρώπων που θέλουν να καταργήσουν τον δημόσιο τομέα και το εργαλείο του, που είναι το κράτος. Για να έχουμε ανάπτυξη θα πρέπει να γίνει ακριβώς το αντίθετο! Ενίσχυση του δημόσιου τομέα και υψηλού βαθμού εργαλειοποίηση του κράτους. Όσοι επαγγέλονται τον ελεύθερο ανταγωνισμό, ξεχνούν κάτι ουσιώδες: ότι η Σχολή του Σικάγο, λ.χ. έχει ως προϋπόθεση την ύπαρξη μιας ήδη ισχυρής οικονομίας.


Ας επανέλθουμε στο ζήτημα της νέας συλλογικότητας και ταξικότητας που θέσατε πριν.

Πρέπει να δημιουργηθεί μια καινούργια συλλογικότητα, η οποία θα αναχθεί σε μια νέα ταξικότητα. Ενιαία; Όχι. Εδώ νομίζω ότι η ανάλυση του ΚΚΕ, μολονότι στο στρατηγικό επίπεδο δεν θα με εύρισκε εντελώς αντίθετο, στο τακτικό επίπεδο με βρίσκει τελείως αντίθετο. Διότι έχουν λησμονήσει τον τακτικισμό του Λένιν και έχουν υποτάξει την τακτική στη στρατηγική.

Τα συστατικά στοιχεία αυτής της νέας ταξικότητας είναι, βέβαια, αντιφατικά, αντιθετικά. Αλλά η αντίθεση οδηγεί στη σύνθεση. Για παράδειγμα, ήθελα να επισημάνω τη φοβία της Αριστεράς στην έννοια του εθνισμού. Η δημιουργίας μιας εκσυγχρονισμένης Αριστεράς, εκ των πραγμάτων έχει μια αναγωγή στο έθνος — όχι με την έννοια της εθνοκαπηλείας, αλλά της εθνικής ανεξαρτησίας. Μιλάμε συνέχεια για την παγκοσμιοποίηση. Η παγκοσμιοποίηση, όμως, στην πραγματικότητα, είναι έθνη, κυρίαρχα και υποτασσόμενα έθνη. Κυρίαρχες αυτοκρατορίες, με εκπρεπή παραδείγματα την Κίνα και τη Ρωσία. Η παγκοσμιοποίηση δεν κατάργησε τα έθνη και τα έθνη δεν στριμώχνονται στην παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου. Διότι τα κεφάλαια παραμένουν εθνικά. Γιατί δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν τη γεωπολιτική.

Η σημερινή εικόνα των οικονομιών οδηγεί σε ένα παρωχημένο πρότυπο: των αυτοκρατοριών. Πότε η Κίνα θα μπορούσε να γίνει καταλύτης; Εάν από την εξωστρέφεια οδηγούνταν στην εσωστρέφεια. Όχι στις υπερβολές του Μάο Τσε Τουνγκ με τα μικρά καμίνια, αλλά με την ικανοποίηση των απαιτήσεων της εσωτερικής αγοράς. Αν συνέβαινε αυτό, θα μπορούσε να αλλάξει η τύχη του κόσμου.

Για να κλείσω το ζήτημα της καινούργιας συλλογικότητας, που πρέπει να αναχθεί σε μια καινούργια ταξικότητα. Στην Ελλάδα σήμερα, στο κοινοβουλευτικό σύστημα, αφού δεν θα έχουμε κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων κ.τ.ό., ο βασικός, ο κύριος κορμός της Αριστεράς είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Το ζήτημα είναι πώς θα πειστεί η πλειοψηφία των πολιτών ότι έχουν οι πολίτες μια κοινή μοίρα, αν εξαιρέσουμε μια μειοψηφία η οποία επωφελείται από την αποδόμηση. Και πώς θα συνειδητοποιήσει, η πλειοψηφία, ότι η επάνοδος σε ένα καθεστώς αυτοφενακισμού δεν είναι πλέον εφικτή.

Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα για τον ΣΥΡΙΖΑ στον οποίο, χωρίς να έχω καμία συμμετοχή, οργανωτική ή άλλη, ανήκω.

Κλείνοντας, θέλουμε τη γνώμη σας για δυο ζητήματα που συζητιούνται πολύ στον δημόσιο λόγο. Τις αναλογίες της σημερινής Ελλάδας με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και συνακόλουθα την άνοδο του νεοναζισμού.

Δεν νομίζω ότι οι οικονομικές αναλογίες είναι εκείνες, που θα έπρεπε να συγκεντρώσουν το ενδιαφέρον μας. Το ενδιαφέρον μας θα έπρεπε να επικεντρωθεί στην αποδιάρθρωση που συνεπέφερε η ανεργία στις δύο χώρες. Πρόκειται για μια αποδόμηση. Στη Γερμανία αυτή η αποδόμηση εκφράστηκε με επιθετικότητα, με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εδώ βέβαια δεν πρόκειται να εκφραστεί με κανενός τέτοιου είδους πόλεμο. Υπόκειται σε έναν οικονομικό πόλεμο, ο οποίος μπορεί να έχει κάποιες ισχνές αναλογίες με τις αντίστοιχες της μετα-Βαϊμάρης εποχής, αλλά δεν είναι ούτε ταυτόσημες ούτε ταυτίσιμες.
   
Και ο συσχετισμός της Χρυσής Αυγής με τον ναζισμό;
Νομίζω ότι υπάρχει μια ισχυρή αναλογία, λειτουργική και όχι δομική. Ας διευκρινίσω, βέβαια, ότι είμαι τελείως αντίθετος στη θεωρία ότι η Χρυσή Αυγή είναι το μακρύ χέρι του κεφαλαίου. Όπως δεν δέχομαι τη θεωρία, που έχει επικρατήσει, ότι ο ναζισμός και ο ιταλικός φασισμός –αφήνω στην άκρη τις ιδιαιτερότητες του φρανκισμού και της πορτογαλικής περιπτώσεως του Σαλαζάρ– ήταν το αναβλάστημα της αστικής τάξεως. Ήταν διαφορετικής κατηγορίας φαινόμενα, από τα οποία βεβαίως επωφελήθηκε η αστική τάξη, όπως και τα κινήματα αυτά επωφελήθηκαν από τον συνεταιρισμό τους με την αστική τάξη. Στην Ελλάδα αυτό που συμβαίνει είναι ότι μια μικρή ομάδα, με ένα είδος ημιμάθειας ή παραποίησης της Ιστορίας, έφτιαξε ένα ιδεολόγημα το οποίο επικεντρώθηκε στο πρόβλημα των μεταναστών. Στη Γερμανία στηρίχθηκε στο πρόβλημα του αντισημιτισμού.

Και έτσι σήμερα ανακύπτει η Χρυσή Αυγή που ταΐζει τους ομογενείς και μαχαιρώνει τους δυστυχισμένους ανθρώπους που τους έχει διώξει η φτώχια ή η πολιτική κατάσταση από τη χώρα τους και ήρθαν εδώ. Ήρθαν εδώ και τους εκμεταλλευθήκαμε, για να φτιάξουμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες και ένα σωρό άλλα. Το όλο ζήτημα μας παραπέμπει σε κάτι βαθύτερο: στη δυνατότητα εκμετάλλευσης του φόβου απέναντι στον άλλο από το φαινόμενο που λέγεται Χρυσή Αυγή. Η Αριστερά –και όχι ένα πανδημοκρατικό μέτωπο, αυτά είναι αφέλειες– είναι αυτή που θα αντιπαρατεθεί με τη Χρυσή Αυγή. Γιατί, κατά τα λοιπά, το πρόβλημα που τίθεται είναι ποιος θα αφομοιώσει ποιον: Η Ν.Δ. τη Χρυσή Αυγή ή η Χρυσή Αυγή τη Ν.Δ.;

Και σαν τελικό σχόλιο;

Αντί τελικού σχολίου, ας πω ότι αυτές είναι οι σκέψεις, αποσπασματικές, θολές ίσως, ενός ανθρώπου που βλέπει τον ήλιο της προσωπικής του ζωής να βυθίζεται στη θάλασσα. Και θυμάμαι ένα τραγούδι που λέγαμε, παιδιά, στην πατρίδα μου «Τρανός βασιλιάς με χρυσή φορεσιά γέρνει ο ήλιος στην κόκκινη Δύση». Οι δύσεις στη Λευκάδα είναι καταπληκτικές…



Τη συνέντευξη πήραν ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης και ο Στρατής Μπουρνάζος. Σε αυτήν έχουν ενσωματωθεί αποσπάσματα από τη συνέντευξη του Σπύρου I. Ασδραχά στη Νατάσσα Δομνάκη, για λογαριασμό του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων. Από εδώ.

2/3/13

#4



Στην ουρά της ακροδεξιάς ή εκεί που καταντάνε τα οράματα και τα ιδανικά όταν τα προδίδεις: τo ΠΑ.ΣΟ.Κ. (ΠΑνελλήνιο ΣΟσιαλιστικό Κίνημα - ας υπενθυμίσουμε) εν έτει 2013.