30/10/12

Πέρα από την τιμωρία και το δράμα - του Νικόλα Σεβαστάκη




Πέρα από την τιμωρία και το δράμα

Για ένα νέο πολιτισμικό υπόδειγμα

Στο Σημειωματάριο ενός κριτικού, ο αμερικανός κριτικός λογοτεχνίας Ίρβινγκ Χάου προτείνει τον όρο τιμωρητικό μυθιστόρημα (punitive novel) για να χαρακτηρίσει εκείνες τις μυθοπλασίες στις οποίες κυριαρχεί, σχεδόν δεσποτικά, ο πόνος και η ενοχή.[1] Σε αυτή τη λογοτεχνία, διατείνεται, η συσσώρευση μαρτυρίων φτιάχνει έναν «κανόνα του πόνου» ο οποίος υπονομεύει κάθε λυτρωτικό στοιχείο.  Η αφήγηση εξαντλείται στο να μεταδίδει στον αναγνώστη έντονη δυσφορία και πόνο, δίχως να προχωρεί πιο πέρα, αποδίδοντας, λογοτεχνικά, την «πληρότητα της ανθρώπινης ύπαρξης».

Το λυτρωτικό στοιχείο δεν πρέπει να ταυτίζεται εδώ με το happy ending, τη μαγική επίλυση των δραματικών συγκρούσεων με την οποία ανταμείβεται, ενίοτε, ο υπομονετικός αναγνώστης. Το ζήτημα το οποίο θέτει ο Χάου είναι η πραγματική «των παθημάτων κάθαρσις», και  όχι η εξάλειψή τους σε ένα φινάλε απατηλής εκπλήρωσης.

Από μια άποψη πιστεύω ότι αντιμετωπίζουμε σήμερα ένα ανάλογο πρόβλημα. Το μυθιστόρημα της ελληνικής κρίσης τείνει, όλο και περισσότερο, να λάβει τον χαρακτήρα και το ύφος μιας «τιμωρητικής νουβέλας». Οι εξιστορήσεις απωλειών και η περιγραφή των συλλογικών και προσωπικών μας δεινών αντιστοιχούν σε έναν «κανόνα του πόνου». Έτσι, οι μνημονιακές δυνάμεις επιμένουν στην καθολική ενοχή και η Αριστερά στην ενοχή συγκεκριμένων συμφερόντων και πρακτικών. Οι πρώτες χειρίζονται τον πόνο για να νομιμοποιήσουν τα χειρουργεία των αλλεπάλληλων μέτρων. Και η Αριστερά όμως, παρά τις αναφορές στην ελπίδα, δείχνει κυρίως προς τα σημάδια των καταστροφών που επήλθαν και προς αυτές που, μάλλον, θα συμβούν.

Τι λείπει; Θα έλεγα ότι λείπει η λυτρωτική διάσταση. Λείπει, ακόμα, μια εξιστόρηση ικανή να αποδώσει σημασία στην «πληρότητα της ελληνικής εμπειρίας» των τελευταίων δεκαετιών. Η ελπίδα, αν δεν είναι απλώς το κέλυφος μιας νοσταλγίας, θα έπρεπε ίσως να αποβλέπει στη μεταμόρφωση της σωρευμένης εμπειρίας, στη μετάπλασή της σε ένα νέο πολιτισμικό υπόδειγμα. Αυτό ωστόσο το στοιχείο της κριτικής επεξεργασίας αναβάλλεται διαρκώς, όταν δεν υποχωρεί τελείως εμπρός στη βιαιότητα των όσων επαπειλούνται στο παρόν. Η οδύνη του παρόντος οδηγεί έτσι, ανεπαισθήτως, και σε ένα είδος συγχώρεσης της ελληνικής εμπειρίας η οποία προηγήθηκε της κρίσης. Η κριτική στους πόνους του παρόντος προσπερνά την ανάγκη κριτικής υπέρβασης του πολιτισμικού προτύπου το οποίο στέγασε την Ελλάδα των χρόνων της ανόδου.

Ποια ήταν τα χαρακτηριστικά αυτού του πολιτισμικού προτύπου; Θα έλεγε κανείς ότι σε αυτό το πρότυπο η επαγγελία του νεωτερικού διολίσθησε ευθύς εξαρχής στις παθολογίες του μοντέρνου, σε ένα ασταθές μίγμα επίπεδου «τεχνοκρατικού» νεοφιλελευθερισμού και ατομικιστικού ηδονισμού. Αυτό το μίγμα προσκολλήθηκε για κάποια χρόνια στις διάφορες πλατφόρμες εκσυγχρονισμού, οι οποίες φυσικά δεν ήταν ιδέες του αέρα: απαντούσαν στην προφανή δυναμική μεγέθυνσης των ευκαιριών, των υλικών και συμβολικών ωφελημάτων για ένα μεγάλο τμήμα των μεσαίων τάξεων.

Στον πυρήνα του παλιότερου πολιτισμικού υποδείγματος θα βρούμε, έτσι, μια σειρά κακότυχων μεταπτώσεων: ο ρεαλισμός προσδέθηκε στον εύκολο κρατικό ή ιδιωτικό κυνισμό και η έξοδος από την πολιτιστική καθυστέρηση ανατέθηκε στη δημοκρατία του καταναλωτή. Η εμπειρία της κρίσης είναι, εκτός των άλλων, μια διαδικασία καταστροφής της συλλογικής ταυτότητας η οποία σμιλεύτηκε σύμφωνα με αυτό το πρότυπο. Αλλά η κατάρρευση πραγματοποιείται με τρόπο άναρχο και χαοτικό. Ζήσαμε κάποια χρόνια με την αδιόρατη γιγάντωση ενός πολιτισμικού κενού. Και τώρα, αυτό το κενό «καλύπτεται» με έναν φασιστικό μηδενισμό. Η κατάρρευση των «εκσυγχρονιστικών» επαγγελιών, η πολιτική και ηθική τους διάψευση γεννάει πλέον τέρατα. Ο συντηρητικός αντιορθολογισμός, στοιχείο υπαρκτό στο προηγούμενο συλλογικό ήθος σύρεται πλέον προς το μίσος για τη δημοκρατία και προς τη νομιμοποίηση όλων των εκδοχών ρατσισμού. Οι παλιότερες ευαισθησίες του συντηρητικού κόσμου της ζωής, του λαού της Δεξιάς ανασυγκροτούνται, με πολύ διαφορετικούς όρους, στο έδαφος ενός ακροδεξιού ριζοσπαστισμού. Και αυτή η σκλήρυνση, αυτή η κίνηση προς την ωμότητα και την έλλειψη ηθικών και πολιτικών ενδοιασμών, δημιουργεί μια κοινωνική κουλτούρα της «αντίδρασης», έναν αντιδραστικό γαλαξία. Αυτή η κοινωνική κουλτούρα στρέφει την απέχθεια για τους «ενόχους του δράματος» προς την φαντασίωση ενός καισαρισμού, μιας αυταρχικής κοινότητας των Καθαρών Ελλήνων: προς τη φαντασίωση μιας ψευδο-οργανικής «πολιτείας των Άσπιλων».

Η παλιότερη εικόνα, αυτή στην οποία συνέβαλε καθοριστικά το φιλελεύθερο Κέντρο, αντιστοιχούσε σε ένα πολιτισμικό κενό,  μια ρηχή αποτύπωση του νεωτερικού και των μετασχηματισμών του. Αυτό το τελευταίο ταυτίστηκε στα μάτια πολλών με το καθεστώς της διεφθαρμένης ανισότητας και της πολιτικής ισχύος του πλούτου. Η σημερινή εικόνα ενδέχεται να οδηγήσει σε μια υπόγεια πολιτισμική εκτροπή: σε μια καθολική έλλειψη εμπιστοσύνης, σε ένα αίσθημα καταδίωξης, συνωμοσίας και ερεθισμένης βαναυσότητας.
Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό αυτής της πολιτισμικής εκτροπής είναι άλλη μια επικίνδυνη σύγχυση: αναφέρομαι στην ταύτιση ανάμεσα στην ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης και στον πειρασμό της Νεμέσεως, της εκδίκησης και της ανταπόδοσης. Η ταύτιση παίρνει αυτή τη μορφή: ο πόνος που εκπορεύεται από τους «πάνω» εναντίον μας, εναντίον του λαού, πρέπει να αντιστραφεί και να κατευθυνθεί εναντίον τους. Αυτή η ιδέα στρεβλώνει το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ο «εκσυγχρονισμός», πριν κάποια χρόνια, αλλοίωσε την επαγγελία της νεωτερικότητας.

Με όλα αυτά, θέλω να πω ότι η Αριστερά πρέπει να επανέλθει, με πολύ πιο καθαρό και επίμονο τρόπο, στην υπόθεση μιας διπλής υπέρβασης: υπέρβαση του κληρονομημένου πολιτισμικού κενού αλλά και ανάσχεση της πολιτισμικής εκτροπής η οποία υφαίνει γύρω μας έναν ιστό ακραίων ανορθολογισμών και αυταρχικών συνδρόμων.

Με ποιο τρόπο μπορεί να συμβεί αυτό; Η δική μου αίσθηση είναι ότι η στιγμή της κατάδειξης των δεινών, η στιγμή της άρνησης, δεν είναι ικανή να δημιουργήσει αξίες και λόγους δράσης. Ή ακριβέστερα: δεν είναι ικανή από μόνη της. Η αναλυτική έκθεση των πόνων και των υπαιτίων τους εγκλωβίζεται στο ελληνικό «μυθιστόρημα της τιμωρίας». Προϋπόθεση εξόδου από αυτό τον κύκλο του ζόφου είναι η δοκιμή μιας νέας γλώσσας, μιας πιο καταφατικής γλώσσας με αιχμή την ενθάρρυνση στον πειραματισμό, την ευφάνταστη μετάπλαση των αρνητικών εμπειριών, την εμβάθυνση στο πλούσιο νόημα της δημοκρατίας όπως πολύ ωραία τονίζει ο Μάκης Κουζέλης.

Λέει, ξανά, ο αριστερός Ίρβινγκ Χάου, για τη γλώσσα της λογοτεχνίας: «Κάθε γλώσσα πείθει τους ομιλητές της να δουν τον κόσμο με ορισμένους τρόπους, αποκλείοντας κάποιους άλλους τρόπους. Για αυτό περιορίζει τις δυνατότητες επιλογής για κάθε συγγραφέα».

Μεταφράζοντας την παραπάνω υπόθεση στην καθ’ ημάς κοινωνική εμπειρία, ισχυρίζομαι ότι η γλώσσα της καταστροφής και της τιμωρίας, των ποινών και των αντιποίνων, προσφέρει μια πολύ περιορισμένη θέα στις δυνατότητες αλλαγής αυτής της κοινωνίας, της πολιτικής και του συλλογικού ήθους. Το ερώτημα είναι: Ποια συλλογική ταυτότητα θέλουμε να αντικαταστήσει την εποχή του κενού η οποία στην πτώση της, στην θλιβερή της κατάρρευση, γίνεται πράγματι εποχή των τεράτων; Προφανώς, η απάντηση δεν βρίσκεται στις ισορροπίες του παρελθόντος, αλλά εκεί όπου κάποιος, και συγκεκριμένα η Αριστερά, θα θέσει με τόλμη νέους κανόνες και κριτήρια δικαιοσύνης και ελευθερίας.

  



[1] Ιrving Howe, A Critic’s Notebook, Harcourt Brace & Company,  Νέα Υόρκη 1994, σ. 247-254.


Κείμενο του Νικόλα Σεβαστάκη από τα Ενθέματα της Κυριακάτικης Αυγής (εδώ)

29/10/12

Δεν υπάρχει συγγνώμη - του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου




Δεν υπάρχει συγγνώμη





Νεαρέ εμποράκο βλάκα
αύριο θα πεθάνεις για μια ένεση
που θα τιμάται με τη ζωή σου.
(Θωμάς Γκόρπας, 1957)



Ξεκινώ με μια οιονεί αφιερωματική αναφορά σ’ έναν κατ’ εξοχήν «συνοικιακό» και αυθεντικά, δηλαδή υπαρξιακά, σωματικά αντισυστημικό ποιητή, επικαλούμενος έμμεσα τη συνειρμική επικουρία της ποίησης για όσα θα υποστηρίξω παρακάτω. Για την ώρα σημειώνω ότι το ποίημα του μακρινού πια Θωμά Γκόρπα Έλλειψη πάγου στη συνοικία* προβάλλει πάνω στο γκρίζο φόντο της σημερινής μας κατάντιας μιαν εικόνα από την προϊστορία της∙ ο εμποράκος του είναι το πρόπλασμα της επηρμένης και αστόχαστης κουφότητας του μετέπειτα νεόπλουτου γιάπη - πριν μάθει ότι του μέλλεται κάποτε να γίνει κι αυτός ένας νεόπτωχος απόβλητος του life style.


Ο εμποράκος δεν είναι κακός άνθρωπος. Δεν μισεί τους άφραγκους, δεν έχει μίσος για κανένα∙ ούτε αγάπη - κάνει απλώς τη δουλειά του. Όμως ο ποιητής δεν θέλει να το ξέρει αυτό, γιατί κάνει κι αυτός τη δουλειά του. Ξέρει μόνο ό,τι αυτός πρέπει να ξέρει - αυτό που δεν πρέπει να ξέρει ο εμποράκος για να συνεχίσει να είναι ο εμποράκος. Όσο θα ισχύει αυτή η τάξη πραγμάτων υποδυόμενη τη φύση των πραγμάτων, όσο δεν ανατρέπεται από την υπέρβαση της άλλης ματιάς που θα έσπαγε τον φαύλο κύκλο, ούτε ο «οίκτος» του εμποράκου για τους φτωχούς ούτε η «κατανόηση» του ποιητή για τον εμποράκο θα έχουν ποτέ πραγματική υπόσταση - ούτε εντός ούτε εκτός του ποιήματος.
 
***



Δεν υπάρχει συγγνώμη. Διότι «όλοι μαζί» κατάπιαμε τελικά το θρασύτατο εκείνο «όλοι μαζί τα φάγαμε», χωρίς να τολμήσουμε, ως «λαός», την οφειλόμενη απάντηση στην πρόκληση όταν μας δόθηκε η τελευταία ίσως για τα επόμενα χρόνια ευκαιρία∙ διότι δεν το ’χουμε πάρει ακόμα μέσα μας απόφαση πως έχουμε χάσει τα πάντα, πως τα γεφύρια πίσω μας είναι καμένα - και το κακό ακριβώς είναι πως δεν τολμήσαμε να τα κάψουμε οι ίδιοι. Η ελπίδα μάς κάνει δειλούς απέναντι στα «χειρότερα» αλλά τα χειρότερα ήδη ερημοποιούν τη ζωή μας παχαίνοντας τις τράπεζες, ενώ τα αναπάντητα προβλήματα της εξαγριωμένης καθημερινότητας συναντούν στις συνοικίες τις γρυλίζουσες «απαντήσεις» των λαϊκόμορφων «αντισυστημικών» μπράβων του συστήματος.


Ζούμε από καιρό τώρα υπό καθεστώς κλεπτοκρατίας ή θεσμοποιημένης ανομίας όπου οι φαινομενικά αντιφατικοί ισχυρισμοί «δεν υπάρχει κράτος» / «έχουμε ένα γιγάντιο κράτος» δεν αλληλοαναιρούνται αλλά αλληλοεπαληθεύονται εκφράζοντας ανεπίγνωστα την ίδια αλήθεια: το κράτος υπάρχει - μόνο που αποτελεί ιδιωτική ιδιοκτησία. Το ρητορικό κλισέ «δεν υπάρχει κράτος» χρησιμοποιείται ως προεισαγωγή στην αμέσως ακολουθούσα θεωρία του «πολιτικού κενού», καταλήγοντας στο στερεότυπο αξίωμα της φυσικής «η φύσις απεχθάνεται το κενό», το οποίο μεταφερόμενο στο πολιτικό πεδίο παίρνει μορφή εκφοβιστικά «κατηχητικού» αξιώματος, υποβάλλοντας την «εξήγηση» για την άνοδο της ακροδεξιάς. Σε τελική ανάλυση δηλαδή, επειδή «η φύσις απεχθάνεται το κενό» είναι «φυσικό» τα θύματα του συστήματος να προσβλέπουν λατρευτικά στους «αντισυστημικούς» θύτες ως σωτήρες τους.



Είναι «φυσικό»∙ όπως είναι επίσης φυσικό η ορθοπολιτική μας δημοκρατική συνείδηση να εξεγείρεται και να καταμηνύει μεν τα αντισημιτικά φληναφήματα του κάθε κυρίου Πλεύρη αλλά να παραβλέπει, να ανέχεται ή ακόμα και να κρυφοκαμαρώνει τους νυχτερινούς μαχαιροβγάλτες που εξαντλούν όλο τους τον αντρισμό εφορμώντας στιφηδόν κατά ανυπεράσπιστων φουκαράδων και αδύναμων αντιφρονούντων. Δηλαδή, η ορθοπολιτική μας δημοκρατική συνείδηση καταγγέλλει και επιδιώκει να φιμώσει νομικά το φασιστικό λόγο (κακώς) αλλά, κατά παρωδία κάθε λογικής και ηθικής τάξης, ανέχεται ή επιδοκιμάζει και νομιμοποιεί αυτούς που εφαρμόζουν αυτό τον (απαγορευτέο!) φασιστικό λόγο μετατρέποντάς τον σε καθημερινή πράξη.

Μέσα στο πλαίσιο αυτής της τακτικής (κράμα νεοφιλελεύθερου κυνισμού και ορθοπολιτικής υποκρισίας) η θεωρία των «άκρων» έρχεται και δένει με την εξυπνακίστικη μπουρδολογία των εκσυγχρονισμένων λάιτ εθνικοφρόνων που κλείνουν το μάτι στις γνωστές συμμορίες - με την απολίτικη χαριτωμενιά που μετακόμισε από την πάλαι ποτέ «μαύρη τρύπα» της αλλοτινής Ελευθεροτυπίας στα απόνερα των ιδιωτικών καναλιών και στον παραπολιτικό σνομπισμό της δημοσιογραφούσας Μαρίας Αντουανέτας που κοσμεί τη δεύτερη σελίδα της Κυριακάτικης Καθημερινής.



Δεν υπάρχει συγγνώμη - για κανένα μας. Διότι εμείς εκθρέψαμε ή ανεχτήκαμε αυτές τις συμπεριφορές. Κι αν η Αριστερά είναι «απούσα», μετεωριζόμενη ανάμεσα στο μονόχνοτο δογματισμό του σκληρωτικού αντιευρωπαϊσμού και στον πολύχρωμο δογματισμό του χαρωπά ελευθεριάζοντος ευρωπαϊσμού, τούτο δεν δικαιολογεί την τάση των ιδεολογικά άστεγων θυμάτων να αυτοτυφλώνονται απέναντι στους θύτες τους. Εδώ που έχουμε φτάσει δεν συγχωρείται πλέον η άγνοια - όχι του ιστορικού παρελθόντος αλλά του ζέοντος παρόντος∙ το ναζιστικό άγος σφραγίζει μέχρι σήμερα τους απογόνους εκείνων των καλών κι ευυπόληπτων πολιτών που «δεν ήξεραν» τι σήμαινε ο καπνός που βλέπανε να λεκιάζει τον γερμανικό ουρανό και το αθώο βλέμμα τους. Αν ο λαός στέργει εθελοτυφλώντας να φορτώνει τα δεινά του σε αποδιοπομπαίους τράγους («Εβραίους» ή «λαθρομετανάστες») θυσιάζοντάς τους στους εκάστοτε φίρερ του, δεν αγνοεί απλώς την ενοχή του - αγνοεί το τι τον περιμένει και τον ίδιο αύριο.



Η ελπίδα «πεθαίνει τελευταία» - έτσι μας είπε παρηγορητικά κάποιος επίσημος εκ του εξωτερικού. Είναι η ελπίδα που οδηγεί τους ανθρώπους «ησύχως» στο σφαγείο, όπως τους Εβραίους που οδηγούνταν από το δήμιο στον προγραμματισμένο τους θάνατο χωρίς αντίσταση, χωρίς το ύστατο τουλάχιστον ρισκάρισμα των ηρώων του γκέτο στη Βαρσοβία. Στον ίδιο δρόμο βαδίζουμε, προς τον ίδιο ψυχρά πρωτοκολλημένο θάνατο, ακολουθώντας την «τελευταία» ναρκωτική ελπίδα ότι κάποιο ψίχουλο ζωής, όχι πλέον αξιοπρέπειας, θα μας χαριστεί στο τέλος. Ότι ο δήμιος μπορεί να κάνει μαζί μας παζάρια, σα να ’κανε παζάρια ο θάνατος. Αυτή η ελπίδα πρέπει να πεθάνει πριν από μας για να σωθούμε ή να χαθούμε υπ’ ευθύνη μας.




* Βλέπε Θωμά Γκόρπα, Στάσεις στο μέλλον, Εγνατία, 1979, σελ. 21.





Κείμενο του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου
από το αφιέρωμα της εφημερίδας "Δρόμος της Αριστεράς"
με τίτλο "Το θέμα είναι τώρα τι λες",
 το οποίο μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

28/10/12

TZ. M . KOYΤΣΙ



«Είμαστε όλοι παίκτες στην παγκόσμια αγορά: αν δεν ανταγωνιστούμε ο ένας τον άλλον, πάμε χαμένοι». Η αγορά είναι ο τόπος μας, εκεί βρισκόμαστε. Τώρα πώς έγινε και βρεθήκαμε εκεί, μην ρωτάτε. Είναι σαν να γεννηθήκαμε σ’ έναν κόσμο που δεν ήταν στο χέρι μας να τον διαλέξουμε, από άγνωστους γονείς. Βρισκόμαστε εδώ, αυτό είναι όλο. Τώρα μοίρα μας είναι ο ανταγωνισμός.
  
Σε όσους πιστεύουν αληθινά στην αγορά δεν έχει νόημα να πεις ότι δεν βρίσκεις καμιά ευχαρίστηση να ανταγωνίζεσαι τους συνανθρώπους σου και ότι προτιμάς να αποσυρθείς. Μπορείς να αποσυρθείς αν το επιθυμείς, λένε, όμως οι ανταγωνιστές σου είναι βέβαιο ότι δεν θα το κάνουν. Με το που θα καταθέσεις τα όπλα σου, θα σε σφαγιάσουν. Είμαστε αναπόδραστα έγκλειστοι σε μια μάχη όλων εναντίον όλων.
Το βέβαιο είναι ότι την αγορά δεν την έφτιαξε ο Θεός – ούτε ο Θεός ούτε το Πνεύμα της Ιστορίας. Οπότε αν την φτιάξαμε εμείς, οι άνθρωποι, μήπως θα μπορούσαμε να τη χαλάσουμε και να την ξαναφτιάξουμε με πιο ανθρώπινη μορφή; Γιατί θα πρέπει να είναι ο κόσμος ένα αμφιθέατρο μονομάχων, όπου επικρατεί η λογική σκότωσε-για-να-μην-σε-σκοτώσουν, αντί να είναι, ας πούμε, μια κυψέλης όπου η συνεργασία θα είναι στο φόρτε της, μια μυρμηγκοφωλιά;
Είναι σαφώς υπέρ των τεχνών το ότι μπορεί να υποστηριχτεί πως, ναι μεν ο κάθε καλλιτέχνης πασχίζει ατομικά για το καλύτερο, οι προσπάθειες όμως να εμφανιστεί ο χώρος των τεχνών σαν ζούγκλα ανταγωνισμών είχαν ελάχιστη επιτυχία. Ο επιχειρηματικός κόσμος αρέσκεται να χρηματοδοτεί τον ανταγωνισμό στις τέχνες, και είναι ακόμα προθυμότερος να παρέχει αφειδώς χρήματα στα ανταγωνιστικά αθλήματα. Αντίθετα όμως από τον κόσμο του αθλητισμού, οι καλλιτέχνες ξέρουν ότι ο ανταγωνισμός δεν είναι η ουσία, ο ανταγωνισμός είναι δευτερεύον θέαμα εν ονόματι της δημοσιότητας. Το βλέμμα του καλλιτέχνη, εντέλει, δεν στρέφεται στον ανταγωνισμό, αλλά στο αληθινό, στο καλό και στο ωραίο.

(Είναι ενδιαφέρον το πώς η επέλαση του συμφεροντολόγου ατομισμού σε σπρώχνει στα άκρα του αντιδραστικού ιδεαλισμού.)


                   Από το «Ημερολόγιο μιας κακής χρονιάς» του Τζ. Μ. Κουτσί
                         σε μετάφραση Αθηνάς Δημητριάδου (εκδ. Μεταίχμιο)

26/10/12

Επισκέψεις στο σπίτι του Ε.Χ. Γονατά



Ντοκιμανταίρ της Εύας Στεφανή (1998)


Ένα από τα προνόμια που έχουμε σήμερα, εμείς οι σύγχρονοι, είναι ότι μπορούμε να "σώσουμε" όχι μόνο τη φωνή, αλλά και την όψη, τη μορφή κάποιων σημαντικών (ή, έστω, σημαντικών για εμάς) ανθρώπων. Αμφίβολο προνόμιο για ορισμένους, βεβαίως, που προτιμούν να θυμούνται ή μάλλον να αναπλάθουν μέσω της φαντασίας τους μορφές, φωνές, στιγμές... Εικάζω για παράδειγμα ότι ο Καβάφης δεν θα ήταν ακριβώς ενθουσιώδης κινηματογραφόφιλος. Όπως και να 'χει, στο παραπάνω βίντεο μπορούμε να απολαύσουμε τον σημαντικό "λογοτέχνη του παραδόξου" Ε.Χ. Γονατά.

Έκτακτο παράρτημα
Όπως συμβαίνει τόσο συχνά: λίγη ώρα αφότου έγραψα αυτή την ανάρτηση ανακάλυψα τυχαία, σε ένα blog που επισκεπτόμουν για πρώτη φορά μια μικρού μήκους ταινία, την "Προετοιμασία" (σε σενάριο και σκηνοθεσία Μαρίνου Μουζάκη), η οποία έχει βασιστεί στο ομώνυμο διήγημα του Ε.Χ. Γονατά. Την ταινία μπορείτε να τη δείτε εδώ.

25/10/12

το ποίημα του Γιώργου Μακρή




Προσευχή ή Απαίτηση

Κάνε, Υπέρτατο Ον,
να συμφιλιωθούν οι Άραβες και οι Εβραίοι,
μέσω του Σαρτρ ή οποιουδήποτε άλλου
αλλά και οι τροτσκιστές,
και το άψυχο και προδομένο μεγάλο σώμα
της επανάστασης, που ‘χει χωριστεί σε δυο μεγάλες παρατάξεις.
Καμιά τους δεν σήκωσε ακόμη τη σημαία
του Λεόν Νταβίντοβιτς
όπως το Όνομά της.
Κάνε, Ον, οι Γερμανοί να επανορθώσουν το λάθος τους
του 1919 και το λάθος τους του 1941
και οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης,
μεγάλη παράδοξη Ομοσπονδία του Καρλομάγνου
να γίνουν πεδίο της έξυπνης Επανάστασης
παρά λίκνο πολεμοχαρών εμβρύων.
Κάνε τα Βαλκάνια να πάψουν να είναι
πεδίο Βαλκανοποίησης.
Κάνε έτσι ώστε η Ελλάδα να συλλάβει,
σαν σε θαύμα την πραγματική αποστολή της
και εγκαταλείποντας στείρους ρεβανσισμούς
να καταλάβει επιτέλους.
Κάνε ώστε η Γαλλία, αυτή η δεύτερη πατρίδα,
που παρ’ όλα αυτά με ξυλοκόπησε
όπως κι οι καλύτεροι φίλοι μου,
ν’ αποκαλύψει στον κόσμο το πραγματικό πρόσωπο
του Μαρξ, του Φρόιντ, του Φουριέ
και του Μάρτιν Χάιντεγκερ,
μέσω του Σαρτρ ή και οποιουδήποτε
στην άμεση Πράξη
στην καθημερινή ζωή.
Κάνε, Ον, τον Ανρί Λεφέμπβρ
ή τον Χέρμπερτ Μαρκούζε
να γίνουν κάποτε γραμματείς
του διεθνούς και κοσμοπολιτικού
Κομμουνιστικού Κόμματος
κι ο Ανδρέας Εμπερίκος
να οργανώσει κοινόβια
εκεί όπου τα εργατικά συμβούλια
consigli di fabbrica
του Γκράμσι, της Βουδαπέστης
και του Ντανιέλ Γκερέν
δεν θα φτάσουν να περιλάβουν
το ανθρωπολογικό, αν και ανθρωποφαγικό ακόμα σύνολο
του διαλεκτικού λόγου
της Αιτίας
Ύπαρξης
Ratio ESSENDI
Κάνε ώστε ο σεξουαλικός έρωτας να καθαγιασθεί
σ’ όλες του τις μορφές
κι η μονογαμία
να γίνει ένα σπάνιο στεφάνι
που δεχόμαστε ελεύθερα.
Κάνε ώστε το αναρχικό
να διαλύσει το ΑΥΤΑΡΧΙΚΟ στοιχείο
σ’ όλες του τις εκφάνσεις.
Κάνε ώστε ο διαλεκτικός λόγος
να πάψει να προσομοιάζει
με τις Κρατικές ανάγκες
να ξεπλύνει την δήθεν ιστορία
του ζωολογικού είδους μας.
Κάνε ώστε η γέννηση του γιου μου
να απογυμνωθεί από κάθε πατερναλισμό.
Κάνε ώστε οι φίλοι μου να βρουν την ευτυχία
στους στενούς δρόμους όπου εγώ ίσως χάθηκα.
Κάνε ώστε η Ελλάδα να καταλάβει κάποτε ποιος υπήρξε ο Κώστας Αξελός
και το τι μηδαμινή θα ήταν χωρίς αυτόν
χωρίς παρεξήγηση κανενός (και ιδίως του Χ.Ψ. και Ω.).
Κάνε ώστε ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ ή ο Τζακ Κέρουακ
να γίνουν κάποτε Πρόεδροι των ΗΠΑ.
Κάνε ώστε ο πόλεμος στο Βιετνάμ να τελειώσει
τώρα αμέσως, ενόσω γράφω.
Κάνε, Ον, την Κίνα ν’ αποφύγει με κάθε τρόπο
είκοσι χρόνια ηλιθιώδους σταχανοβισμού
το ίδιο και για το Κονγκό κι όλα τα μέλλοντα Καμερούν.
Κάνε ώστε η βιομηχανία
αντί
να γίνεται αντικείμενο διαμάχης,
να γίνει κάποτε μια θεραπευόμενη αρρώστια
(βαριά αλλά όχι ντροπιασμένη)
και η Τεχνική
να ξαναγίνει
Τέχνη.
Κάνε, Κάνε λοιπόν δέντρα, γατιά και λουλούδια
και νέες κοπέλες και σεξ και τραγούδι.
Αλλά πριν απ’ όλα
κάνε ώστε η συνθήκη της Γενεύης
για τη μη διάχυση των ατομικών όπλων
να μη γίνει πρόφαση
για μια φοβερή PAX ATOMICA.
Κάνε ώστε η αμφιβολία τούτη που δημιουργεί
στην περηφάνεια των Ευρωπαίων
βατραχοειδών από τσιμέντο και ατσάλι
να μην καταλήξει σε ορυμαγδό εθνικισμών
τόσο
παράλογων
όσο μάταιων
το δάχτυλο στην κωλοτρυπίδα.
Κάνε ώστε ο διεθνισμός να μη γίνει
ένας αφηρημένος όρος
ώστε τα έθνη
να διαφυλάξουν τις εθνικές τους ταυτότητες
αν τις θέλουν
αλλά και
το Κράτος και τα Κράτη
να σκάσουν
παντού
και όσο το δυνατόν
συντομότερα.
Κάνε, Ον, με τη δύναμη αυτής της προσευχής
τους φίλους μου να με καταλάβουν
κι όσους
με θεωρούν εχθρό τους
να συνειδητοποιήσουν κάποτε
όσα
έκανα γι’ αυτούς.
Κάνε, κάνε όμως χαρίζοντας την ευτυχία
ή πάλι
φέρε την ολοκληρωτική καταστροφή.                

                                                                                               In carcere et vinculis
                                                                                      Γ.Μ.
                                                                        1 Απριλίου 1967 – 7 π.μ.
                                                                      (Πρωταπριλιάτικο αστείο;)     
                                                                  Isaac Deutscher sa ma non dira!

-----

Μετάφραση από τα Γαλλικά: Γιώργος Ρούβαλης

Από το τεύχος 1-2  του περιοδικού «Νέα Συντέλεια» (άνοιξη-καλοκαίρι 2004)

Ο μεταφραστής Γ.Ρ. σημειώνει: «Ανέκδοτο ποίημα του Γιώργου Β. Μακρή, που βρέθηκε στα χαρτιά του κληρονόμου του (Μπάμπη Καράκολου), με την ευκαιρία της διοργάνωσης του Συμποσίου «Γ.Β. Μακρής Πρωτοπόρος» στην Αθήνα και το Ναύπλιο στις 8 & 9 Νοεμβρίου 2002. Είναι γραμμένο στα γαλλικά, τον τελευταίο χρόνο της ζωής του ποιητή (αυτοκτόνησε το Γενάρη του 1968). Συνοψίζει τις πολιτικές και κοινωνικές πεποιθήσεις του Μακρή, ουτοπιστικές, αντιεξουσιαστικές, προϊόν έντονων μελετών. Ακόμα, διαφαίνεται η ειρηνιστική του τάση κι ο ρόλος που ήθελε να παίξουν η Ελλάδα, η Αμερική, η Γαλλία και άλλες χώρες, σε ένα αρμονικό διεθνές τοπίο του μέλλοντος.»

Όσοι ενδιαφέρονται να μάθουν περισσότερα για την ιδιαζόντως γοητευτική περίπτωση του Γιώργου Μακρή μπορούν να διαβάσουν ορισμένα πράγματα εδώ και εδώ. Κυρίως όμως θα τους συμβουλεύαμε να προμηθευτούν το βιβλίο «Γραπτά Γιώργου Β. Μακρή», το οποίο έχει επιμεληθεί ο εξαίσιος Ε.Χ. Γονατάς και απ’ όπου πήραμε τη φωτογραφία του Γιώργου Μακρή (δεξιά), μαζί με τον Κώστα Ταχτσή (Απρίλιος 1960 στο Κολωνάκι).

24/10/12

Συνέντευξη στον εαυτό μου




Αγαπητέ μου κύριε Ευγενίδη σας ευχαριστώ θερμά που δεχτήκατε να…

Παρακαλώ να λείπουν αυτά τα «αγαπητέ μου». Δεν γνωριζόμαστε δα και τόσο καλά.

Όπως θέλετε. Πριν λίγες μέρες συμπληρώθηκε ένας ολόκληρος χρόνος απ’ όταν ανεβάσατε σε τούτο εδώ το blog την πρώτη σας ποιητική συλλογή «ασκήσεις φυσικής αναπνοής». Κι όμως τίποτε δεν ακούστηκε σχετικά, ούτε έπαινος, ούτε γιουχάρισμα, ούτε βαρελότα και ποδοβολητά. Πως το σχολιάζετε;

Η αλήθεια είναι πως φρόντισα να ενημερώσω λιγότερους από τρεις ανθρώπους για την διαδικτυακή ύπαρξη της συλλογής. Ούτε καν τη μητέρα μου. Δεν με ρώτησε και κανένας. Επομένως θεωρώ πως όλα εξηγούνται εύκολα.

Γιατί αυτό;

Δεν διαθέτω τεκμηριωμένη απάντηση. Πιθανώς επειδή ένιωθα κατά βάθος πως δεν αξίζει τον κόπο να ενοχλήσω τους ανθρώπους για τούτα τα ποιηματάκια.

Πολύ ταπεινός μου προκύψατε.

Όχι, καθόλου. Τα ποιηματάκια αυτά είναι πλέον στη διάθεση του καθένα. Τώρα αν αυτό πρακτικά μεταφράζεται «στη διάθεση του κανένα» είναι ένα άλλο ζήτημα, για το οποίο δεν έχω καμία πρόθεση να κάνω κάτι. Δυστυχώς αγνοώ τελείως τη τέχνη του marketing και των δημοσίων σχέσεων.

Ωραία, κατάλαβα. Η γνωστή ιστορία με το «μπουκάλι στο πέλαγος». Μάλιστα, μάλιστα… Υπάρχει κάτι άλλο που θα θέλατε να μας πείτε για τη συλλογή;

Αν έχετε τη διάθεση να ακούσετε, ναι. Τα 23 ποιήματα που απαρτίζουν τη συλλογή είναι επιλεγμένα από έναν αρκετά μεγαλύτερο αριθμό ποιημάτων. Προσπάθησα να είμαι αυστηρός. Ακόμη κι έτσι ίσως τώρα να αφαιρούσα ορισμένα. Επίσης είναι τοποθετημένα στο μέτρο του δυνατού σε χρονολογική σειρά. Και τέλος αποτελούν όλα γεννήματα ανάγκης. Θέλω να πω ότι δεν προέκυψαν επειδή δεν είχα τίποτε καλύτερο να κάνω, αλλά επειδή δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Εξ ου και ο τίτλος της συλλογής.

Γραμμένα την δεκαετία 2001-2010, αναφέρετε.

Ναι.

Μια δύσκολη δεκαετία;

Για εμένα προσωπικά, ναι, αφάνταστα. Η σύγκρουση ανάμεσα σε όσα επιθυμούσα και ονειρευόμουν και σε όσα έβλεπα γύρω μου υπήρξε σφοδρότατη και, θα έλεγα, σχεδόν συντριπτική. Ειδικά εκεί γύρω στο 2004.

Ω, μα ήταν μια υπέροχη χρονιά εκείνη.

Τι να σας πω…

Όλη η Ελλάδα χοροπηδούσε μεθυσμένη από υπερβολική ευτυχία.

Φαίνεται πως το πάρτυ τέλειωσε απότομα και τώρα βιώνουμε ένα παρατεταμένο hangover.

Χρησιμοποιείτε α’ πληθυντικό πρόσωπο; Μου φαίνεται αδιανόητο. Ήξερα ότι ήσαστε προγραμματικά απέναντι σε όλους και σε όλα.

Θα ήταν βολικό για εμένα να βγω τώρα και να πω «εγώ σας τα ‘λεγα» κτλ. Κάπως εύκολο. Και μικρόψυχο. Δεν σκοπεύω να το κάνω. Οφείλω να συνταχθώ με όσους επιμένουν να σκέφτονται -πρωτίστως αυτό-, να αγωνίζονται, να δημιουργούν και ν’ αγαπάνε.

Περίεργα μας τα λέτε.

Αυτό που συμβαίνει είναι μια καταστροφή, αναντίρρητα. Όχι βεβαίως μια φυσική καταστροφή. Η Ελλάδα είναι μόνο η αρχή, είναι ξεκάθαρο πια. Πρόκειται για κάτι πολύ στοχευμένο, με πολύ συγκεκριμένα συμφέροντα από πίσω. «Κρίση χρέους» και αηδίες. Πρόκειται για μια ανελέητη επίθεση του καπιταλισμού εις βάρος των πολλών, του κοινωνικού κράτους, των κοινωνικών κατακτήσεων. Εις βάρος της Δημοκρατίας εν τέλει, την οποία πρέπει με κάθε τρόπο να υπερασπιστούμε. Πιστεύω μάλιστα ότι πρέπει να ριζοσπαστικοποιήσουμε την έννοια της Δημοκρατίας και να καταδείξουμε τη βαθύτατη συγγένεια της πολιτικής και ιδεολογίας της κυρίαρχης ελίτ με τον εκφασισμό της κοινωνίας. Πρέπει μάλιστα να οδηγήσουμε τα πράγματα σε μια σύγκρουση μεταξύ Δημοκρατίας και καπιταλισμού, δηλαδή αυτά τα δύο να φτάσουν να γίνουν ασύμβατα μεταξύ τους.

Μη μου πείτε ότι παραμένετε αντικαπιταλιστής;

Ο καπιταλισμός είναι ένα διεστραμμένο και ανήθικο οικονομικό σύστημα που πλέον θέλει να παρεμβαίνει ύπουλα σε κάθε σφαίρα της ζωής των ανθρώπων και το οποίο ενισχύει ό,τι χειρότερο έχουμε μέσα μας. Φυσικά και παραμένω αντικαπιταλιστής. Αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι δεν αναμένω πλέον καμία Επανάσταση.

Αλλά…;

Σιωπή

Αλλά, κύριε Ευγενίδη;

Μια αλλαγή του βλέμματος, μια σταδιακή αλλαγή παραδείγματος. Μακριά από τις ψευδαισθήσεις του παρελθόντος, πόσο μάλλον τις εξιδανικεύσεις του παρελθόντος. Μια νέα ευαισθησία ίσως, όπως συνήθιζα να λέω μικρός, που θα αρδεύεται απ’ ό,τι γόνιμο προηγήθηκε.

Με συγχωρείτε, αλλά λέτε αρλούμπες. Με τους φασίστες να διαχέουν πλέον καθημερινά στο κοινωνικό σώμα τις πιο ακραίες, αντιδραστικές, μισαλλόδοξες ιδέες, τις οποίες δε διστάζουν να προπαγανδίσουν και με πράξεις. Εν μέσω ενός καταιγισμού χυδαιότητας, απανθρωπιάς, ηλιθιότητας εσείς μας μιλάτε για «νέες ευαισθησίες»; Είστε με τα καλά σας; Και βλέπετε τι απήχηση έχουν εκείνοι…

Πρέπει να τους σταματήσουμε, εννοείται. Αλλά να ξέρετε ότι όλοι αυτοί βιάζουν πρωτίστως τις δικές τους ψυχές.

Καλημερούδια! Τώρα μας γινήκατε και χριστιανός; Τι άλλο θα ακούσουμε πια;

Πρέπει να μάθουμε να μοιραζόμαστε. Τότε δεν θα έχουμε κανένα λόγο να φοβόμαστε τη φτώχεια. Αντιθέτως, θα την αγαπήσουμε, θα είναι η δικιά μας φτώχεια. H αληθινή μας κατάσταση. Ο πλούτος θα φτάσει να μας αηδιάζει. Ένα πιάτο φαγητό θα είναι για μας πανδαισία, μια καινούρια ακουστική κιθάρα θαύμα από τα λίγα. Κι έπειτα δεν θα επιτρέψουμε σε κανένα καθίκι να μας παραμυθιάσει πάλι και να μας στερήσει τη φτώχεια μας.

Είστε κρετίνος. Αυτά που λέτε είναι αδιανόητα.

Να έχουμε τέλεια δημόσια και δωρεάν παιδεία, υγεία και συγκοινωνία, ναι, οπωσδήποτε. Ένα δίκαιο κοινωνικό κράτος, όπου δεν θα παρεμβαίνουν τα κόμματα. Πραγματική δικαιοσύνη. Δημοκρατική αστυνομία. Θέλετε κι  οικολογική συνείδηση; Σύμφωνοι. Αλλά εμείς δεν χρειαζόμαστε όλα αυτά τα πράγματα, ξέρετε, τηλεοράσεις, λαπ-τοπ, αποχυμωτές... Χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον. Να κρατήσουμε μόνο ό,τι χρειαζόμαστε πραγματικά.

Μην τα πείτε παραέξω αυτά. Θα σας πάρουν με τις πέτρες. Θα σας κοροϊδεύουν τα παιδιά.

Να μην επιτρέψουμε σε κανέναν να μας εκμεταλλεύεται και φυσικά να μην εκμεταλλευόμαστε ούτε εμείς κανέναν. Βασικός κανόνας. Να έχουμε όλοι δουλειά. Να αγαπάμε και να είμαστε περήφανοι για τη δουλειά μας, είτε είμαστε γιατροί, είτε οδοκαθαριστές, είτε ονειροπόλοι. Ο πιο πλούσιος να μην έχει ούτε τα διπλάσια από τον πιο φτωχό.

Πάει, αποτρελάθηκε…

Α, θυμήθηκα τώρα κι ένα ποίημα του Γιώργου Μακρή που πολύ μου αρέσει. Θα το ανεβάσω κάποια στιγμή. Ναι. Να καταργηθούν οι ηγέτες, οι ινστρούχτορες, οι κλειστές λέσχες, τα προνόμια των ελαχίστων. Κι επιτέλους, επιτέλους, το παλιό μεγάλο όνειρο να γίνει πραγματικότητα: να αλλάξουμε την τέχνη, τον άνθρωπο, τη ζωή.

Πάω να φέρω έναν ψυχίατρο. Παρακαλώ, κύριε Ευγενίδη, παραμείνετε εδώ. Επιστρέφω αμέσως.

Να χορεύουμε, να χορεύουμε όλη την ώρα… Να είμαστε διαρκώς μεθυσμένοι, που έλεγε κι ο…

Επιτέλους. Έφυγε ο βλάκας.