22/4/13

Οι Μανωλάδες και οι Αμυγδαλέζες του μέλλοντός μας - του Γιάννη Αλμπάνη





Στις Απαρχές του Ολοκληρωτισμού, η Χάνα Άρεντ εκτιμούσε ότι ο τρόπος που αντιμετωπίστηκαν από τα ευρωπαϊκά κράτη οι απάτριδες-πρόσφυγες του Μεσοπολέμου, προοιωνιζόταν την αντιμετώπιση των Εβραίων από τους ναζί. Οι χιλιάδες αυτοί διωγμένοι από τις εστίες τους, θεωρήθηκαν  υποκείμενα χωρίς δικαιώματα ως μη πολίτες, κάτι που στην πραγματικότητα σήμαινε ότι γίνονταν αντικείμενα της εξουσιαστικής αυθαιρεσίας και του κρατικού δεσποτισμού. Από αυτή τη σκοπιά, ο διωγμός των Εβραίων θα μπορούσε να προσεγγιστεί όχι σα μια παρά φύσιν εκτροπή των πραγμάτων, αλλά σα μια παροξυμένη εκδοχή όσων συνέβαιναν προπολεμικά.

Ίσως θα μπορούσαμε να βοηθηθούμε από τη σκέψη της Άρεντ στην προσπάθεια μας να αναλύσουμε τα τελευταία συγκλονιστικά γεγονότα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τη Μανωλάδα. Πολλές φορές, ακόμα και άθελα μας, προσεγγίζουμε τα ζητήματα που αφορούν τους μετανάστες και τους πρόσφυγες ως  “εξαίρεση”, ως κάτι που διαδραματίζεται “έξω” από εμάς, “έξω” από το πεδίο της άμεσης πολιτικής εμπειρίας μας. Ανεξαρτήτως της στάσης μας απέναντι τους, οι μετανάστες και ο πρόσφυγες είναι οι “άλλοι” οι “ξένοι”. Το ερώτημα που τίθεται τελικά  είναι αν οι ξένοι δεν είναι και τόσο “ξένοι” ή μάλλον για να το προσδιορίσουμε καλύτερα, αν οι συνθήκες εργασίας των μεταναστών και η αντιμετώπιση τους από τον κρατικό μηχανισμό δεν αποτελούν την εξαίρεση μέσα στο βασίλειο του κράτους δικαίου και της κοινωνικής προστασίας, αλλά συγκροτούν τον νέο κανόνα σε ό,τι αφορά τις εργασιακές σχέσεις και τις πολιτικές ελευθερίες. Το ερώτημα που τίθεται δηλαδή είναι αν οι Μανωλάδες και οι Αμυγδαλέζες συνιστούν  τα εργαστήρια όπου διαμορφώνεται το δικό μας μέλλον.

Μια προφανής αντίρρηση στον ισχυρισμό περί εργαστηρίου θα ήταν ότι έναν Έλληνα εργαζόμενο δεν θα τον πυροβολούσαν σε περίπτωση που διεκδικούσε τα δεδουλευμένα του. Ωστόσο, η Μανωλάδα δεν δημιουργήθηκε σήμερα, αλλά ήδη μετράει αρκετά χρόνια εργοδοτικής τρομοκρατίας και ρατσιστικής βίας. Εκείνο που πραγματικά άλλαξε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια είναι ότι η Μανωλάδα έπαψε να είναι η εξωφρενική εξαίρεση της αγοράς εργασίας, ένας θύλακας τριτοκοσμικής μπανανίας εντός μιας κραταιάς χώρας της ευρωζώνης. Όντως σήμερα κανέναν Έλληνα δεν θα τον πυροβολήσουν αν ζητούσε τα δεδουλευμένα του. Όταν όμως πρωτομάθαμε για τη Μανωλάδα, δεν υπήρχε Έλληνας που να μην πληρωθεί για εργασία που είχε κάνει, δεν υπήρχε Έλληνας που να δουλεύει συστηματικά ανασφάλιστος για ψίχουλα, δεν υπήρχε Έλληνας του οποίου οι συνθήκες εργασίας να ορίζονται αποκλειστικά κατά τις βουλές του εργοδότη. Σήμερα η εικόνα είναι τελείως διαφορετική. Αυτό που κάποτε ήταν συνθήκη αποκλειστικά για τους μετανάστες, πλέον αποτελεί κανόνα για ένα πολύ μεγάλο κομμάτι (ίσως το μεγαλύτερο) των Ελλήνων εργαζομένων. Μάλιστα η εικόνα γίνεται ακόμα πιο ζοφερή αν λάβουμε υπ’ όψη ότι στο υπό την Cosco λιμάνι του Πειραιά ή στις υπό διαμόρφωση ειδικές οικονομικές ζώνες, θεσμοθετείται επισήμως αυτό που μέχρι τώρα θεωρούταν αυθαίρετη πρακτική της εργοδοσίας. Όντως, λοιπόν, μόνο στη Μανωλάδα πυροβολούν, αλλά ολοένα και περισσότερο μοιάζει η Μανωλάδα να είναι το πρωτοπόρο παράδειγμα που ακολουθεί  η αγορά εργασίας.

Αναλόγως μπορούμε να προσεγγίσουμε και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Είναι αλήθεια ότι προορίζεται αποκλειστικά για τους μετανάστες αυτός ο (μη) τόπος της δικαιικής εξαίρεσης, όπου φυλακίζονται για απροσδιόριστο χρόνο άνθρωποι που δεν έχουν διαπράξει κάποιο έγκλημα και όπου καταλύεται κάθε έννοια δικαιώματος όπως τη γνωρίζαμε μέχρι τώρα. Προχτές όμως διαβάσαμε την κυβερνητική ανακοίνωση ότι ανοίγουν στρατόπεδα για τους οφειλέτες του δημοσίου. Επιπλέον, παρατηρούμε το τελευταίο διάστημα ότι οι επιχειρήσεις-σκούπα της αστυνομίας δεν στοχεύουν μόνο τους μετανάστες, αλλά επεκτείνονται, θέτοντας στο στόχαστρο τους αστέγους και τους τοξικοεξαρτημένους -είχαν προηγηθεί βέβαια προεκλογικά οι εκδιδόμενες οροθετικές. Δηλαδή, το “καθεστώς εξαίρεσης” που σιγά σιγά έγινε κανόνας για τους μετανάστες, αρχίζει να συμπεριλαμβάνει τους φτωχούς ή φτωχοποιημένους ντόπιους. Αυτό που χτες ήταν πόλεμος εναντίον των μεταναστών, τώρα εξελίσσεται σε ένα γενικευμένο πόλεμο εναντίον των φτωχών συνολικά.

Συνοψίζοντας, ισχυρίζομαι ότι η εξουσία χρησιμοποιεί τα σώματα των μεταναστών και των προσφύγων (απέναντι στους οποίους οι ντόπιοι συνήθως είναι εχθρικοί) για να εφαρμόσει πολιτικές που όχι μόνο δεν θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στους ντόπιους, αλλά που μέχρι πριν κάποιο διάστημα θεωρούνταν αδιανόητες -ποιος θα μπορούσε να φανταστεί στρατόπεδα συγκέντρωσης στη μεταπολεμική Ευρώπη; Η εφαρμογή του αδιανόητου στον “ξένο”  δημιουργεί θεσμικό προηγούμενο, με τον καιρό το κανονικοποιεί, κι εντέλει εθίζει την κοινωνία στο να το θεωρεί φυσιολογικό. Όταν η βαρβαρότητα γίνει στοιχείο της καθημερινότητας παύει να μάς σοκάρει. Έχοντας λοιπόν αποδεχτεί το αδιανόητο για τους “άλλους”, μπορούμε πολύ εύκολα να το δεχτούμε και για εμάς τους ίδιους. Όταν σπάει το ταμπού, όλα είναι δυνατά.

Σε καμιά περίπτωση δεν θέλω βέβαια  να υποβαθμίσω τα βάσανα των μεταναστών ή να αρνηθώ ότι οι μετανάστες είναι οι πιο κολασμένοι από τους κολασμένους. Ούτε βέβαια υπαινίσσομαι (πώς θα μπορούσα άλλωστε;) ότι δεν χρειαζόμαστε ένα διακριτό κίνημα αλληλεγγύης στους μετανάστες. Η άποψη που προσπαθώ να στηρίξω  είναι ότι αν οι κρατικές πολιτικές για το μεταναστευτικό αποτελούν τις πρώτες δοκιμές μέτρων που τελικά επεκτείνονται σε όλη την κοινωνία, τότε δεν θα πρέπει να βλέπουμε στην αλληλεγγύη στους μετανάστες και τους πρόσφυγες τόσο την έκφραση των διεθνιστικών και ουμανιστικών αξιών της Αριστεράς, όσο την πρώτη γραμμή υπεράσπιση των συμφερόντων των φτωχών στο σύνολο τους. Αν οι Αμυγδαλέζες και οι Μανωλάδες είναι τα εργαστήρια του μέλλοντος μας, τότε ο αγώνας για την κατάργηση τους δεν είναι απλά πράξη συμπαράστασης προς “τα έξω”,  σε κάποιους “άλλους”. Αντιθέτως, είναι ένα αγώνας “εντός”, για εμάς τους ίδιους. Είναι ένας αγώνας για να μη βυθιστεί συνολικά η κοινωνία στον δεσποτισμό του κεφαλαίου. Υπερασπιζόμενοι τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, υπερασπιζόμαστε εντέλει τους εαυτούς μας.

                                                                                του Γιάννη Αλμπάνη (από εδώ)

19/4/13

Νίκος Γκάτσος




Eλεγείο

Στη φωτιά του ματιού σου θα χαμογέλασε κάποτε ο Θεός
Θα 'κλεισε την καρδιά της η άνοιξη σα μιας αρχαίας ακρογιαλιάς μαργαριτάρι.
Τώρα καθώς κοιμάσαι λαμπερός
Στους παγωμένους κάμπους που οι αγράμπελες
Γίναν βαλσαμωμένα φτερά μαρμάρινα περιστέρια
Βουβά παιδιά της απαντοχής —
Ήθελα να 'ρθεις μια βραδιά σα βουρκωμένο σύννεφο
Άχνη της πέτρας πάχνη της ελιάς
Γιατί στο αγνό σου μέτωπο
Κάποτε θα 'βλεπα κι εγώ
Το χιόνι των προβάτων και των κρίνων
Μα πέρασες απ' τη ζωή σαν ένα δάκρυ της θάλασσας
Σα λαμπηδόνα καλοκαιριού και στερνοβρόχι του Μάη
Κι ας ήσουν μια φορά κι εσύ ένα γεράνιο κύμα της
Ένα πικρό βότσαλο της
Ένα μικρό χελιδόνι της σ' ένα πανέρημο δάσος
Χωρίς καμπάνα τη χαραυγή χωρίς λυχνάρι το απόβραδο
Με τη ζεστή σου καρδιά γυρισμένη στα ξένα
Στα χαλασμένα δόντια της άλλης ακρογιαλιάς
Στα γκρεμισμένα νησιά της αγριοκερασιάς και της φώκιας.


 
Νίκος Γκάτσος ( 1911 - 1992 )

18/4/13

Γιάννης Ρίτσος




Είναι ορισμένοι στίχοι

Είναι ορισμένοι στίχοι -κάποτε ολόκληρα ποιήματα-
που μήτε εγώ δεν ξέρω τι σημαίνουν. Αυτό που δεν ξέρω
ακόμη με κρατάει. Κι εσύ έχεις δίκιο να ρωτάς.
Μη με ρωτάς.
Δεν ξέρω σου λέω.
Δυο παράλληλα φώτα απ' το ίδιο κέντρο. Ο ήχος του νερού
που πέφτει τον χειμώνα, απ' το ξεχειλισμένο λούκι
ή ο ήχος μιας σταγόνας καθώς πέφτει
από 'να τριαντάφυλλο στον ποτισμένο κήπο
αργά-αργά ένα ανοιξιάτικο απόβραδο
σαν τον λυγμό ενός πουλιού. Δεν ξέρω
τι σημαίνει αυτός ο ήχος -ωστόσο εγώ τον παραδέχομαι.
Τ' άλλα που ξέρω στα εξηγώ. Δεν το αμελώ.
Όμως κι αυτά προσθέτουν στη ζωή μας. Κοιτούσα
όπως κοιμότανε, το γόνατό της να γωνιάζει το σεντόνι-
Δεν ήταν μόνο ο έρωτας. Αυτή η γωνία
είναι η κορυφογραμμή της τρυφερότητας, και το άρωμα
του σεντονιού, της πάστρας και της άνοιξης, συμπλήρωναν
εκείνο το ανεξήγητο που ζήτησα, άσκοπα και πάλι, να στο εξηγήσω.


Γιάννης Ρίτσος ( 1909 - 1990)

15/4/13

Γιώργος Σεφέρης





Θεατρίνοι, Μ.Α.

Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε
όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε
στήνουμε θέατρα και σκηνικά,
όμως η μοίρα μας πάντα νικά.


Και τα σαρώνει και μας σαρώνει
και τους θεατρίνους και το θεατρώνη
υποβολέα και μουσικούς
στους πέντε ανέμους τους βιαστικούς.


Σάρκες, λινάτσες, ξύλα, φτιασίδια,
ρίμες αισθήματα, πέπλα στολίδια,
μάσκες, λιογέρματα, γόοι και κραυγές
κι επιφωνήματα και χαραυγὲς


ριγμένα ανάκατα μαζὶ μ᾿ εμάς
(πες μου πού πάμε; πες μου πού πας;)
Πάνω απ᾿ το δέρμα μας γυμνά τα νεύρα
σαν τις λουρίδες ονάγρου ή ζέβρα


γυμνά κι ανάερα, στεγνά στην κάψα
(πότε μας γέννησαν; πότε μας θάψαν!)
Και τεντωμένα σαν τις χορδές
μιας λύρας που ολοένα βουίζει. Δες


και την καρδιά μας ένα σφουγγάρι,
στο δρόμο σέρνεται και στο παζάρι
πίνοντας το αίμα και τη χολή
και του τετράρχη και του ληστή.



Γιώργος Σεφέρης ( 1900 - 1971 )

13/4/13

Κωνσταντίνος Καβάφης




Όσο μπορείς

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.



Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984

Κωνσταντίνος Καβάφης ( 1863 - 1933)

11/4/13

Κώστας Καρυωτάκης




Ανδρείκελα 

Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ' αυτή εδώ τη γη,
σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως μία μαρμαρυγή.
Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.

Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό,
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ' αστέρια.

Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά,
η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη.
Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά
όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.

Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα,
ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα...


Ελεγεία και Σάτιρες, 1927

Κώστας Καρυωτάκης ( 1896 - 1928)

9/4/13

Από το Δημοκρατικό πατριωτισμό του Ρήγα, σε μια νέα εθνική αφήγηση - του Λαοκράτη Βάσση




Η βαθιά συνείδηση του τι και γιατί συμβαίνει στον τόπο μας, σ’ αυτό το ζοφερό και πνιγηρό τέλος της Μεταπολίτευσης, είναι και ο εκ των ων ουκ άνευ όρος για τον σωστό προσανατολισμό μας και εντέλει για την έξοδό μας σε μετα-τροϊκανό ξέφωτο, όπως και το θέμα της εκδήλωσης μας ορίζει.

Κι αυτή η βαθιά συνείδηση, συναρτημένη με τον οριακό για την εθνική μας συλλογικότητα χαρακτήρα των πολύ δίσεκτων καιρών μας, ούτε αυτονόητη είναι ούτε και δεδομένη τόσο μέσα στην ευρύτερη κοινωνία μας όσο και μέσα στις ίδιες τις γραμμές μας. Για να μην αναφερθούμε και στις θεωρήσεις της εξω-συριζικής Αριστεράς, όπου και τι δεν λέγεται, εις δόξαν των πιο αυθεντικών, υποτίθεται, μαρξιστικών λενινιστικών αναλύσεων.

Γιατί, παρά τα νομιζόμενα, η εντεινόμενη αγωνία για το αύριο και η αγανάκτηση του κόσμου δεν συνιστούν καθεαυτές και βαθιά συνείδηση του τι και γιατί μας συμβαίνει, όπως αποδεικνύει και η φυγόκεντρη προς όλα τα σημεία του ορίζοντα σύγχυση κάτω από την επιφάνειά τους, αλλά και η θολή από μεγάλο μέρος του κόσμου νοσταλγία του μεταπολιτευτικού παρελθόντος. Που σημαίνει πως είναι τουλάχιστον ασαφή στη συνείδηση της κοινωνίας μας τα βαθύτερα αίτια της συνολικής κακοδαιμονίας μας και γι’ αυτό αμήχανη η θεώρηση του μέλλοντος. Με αποτέλεσμα να είναι σε μεγάλο βαθμό αμήχανη και η προσδοκία στα μηνύματα που εμείς, η Ριζοσπαστική Αριστερά, εκπέμπουμε, χωρίς όμως αυτό να είναι όλες τις φορές άσχετο απ’ το τι και πώς το εκπέμπουμε.


Στο μεγάλο κενό του τέλους της Μεταπολίτευσης

Ποιος όμως είναι ο βαθύτερος χαρακτήρας της πολύ κακής έκβασης της Μεταπολίτευσης, απ’ τη σωστή ανάγνωση της οποίας εξαρτάται και το αν θα βρούμε πυξίδα προσανατολισμού προς το μέλλον;

Δεν είμαστε, όπως κάποιοι νομίζουν, σε μια πολύ κακή φάση της χρόνιας κρίσης της Μεταπολίτευσης, ούτε και σε μια πολύ δύσκολη κορύφωσή της, ακόμα όμως διαχειρίσιμη έστω με μεγάλες θυσίες απ’ το λαό μας. Είμαστε, δυστυχώς, στο μεγάλο και αδιέξοδο κενό του τέλους της Μεταπολίτευσης, καθώς, καιρό τώρα, έχουμε περάσει στη δίνη της μεταπολιτευτικής χρεοκοπίας. Που κι αυτή ήδη μετεξελίσσεται σε καθολική χρεοκοπία του τόπου μας, σε μια οδυνηρή χρεοκοπία που απειλεί το μέλλον της ίδιας της εθνικής μας υπόστασης. Προπαντός αν σκεφτούμε πως, μαζί με όλα τα άλλα, μεταβαλλόμαστε μέρα τη μέρα και σε κατά κυριολεξίαν ανοχύρωτη χώρα, την ώρα που και η ευρύτερη γειτονιά μας δοκιμάζεται από επικίνδυνη γεωστρατηγική αστάθεια. Δεν είναι, λοιπόν, μια μεγάλη και δύσκολη κρίση αυτή στην οποία έχουμε βυθιστεί, είναι προϊούσα εθνική χρεοκοπία, οικονομική, πολιτική, κοινωνική αλλά και πολιτιστική, πνευματική δηλαδή, ηθική, αξιακή και ταυτοτική χρεοκοπία, η οποία, εντέλει είναι και η μείζων διάστασή της, παρ’ ότι ελάχιστα μας απασχολεί. Κι είναι η μείζων διάστασή της, γιατί, όπως φαίνεται, έχει αγγιχτεί το ίδιο το πολιτιστικό μας κύτταρο, αυτό που ορίζει, με ιστορικο/κοινωνικούς πάντοτε όρους, τον εσώτερο πυρήνα της υπαρξιακής μας οντότητας. Περίπου, κι ας μη θεωρηθεί υπερβολή, έχουμε φτάσει σε μια παράδοξη κατάσταση στρατηγικής αμηχανίας, καθώς, με τρισχιλιετή ιστορία πίσω μας, μοιάζουμε να μην ξέρουμε γιατί υπάρχουμε.

Αν σε όλα αυτά, τα ιδιαζόντως οδυνηρά, προσθέσουμε ως τραγικό επιστέγασμα και το ότι εδώ και δυόμισι σχεδόν χρόνια είμαστε και με τη βούλα μια χώρα περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας, υπό τροϊκανή δηλαδή αρμοστεία, άρα μια χώρα με διαμεσολαβητική μεταξύ επικυρίαρχων και λαού ηγεσία, όπως η τριανδρία της μνημονιακής συνενοχής, αλλά και με διαμεσολαβητικού και σκιώδους πια χαρακτήρα θεσμούς λαϊκής κυριαρχίας, που περιορίζονται, για να τηρούνται τα προσχήματα, στην τυπική νομιμοποίηση των τροϊκανών αποφάσεων για το συνολικό εθνικό μας μέλλον, μόνο υπερβολή δεν θα θεωρηθεί αν πω πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια οριακή κατάσταση, που όλο και περισσότερο προσλαμβάνει διαστάσεις εθνικής τραγωδίας, όπως με εφιαλτική προαγγελτικότητα την πιστοποιούν οι περίπου τρεις ως τώρα χιλιάδες αυτοκτονίες απελπισμένων συμπατριωτών μας.


Το βαθύ τροϊκανό χαντάκι

Τούτων δοθέντων, με τις μεταπολιτευτικές ράγες να φτάνουν ως το βαθύ τροϊκανό χαντάκι, όπου και έριξαν τον εθνικό συρμό οι μηχανοδηγοί της δικομματικής συγκυριαρχίας, θα έπρεπε να ανήκουν στα καταφανώς αυτονόητα για τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού μας:

Πρώτον, ότι αυτό το χαντάκι κι η μοίρα προτεκτοράτου, που πολύ κυνικά μας υφαίνουν με τα «μνημόνιά» τους, δεν είναι για λίγο αλλά για πολλές δεκαετίες. Πως απ’ το τροϊκανό χαντάκι δεν θα μας βγάλουν αυτοί που μας έριξαν εκεί, γιατί, κι αν το θέλουν, δεν το μπορούν, καθώς εγγενώς οι διαχειριστικές πολιτικές τους οδηγούν στην κρίση της διαχείρισής τους, επιδεινώνοντας συνεχώς τα διαχειριστικά τους αποτελέσματα. Κατά την ακολουθία: η διαχείριση μας κρίσης γεννάει την κρίση της διαχείρισης και τη διαρκή επιδείνωσή της.

Κατά δεύτερον, απ’ το βαθύ τροϊκανό χαντάκι βγαίνεις, ως εθνική συλλογικότητα, μόνο αν σε προσβάλλει και σε ταπεινώσει η μοίρα του προεκτοράτου, όπως κι αν την μεταμφιέσουν. Άρα βγαίνεις με ασυμβίβαστη ρήξη: με τις μεταπολιτευτικές λογικές που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία, πρωτίστως με τις πρασινο/γάλαζιες αρπαχτικές λογικές νομής της εξουσίας που ρήμαξαν τον τόπο. Βγαίνεις με ασυμβίβαστη ρήξη με τις μνημονιακές λογικές των «τροϊκανών» και συνακόλουθα με τη μοίρα «προτεκτοράτου», που αυτές μας επιφυλάσσουν. Που σημαίνει πως απ’ το βαθύ τροϊκανό χαντάκι βγαίνεις μόνο με στρατηγική εθνικής αξιοπρέπειας, που αναπέμπει και στο κατά Σβορώνο αντιστασιακό κύτταρο του λαού μας.


Η εθνική ευθύνη της Ριζοσπαστικής Αριστεράς

Κι εδώ ερχόμαστε στα πολύ ημέτερα αλλά και πολύ δύσκολα, στο πώς δηλαδή πρέπει να απαντήσει η δική μας Αριστερά, η Ριζοσπαστική Αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ, στην ιστορική πρόκληση των καιρών να είναι αυτός που θα πρωταγωνιστήσει, έτσι ώστε να πάρει ο λαός μας τη μοίρα του στα χέρια του και να βγει απ’ τα τροϊκανά αδιέξοδα.

Προσπερνώντας, κατ’ ανάγκην πολλά, όπως, ας πούμε, την ανάγκη αναμέτρησης με τα ελλείμματα ιστορικής αυτογνωσίας μας ή και αυτοκριτικής μας τόλμης στη θεώρηση των ευθυνών της ίδιας της Αριστεράς κατά τη Μεταπολίτευση, αλλά και κριτικής θεώρησης των βαθύτερων αιτίων της χρόνιας κακοδαιμονίας της, θα σταθώ μόνο σε δύο κρίσιμες προϋποθέσεις, απ’ τις οποίες πρωτίστως θα εξαρτηθεί και το αν θα μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ να ανταποκριθεί στον προσδοκώμενο πρωταγωνιστικό του ρόλο, προφανώς στη βάση της αδήριτης ιεράρχησης των προτεραιοτήτων του, που εκπορεύονται απ’ τις αναγκαιότητες της οριακής μας κατάστασης.

Η πρώτη προϋπόθεση, όπως διδάσκει και η σοφία του Γληνού στο «Τι είναι και τι θέλει το Ε.Α.Μ.», είναι ακριβώς συναρτημένη με την πρόταξη αυτής της ιεράρχησης των προτεραιοτήτων, που εκπορεύονται από τις αδυσώπητες αναγκαιότητες της οριακής μας κατάστασης. Γιατί, όταν τα προβλήματα προσλαμβάνουν εθνικές διαστάσεις, οριακού μάλιστα χαρακτήρα, και οι λύσεις είναι εθνικές. Πολύ δηλαδή πέραν των απλοϊκών μανιχαϊστικών λογικών για τη σχέση εθνικού-κοινωνικού ή εθνικού-διεθνιστικού, που, αναπέμποντας σε γνωστές παιδικές ασθένειες της Αριστεράς, μοιραία οδηγούν στο να βάζουμε το κάρο μπροστά απ’ το άλογο. Που σημαίνει, ρητά και καθαρά, πως η Ριζοσπαστική Αριστερά μόνο αν αναδεχτεί την εθνική ευθύνη και αναδειχτεί σε ηγέτιδα εθνική δύναμη, που θα βγάλει τον τόπο απ’ τα ζοφερά και πνιγηρά τροϊκανά αδιέξοδα, θα δικαιώσει πραγματικά, μέσα στη ζωή κι όχι «κατά τας γραφάς», την αριστεροσύνη της και τον ρόλο της.

Η δεύτερη προϋπόθεση, όπου και πάλι η ΕΑΜική παρακαταθήκη δείχνει το δρόμο, είναι η λειτουργική ανασυγκρότηση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, του ΣΥΡΙΖΑ, σε ενιαίο φορέα αριστερού ιδεολογικού πλουραλισμού και συνεκτικής πολιτικής ενότητας, έναν νέου τύπου, πέραν του λενιστικού, ενιαίο αριστερό πολιτικό φορέα, που θα σπονδυλώσει, με μια γκραμσιανής λογικής ιδεολογική ηγεμονία της ίδιας της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ένα παλλαϊκό και πανεθνικό κίνημα σωτηρίας της χώρας, γιατί περί αυτού πρόκειται, στη βάση μιας αναθεμελιωτικής, ανορθωτικής και αναγεννητικής εθνικής στρατηγικής, που κατεπειγόντως πρέπει να εκπονηθεί και χαραχτεί.

Όμως, στη βάση ποιων προταγμάτων θα σπονδυλωθεί ο ενοποιημένος ΣΥΡΙΖΑ και μ’ αυτόν ως άξονα το ευρύτερο προοδευτικό, παλλαϊκό και πανεθνικό κίνημα σωτηρίας της χώρας; Πιστεύω πως αρκούν μόνο τρία θεμελιακά προτάγματα, αν βέβαια ιεραρχήσουμε, όπως ήδη έχω πει, τις προτεραιότητές μας με βάση τις αναγκαιότητες της οριακής μας κατάστασης, κάτι που αυτονοήτως προδιαγράφεται κι απ’ τη σωστή ανάγνωση των «αριστερών γραφών».

Πρόταγμα πρώτο, ο πατριωτισμός στην πιο προωθημένη ΕΑΜική του εκδοχή, που εναρμονίζει την πολιτιστική του θεμελίωση με τη δημοκρατία, τον ουμανισμό και τον διεθνισμό. Αλλά και που ανανεώνει την παράδοση του δημοκρατικού πατριωτισμού του Ρήγα Βελεστινλή. Πρόκειται για ταυτοτικό γνώρισμα που διασφαλίζει την τόσο αναγκαία σωστή σχέση της Αριστεράς με τον τόπο της, στη βάση του ότι δεν υπάρχει ο τόπος για την Αριστερά αλλά η Αριστερά για τον τόπο ή για να ξανα-αναφερθώ στη γκραμσιανή σκέψη, στη βάση του ότι για την Αριστερά η αφετηρία είναι εθνική και η προοπτική διεθνιστική.

Πρόταγμα δεύτερο, η δημοκρατία, ως αξία, ως μέσο και σκοπός, χωρίς την οποία ούτε τα άτομα αναδεικνύονται δρώντα υποκείμενα της ιστορίας τους ούτε τα σύνολα, πολιτικά και κοινωνικά, δρώντα συλλογικά υποκείμενα της ιστορίας τους. Αλλά και χωρίς την οποία δεν μπορεί να πραγματωθεί η πάντοτε ζητούμενη εναρμόνιση ελευθερίας, ισότητας, δικαιοσύνης και αξιοκρατίας, που όλες μαζί συναποτελούν και τη βαθύτερη ουσία της. Όπως, εντέλει, χωρίς τη δική της μαγική ύλη, δεν μπορεί να χτιστεί το ισχυρό παλλαϊκό και πανεθνικό κίνημα που θα σηκώσει τη μοίρα του τόπου μας στους ώμους του.

Πρόταγμα τρίτο, ο ριζοσπαστισμός, που αναπέμπει πιο άμεσα στις ταυτοτικές αξίες της Αριστεράς, όπως η ισότητα και η δικαιοσύνη, αλλά και που εγγυάται την πέραν της διαχείρισης πολιτική, τη ριζοσπαστική πολιτική των μεγάλων ρήξεων και τομών, που απελευθερώνουν τις δημιουργικές δυνάμεις των κοινωνιών.


Να υπερβούμε τους ιδεολογικούς μας μικρόκοσμους

Στα πολύ δικαιολογημένα ερωτήματα αν φτάνουν τα προτάγματα αυτά, λέω πως ναι, φτάνουν και περισσεύουν. Αν πάντοτε έχουμε πλήρη και βαθιά συνείδηση του τι και γιατί μας συμβαίνει, άρα και για ποιο ακριβώς θέμα μιλάμε.

Όσο για το αν είναι αριστερά αυτά τα προτάγματα, θα επαναλάβω πως όταν τα προβλήματα είναι εθνικά και οι λύσεις είναι εθνικές.

Αλλά και θα ξανα-τονίσω πως η αριστεροσύνη του ΣΥΡΙΖΑ θα μετρηθεί απ’ το αν αναδεχτεί τις εθνικές του ευθύνες, οργανώνοντας πρωταγωνιστικά τη μεγάλη πορεία του λαού μας προς μετα-τροϊκανό ξέφωτο, όπως έπραξε στους καιρούς του το ΕΑΜ και πρωταγωνίστησε στο μεγαλείο της Εθνικής Αντίστασης.

Παρ’ ότι νιώθω πιεστικά μετέωρο το «Πώς» του τίτλου της εκδήλωσής μας, θα μου επιτρέψετε να κλείσω με μια κρίσιμη επισήμανση, που αναδεικνύει την μείζονα ανάγκη να υπερβούμε όλοι μας τους ιδεολογικούς μας μικρόκοσμους στην πορεία ενοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και με μια αδυσώπητη διλημματική διάζευξη, που αναδεικνύει το χρέος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α αυτή την πολύ δύσκολη περίοδο για τον τόπο μας.

• Η κριτική μου επισήμανση: Αν αθροιστούν τα κομμάτια απ’ τις αριστερές αλήθειες του χώρου μας, αλλά και τις έξω απ’ τις γραμμές μας, δεν θα έχουμε την όλη αριστερή αλήθεια που απαιτεί η οριακότητα των στιγμών για να βγει ο τόπος μας από τα αδιέξοδά του. Γιατί, αυτή η αλήθεια, που υπερβαίνει όλες μαζί τις επιμέρους αλήθειες μας, πιο πολύ έρχεται απ’ το μέλλον.

• Για να περάσω στη διλημματική διάζευξη: Με δεδομένη τη στρατηγική του αμηχανία, ο τόπος μας χρειάζεται ανα-νομοθέτηση της υπόστασής του και της όλης πορείας του προς το μέλλον.

Που σημαίνει πως βρισκόμαστε μπροστά στην τεράστια ιστορική πρόκληση μιας νέας εθνικής αφήγησης, επιτρέψτε μου τον όρο παρά τη μεταμοντέρνα κατάχρησή του. Κι ο ΣΥΡΙΖΑ ή θα πάρει πρωταγωνιστικά πάνω του τη γραφή της νέας εθνικής αφήγησης ή θα αφήσει τη χώρα σ’ αυτούς που ήδη γράφουν την ταπεινωτική αφήγηση του «ελληνικού τροϊκανού προτεκτοράτου». Τρίτος δρόμος, εδώ, δεν υπάρχει!


                                                                                   του Λαοκράτη Βάσση (από εδώ)

8/4/13

Άγγελος Σικελιανός





Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη
και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου,
μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή,
να που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,
πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου...

Γιατί ποτέ δε λόγιασα το πότε και το πώς,
μα εβύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσαν ώρα,
σα μέσα της να κρύβονταν ο αμέτρητος σκοπός,
να τώρα που, ή καλοκαιριά τριγύρα μου είτε μπόρα,
λάμπ' η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα,
βρέχει απ' τα βάθη τ' ουρανού και μέσα μου ο καρπός!...

Γιατί δεν είπα: «Εδώ η ζωή αρχίζει, εδώ τελειώνει...»
μα «Αν είν' η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως...
μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει,
τι ο ζωντανός παλμός της γης που πλάθει είναι κρυφός...»
να που, ό,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει,
να που κι ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδερφός!...


  από τον Λυρικό Βίο, Β', Ίκαρος 1966

Άγγελος Σικελιανός ( 1884 - 1951 )

6/4/13

Κωστής Παλαμάς



   
ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΕΓΩ κανένα θεό Χρέος,
ένα θεό εγώ ξέρω· την Αγάπη.
Αγάπη, από το χρέος σου είμαι ωραίος.

Εσύ με κάνεις δούλο, εσύ σατράπη,
φτερά τα κάνεις τα σκοινιά τού γάμου·
πότε με δέρνεις, βέργα ενός αράπη,

πότε ανθείς, περιβόλι ολόγυρά μου.
Εσύ με τα βαθιά τα καταφρόνια
με γιομίζεις· πλαταίνεις την καρδιά μου,

σα θάλασσας αγέρας τα πλεμόνια.
Έρωτα εσύ, μονάρχη και γενάρχη !
Εσύ τυφλή και η Μοίρα, εσύ και η Πρόνοια.

Ό,τι δεν αγαπούμε, δεν υπάρχει.


Σατιρικά γυμνάσματα, 1912
'Απαντα, τομ. Ε΄, σελ. 260

Κωστής Παλαμάς ( 1859 - 1943 )

5/4/13

3/4/13

Διονύσιος Σολωμός




Το όνειρο

Άκου έν' όνειρο, ψυχή μου,
και της ομορφιάς θεά·
μου εφαινότουν όπως ήμουν
μετ' εσένα μία νυχτιά.

Σ' ένα ωραίο περιβολάκι
περπατούσαμε μαζί,
όλα ελάμπανε τ' αστέρια,
και τα κοίταζες εσύ. 

Εγώ τσόλεα
· πέστε, αστέρια,
είν' κανέν' από τ' εσάς,
που να λάμπει από 'κεί απάνου
σαν τα μάτια της κυράς;

Πέστε αν είδετε ποτέ σας
σ' άλλη τέτοια ωραία μαλλιά,
τέτοιο χέρι, τέτοιο πόδι,
τέτοια αγγελική θωριά;

Τέτοιο σώμα ωραίον οπ' όποιος
το κοιτάζει ευθύς ρωτά·
αν είν' άγγελος εκείνος,
πώς δεν έχει τα φτερά;

Ό,τι είπα αυτά τα λόγια,
μου εφανήκανε ομπρός
άλλες κόρες στολισμένες
με του φεγγαριού το φως.

Εχορεύανε πιασμένες
απ' τα χέρια τα λευκά,
κι όλες τους επολεμούσαν
να μου πάρουν την καρδιά.

Τότε άκουσα το χείλι
το δικό σου να μου πει·
πώς σου φαίνονται; Και σου 'πα·
είναι άσχημες πολύ.

Εσύ έκαμες ετότες
γέλιο τόσο αγγελικό,
που μου φάνηκε πως είδα
ανοιχτό τον ουρανό.

Και παράμερα σ' επήρα
εισέ μία τριανταφυλλιά
κι έπεσά σου αγάλι αγάλι
στην ολόλευκη αγκαλιά.

Κάθε φίλημα, ψυχή μου,
όπου μόδινες γλυκά,
εξεφύτρωνε άλλο ρόδο
από την τριανταφυλλιά.

Όλη νύχτα εξεφυτρώσαν,
ώς οπού 'λαμψεν η αυγή,
που μας ηύρε και τους δυο μας
με την όψη μας χλωμή.

Τούτο είν' τ' όνειρο, ψυχή μου·
τώρα στέκεται εις εσέ
να το κάμεις ν' αληθέψει
και να θυμηθείς για με.


(1818-1819) 

Διονύσιος Σολωμός ( 1798 - 1857 )

2/4/13

Ταμπού - του Ευγένιου Αρανίτση




Οπωσδήποτε ο 20ός αιώνας μπορεί να ιδωθεί σαν ένας συνεχής αγώνας ενάντια στα ταμπού - κάτι που συνδέθηκε, στη δίνη των επαναστατικών στιγμών της Ιστορίας, με την καλπάζουσα εισβολή του απομυθοποιητικού πνεύματος της δημοκρατίας στο έδαφος των θεσμών και της ηθικής τους. Ανατροπές, αποκαθηλώσεις, αποεξιδανικεύσεις, αμφισβητήσεις και επιθέσεις κατά των παραδοσιακών αξιών, όλ' αυτά χαιρετίστηκαν σαν θρίαμβοι της ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ωστόσο, εκ των υστέρων, ο ορίζοντας έμοιαζε να περικλείει το χάος - μαζί με τις απαγορεύσεις είχαμε καταργήσει και τα περιεχόμενά τους, έτσι που τώρα ήταν αδύνατον να τα απολαύσουμε, μολονότι τάχα μας το επέτρεπαν. Θα νόμιζε κανείς ότι το ίδιο το Σύστημα είχε παραλάβει τη σκυτάλη των επαναστατικών κινημάτων για να αποτελειώσει ό,τι απέμεινε.


Ξαφνικά, το ΝΑΤΟ ή ο ΟΗΕ, ως εκτελεστικός βραχίονας των ΗΠΑ, δεν θα μεταμορφώνονταν υπό την πίεση της παγκόσμιας Αριστεράς, αλλά επειδή η Μαντλίν Ολμπράιτ θα δήλωνε ότι οι κανόνες του παιγνιδιού είχαν επαναπροσδιοριστεί και ας το παίρναμε απόφαση - υπονοούμενο: θα βομβαρδίζουμε όποιον και όποτε θέλουμε. Σκεφτείτε το απαραβίαστον της κεντρικής εξουσίας: δεν θα κατέρρεε υπό το βάρος της κριτικής, αλλ' απλώς όταν ο Κλίντον πιάστηκε με τα παντελόνια κατεβασμένα. Φυσικά η εξουσία παρέμεινε, αλλά δεν συνιστούσε πια ταμπού: πρωθυπουργοί και πρόεδροι άρχισαν έκτοτε να προσέρχονται στα δικαστήρια απανταχού της Δύσης. Αυτό επίσης χειροκροτήθηκε σαν επίτευγμα της νομιμότητας· μπορούμε εντούτοις να το δούμε κάλλιστα σαν πρόβα τζενεράλε ενός κόσμου όπου τα πάντα ήταν πιθανά.


Σκεφτείτε ακόμη τα μεγάλα ταμπού των σοσιαλιστικών κατακτήσεων, όπως το κοινωνικό κράτος. Αξιωματούχοι της Ευρωζώνης, Γερμανοί ή άλλοι, έδιναν τώρα τα ρέστα τους για την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος όπου τίποτα δεν θα αποτελούσε ταμπού, ούτε η αντισυνταγματικότητα των καινούργιων νόμων ούτε οι τραπεζικές καταθέσεις ούτε οι περιουσίες των ασφαλιστικών ταμείων ούτε βεβαίως οι αποφάσεις των δικαστηρίων, όπως φάνηκε στην περίπτωση Στουρνάρα. Επιτρέπονταν πλέον το οτιδήποτε· ζούσαμε ήδη σ' ένα σύμπαν ολοκληρωτικής απροσδιοριστίας.


Τέλος, σκεφτείτε το πλεονέκτημα της ιδιοκτησίας ακινήτων, που συρρικνωνόταν δραματικά μέσω της υψηλής φορολόγησης, με συνέπεια ένα βαθύ ρήγμα στη συνοχή του κοινωνικού ιστού ο οποίος προστάτευε την κλασική οικογένεια. Κατά τη γνώμη μου, εκείνο που βρίσκεται στο στόχαστρο είναι ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΟΙ ΘΕΣΜΟΙ ως τέτοιοι. Ηταν τόσοι εκείνοι που κατεδαφίστηκαν εν μιά νυκτί υπέρ του λαού μέσα στην ευφορία της φούσκας, ώστε οι υπόλοιποι κουρεύονται σήμερα ατιμωρητί, με την κοινή γνώμη να παρακολουθεί άναυδη. 

                                                      ένα κείμενο του Ευγένιου Αρανίτση (από εδώ


Ο πίνακας ζωγραφικής είναι του Jackson Pollock ( One: Number 31, 1950 )

1/4/13

Το τραύμα της Ευρώπης - του Νικόλα Σεβαστάκη




Όλο και περισσότεροι το παραδέχονται: το δράμα της Κύπρου είναι ένα ξεχωριστό τραύμα στο ήδη λαβωμένο σώμα της Ευρώπης. Το πόσο βαθύ θα αποδειχθεί κανείς δεν μπορεί να το γνωρίζει από τώρα. Οι συνέπειες των τωρινών αποφάσεων θα ξετυλιχτούν ουσιαστικά σε κάποιο βάθος χρόνου, με βίαιους σπασμούς και μικρές υφέσεις, με ακανόνιστους ρυθμούς και μικρά παραπλανητικά διαλείμματα. Η ιστορία ήδη διανθίζεται με έρπουσες φήμες, προετοιμάζοντας το έδαφος για ποινικούς καταλογισμούς και κομματικά παιχνίδια μετάθεσης ευθυνών. Αλλά το τραύμα δεν περιορίζεται, κατά πώς φαίνεται, στο πολιτικοοικονομικό θρίλερ που παίζεται τούτες τις μέρες με μια μεγάλη δόση αγωνίας για το πρώτο, προσωρινό του, φινάλε.

Πέρα από την υπόθεση της Κύπρου και της «υπαγορευμένης» με το σπαθί καταστροφής του οικονομικού της μοντέλου, ο κίνδυνος για την Ευρώπη είναι πια υπαρξιακός. Αφορά τη στοιχειώδη νομιμοποίηση του οικοδομήματος και της ιστορίας του και όχι μόνο τις περιπέτειες των «άσωτων» τραπεζικών συστημάτων του. Τα λόγια περί εξυγίανσης από τις ασωτίες δεν μπορούν πια να κρύψουν τον μεγάλο κίνδυνο: ο θυμός με τη «γερμανική» Ευρώπη να γίνει πεδίο αναγέννησης και διασποράς των εθνικισμών. Με ένα αποτέλεσμα: τα συναισθήματα δυσφορίας και εξέγερσης απέναντι στις ηγετικές ελίτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης να στραφούν σε σκληρότερους εγωισμούς αυτοσυντήρησης και σε ένα πνεύμα ριζικά ξένο προς την αλληλεγγύη.

Αυτή, νομίζω, τη διάσταση την υποτιμούν συστηματικά όσοι πιστεύουν ότι η επιστροφή στη δραχμή ή στην κυπριακή λίρα είναι απλώς ζήτημα οικονομικού ρεαλισμού ή σθεναρής πολιτικής βούλησης. Μια τέτοια επιστροφή στα εθνικά νομίσματα, στις συγκεκριμένες συνθήκες βαθιάς λαϊκής αποξένωσης και βαθιάς καχυποψίας για όλους και με όλα, είναι πιθανότερο να οδηγήσει στις χειρότερες εθνικιστικές δυσπλασίες παρά σε οτιδήποτε άλλο.
 
Ανήκω, προφανώς, σε εκείνους τους αριστερούς που, όπως έγραψε ο Λήο Πάνιτς, έτρεφαν και ακόμα «τρέφουν αυταπάτες» για την Ευρώπη. Μια άλλη διατύπωση μου φαίνεται όμως πιο ακριβοδίκαιη: δεν πιστεύω ότι η Ευρώπη, έστω κι ετούτη η σκιά του εαυτού της, είναι ένα πτώμα σε αποσύνθεση και ότι η Άνοιξη μπορεί να έλθει από τη Μόσχα, το Πεκίνο ή ποιος ξέρει από πού. Ο κίνδυνος, παρ' όλα αυτά, είναι εδώ και ο πολιτικός χρόνος για την ανάσχεσή του πολύ μικρός. Είναι πιθανό να εκπληρωθεί τελικά η προφητεία της ευρωπαϊκής αποσύνθεσης, αλλά με τρόπους και μορφές που δεν θα έχουν τίποτα το θετικό.

Η περιπέτεια της Κύπρου μπορεί να προαναγγέλλει μια τέτοια δυναμική επιταχυνόμενης αποσταθεροποίησης και αποσύνθεσης. Το ερώτημα είναι εάν τα πολλαπλά τραύματα θα ολοκληρώσουν τον κύκλο τους μέχρι την καρδιά του οικοδομήματος, τη Γαλλία ας πούμε, ή αν θα υπάρξουν σημαντικές ανατροπές πριν τον κλινικό θάνατο της Ευρώπης.

Φοβάμαι ότι όσοι διαθέτουν εύκολες τις διαγνώσεις και κυρίως πρόχειρες τις θεραπείες και τη συμβουλευτική έχουν ήδη έτοιμη την απάντηση. Έτσι κι αλλιώς, ό,τι και αν συμβεί στην πραγματικότητα, η θεωρία θα τους «δικαιώσει».

                                                           ένα κείμενο του Νικόλα Σεβαστάκη (από εδώ)