4/12/12

Δύο "ζήτω" για τη Μεταπολίτευση - του Σταύρου Ζουμπουλάκη



Το 1974 οικοδομήθηκε στην Ελλάδα η πληρέστερη δημοκρατία που είχαμε ποτέ στον τόπο μας. Η δημοκρατία, όπως και όλα τα πράγματα στη ζωή και την ιστορία, είναι ζήτημα βαθμού. Δεν είναι ένα απόλυτο μέγεθος, όπως ο Θεός, που ή υπάρχει ή δεν υπάρχει. Η ελευθερία και η δημοκρατία μπορεί να υπάρχουν σε μικρότερο ή, μακάρι, σε μεγαλύτερο βαθμό. Η δημοκρατία που εγκαινιάστηκε το 1974 είναι, στο πεδίο της πολιτικής ζωής και των θεσμών, η αρτιότερη από όσες προηγήθηκαν, και είναι επίσης η πιο ανοιχτή, ανεκτική και ευρύχωρη στο κοινωνικοπολιτιστικό πεδίο: στον καθημερινό βίο των ανθρώπων, στην κοινωνική συμπεριφορά τους και στην πολιτιστική ζωή, όπου άνθησαν και εκφράστηκαν κάθε λογής ιδέες και τάσεις σε όλους τους τομείς.

Της αξίζει λοιπόν δύο φορές το ζήτω: «Μία φορά γιατί παραδέχεται την ποικιλία και μία γιατί επιτρέπει την κριτική. Δύο “ζήτω” φτάνουν και περισσεύουν· τρίτο δεν χρειάζεται. Μόνο η Λατρευτή Πολιτεία της Αγάπης αξίζει τρία», καταπώς έγραφε το 1938 ο Ε. Μ. Φόρστερ στο περίφημο δοκίμιό του «Τι πιστεύω», παίζοντας με τη γνωστή αγγλική έκφραση επιδοκιμασίας «τρία ζήτω για... ». Το κείμενο αυτό, που το συμπεριέλαβε αργότερα ο συγγραφέας στον τόμο δοκιμίων του Two Cheers for Democracy (Δύο ζήτω για τη δημοκρατία, 1951), το πρωτοδιαβάσαμε τον καιρό της δικτατορίας, μεταφρασμένο από τον Ρόδη Ρούφο, στα Νέα Κείμενα 2 ( Κέδρος, 1971). Αξίζει να προστεθεί ότι το βιβλίο του Φόρστερ το παρουσίασε την ίδια τη χρονιά που εκδόθηκε, στην εφημερίδα «Το Βήμα», ο 22χρονος τότε Γ. Π. Σαββίδης (βλ. Πάνω νερά, Ερμής 1973).

Επί χρόνια συζητούσαμε για το τέλος της Μεταπολίτευσης, χωρίς να μπορέσουμε να συμφωνήσουμε πότε ακριβώς συνέβη αυτό: οι χρονολογίες που προτείνονταν απείχαν πολύ η μία από την άλλη. Δεν την πολυκατάλαβα αυτήν τη συζήτηση. Η Μεταπολίτευση είναι το 1974 και η μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία. Είναι περισσότερο ένα γεγονός παρά μια περίοδος. Δύο πολιτικές ομάδες αντιμετώπισαν τότε το γεγονός της Μεταπολίτευσης ως ήττα, οι χουντικοί και οι εν γένει ακροδεξιοί, για προφανείς λόγους, και οι αριστεριστές, επειδή η Μεταπολίτευση δεν συνοδεύτηκε με την ανατροπή του μονοπωλιακού καπιταλισμού. (Θα μας πήγαινε μακριά να συζητήσουμε εδώ τη στάση του ΠΑΣΟΚ περί αλλαγής φρουράς και την παρόμοια στάση του ΚΚΕ.) Είναι αυτονόητο ότι ο τρόπος αυτής της μετάβασης και η πρώτη διαμόρφωση της πολιτικής ζωής, τους μήνες που ακολούθησαν εκείνον τον «θείο Ιούλιο» (Καβάφης), επηρέασε τα κατοπινά χρόνια, είναι μεγάλο λάθος όμως να στεγάζουμε όλα αυτά τα χρόνια, σαράντα περίπου, κάτω από την ένδειξη «Μεταπολίτευση» και να τα κρίνουμε αδιαφοροποίητα.

Σήμερα, μέσα στην παραζάλη της κρίσης, η συζήτηση περί του τέλους της Μεταπολίτευσης έχει τελειώσει –ένα από τα πολλά που έχουν τελειώσει–, οι αδιαφοροποίητες όμως αναφορές σε αυτήν έχουν, τουναντίον, πυκνώσει. Η γενική τάση είναι να τη θεωρήσουμε συνολικά υπεύθυνη για τη σημερινή κακοδαιμονία μας. Ακούω και διαβάζω αριστερούς ή πρώην αριστερούς να μυκτηρίζουν συλλήβδην τη Μεταπολίτευση χωρίς να αναλογίζονται καν ότι χωρίς αυτήν, στην προδικτατορική δηλαδή περίοδο, δεν θα εκλέγονταν ποτέ στο πανεπιστήμιο.

Ας μη χάνουμε την ψυχραιμία και την ευθυκρισία μας. Οι τέσσερις δεκαετίες μετά το 1974 είχαν βεβαίως και πολλά αρνητικά (πελατειακό κράτος, λαϊκισμός, κρατικός συνδικαλισμός, σπατάλη, διαφθορά, ανομία και ατιμωρησία...). Ποια περίοδος της Ιστορίας δεν είχε και αρνητικά στοιχεία; Να τα κρίνουμε και να τα αλλάξουμε. Αλλο αυτό και άλλο η απαξίωση της Μεταπολίτευσης. Η απαξίωση της Μεταπολίτευσης ανοίγει τον δρόμο στη Χρυσή Αυγή. Η συζήτηση είναι κατεξοχήν πολιτική. Η απονομιμοποίηση της Μεταπολίτευσης νομιμοποιεί τη Χρυσή Αυγή.

Η Μεταπολίτευση όμως, δηλαδή η Δημοκρατία, δεν απαξιώνεται μόνο μέσα από κείμενα και λόγους, απαξιώνεται και από πολλά άλλα που βλέπουμε να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας τον τελευταίο καιρό: τεχνοκράτης πρωθυπουργός τον οποίο δεν εξέλεξε ποτέ κανείς, ψήφιση νομοσχεδίων ενός άρθρου 800 σελίδων και εκατοντάδων ρυθμίσεων, βροχή πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, αντικατάσταση των συνεδριάσεων του υπουργικού συμβουλίου με συσκέψεις πολιτικών αρχηγών, και πολλά άλλα. Η δημοκρατία είναι, είπαμε, ζήτημα βαθμού. Αν ο βαθμός της γίνει πολύ μικρός, δεν θα είναι λίγοι εκείνοι που θα σκεφτούν ότι δεν αξίζει τον κόπο και θα στραφούν σε αυθεντικότερες αντιδημοκρατικές λύσεις.

                                                    ένα κείμενο του Σταύρου Ζουμπουλάκη (από εδώ)