29/8/13

Βασίλης Καραποστόλης



Ένα μικρό απόσπασμα από μια συζήτηση του Βασίλη Καραποστόλη με τον Δ. Κουμάνταρο (Ελευθεροτυπία, 23 Μαρτίου 1990), έτσι όπως παρατίθεται στο βιβλίο του πρώτου Προς το παρόν, Κείμενα για τα σύγχρονα ήθη, εκδόσεις Πλέθρον.


Δ.Κ.: Γενικότερα, ποια θεωρείται ότι είναι η επίπτωση συνθηκών ζωής, στη μεγαλούπολη, πάνω στον ψυχισμό; Κι ακόμη στην έλλειψη ή τη δυσκολία επικοινωνίας;


Β.Κ.: Τα δύο αυτά συνδέονται. Η ψυχική φθορά και η φθορά της επικοινωνίας είναι όψεις του ίδιου φαινομένου. Μπορούμε να το ονομάσουμε έλλειψη διαθεσιμότητας. Σημαντική είναι εδώ η επίδραση των αποστάσεων. Το πρόβλημα που γεννούν οι μεγάλες αποστάσεις δεν είναι απλά χωροταξικό, ανθρωπογεωγραφικό ή ψυχολογικό, αλλά βαθύτερα πολιτισμικό και ηθικό. Απομακρυσμένοι μεταξύ τους, κλεισμένοι στα σπίτια και καθισμένοι μπροστά στην τηλεόραση οι άνθρωποι αρκούνται να φαντάζονται τους άλλους· πλέκουν εικασίες στο μυαλό τους ακόμη και για τους πιο οικείους. Κι όσο περισσότερο η εικασία αναμεμιγμένη με επιφύλαξη παίρνει τη θέση της εμπειρίας, τόσο περισσότερος ο δισταγμός για πραγματικές συναντήσεις. Κάθε συνάντηση είναι μια προσγείωση στο σκληρό έδαφος της ετερότητας. Έτσι, αποφεύγει καθένας να διατεθεί, δηλαδή να δεχτεί να κάνει ένα βήμα προς την άλλη πλευρά. Ταυτόχρονα όμως περιμένει να έλθουν τα δώρα της επικοινωνίας, η κατανόηση, η φιλία, η αγάπη που θα διαλύσουν τη μοναξιά. Χωρίς να διακινδυνεύει ο σύγχρονος άνθρωπος θέλει να καταναλώσει αισθήματα.


Δ.Κ.: Εκλείπουν λοιπόν τα αισθήματα, αισθανόμαστε επιδερμικά;


Β.Κ.: Το ζήτημα είναι ποια είναι η θέση των αισθημάτων μέσα στον πολιτισμό, αν δηλαδή τα άτομα με τα αισθήματά τους εξυψώνονται κάπως εξυψώνοντας ταυτόχρονα και την κοινή τους ζωή. Παράδειγμα καίριο αποτελεί η φιλία. Ο Αριστοτέλης θεώρησε πως η φιλία είναι το ψυχικό θεμέλιο της κοινής ζωής. Ανάλογη άποψη είχαν αργότερα ο Κικέρων και ο Μονταίν. Δεν ήταν απαραίτητο το πάθος, η σφοδρή αφοσίωση, για να αναπτυχθούν δεσμοί φιλίας. Κάτω από την επίδραση του ρομαντισμού τα πάθη εισόρμησαν στην κοινωνία για να εναντιωθούν σ’ αυτή, για να δηλώσουν την εξέγερση ηρωικών και δυστυχισμένων ψυχών. Ο βυρωνισμός άσκησε μεγάλη επιρροή παντού –όχι μόνο στην τέχνη- που κατά καιρούς ανανεωνόταν. Ασφαλώς, δεν έλειπε η ευγένεια σ’ αυτές τις εξεγέρσεις. Στην εποχή μας όμως το κύριο πρόβλημα δεν είναι η τύχη που έχουν οι εξάρσεις, αλλά η εξάπλωση της απάθειας. Αυτό που απειλείται σήμερα είναι η ίδια η δυνατότητα να νιώθει κανείς κάτι -και ν’ αλλάζει απ’ αυτό- μπροστά σε μια γενναιόδωρη πράξη, σ’ ένα έργο τέχνης.


Δ.Κ.: Είναι γεγονός πως σήμερα τα υλικά αγαθά είναι πολύ περισσότερα, οι υλικοί όροι διαβίωσης πολύ καλύτεροι απ’ ότι παλαιότερα. Κι όμως συχνά αισθάνεται κανείς να πνίγεται σε μια κουταλιά νερό. Μήπως αυτό δεν οφείλεται στις υλικές συνθήκες, αλλά στο γεγονός ότι έχει αναπροσαρμοστεί η σκέψη, η ηθική και η εκπαίδευση στα καινούργια δεδομένα; Θέλω επίσης να σας ρωτήσω σχετικά με το ρόλο που έχει παίξει και παίζει στην αποξένωση του σύγχρονου ανθρώπου η διαιώνιση της άποψης που κυριάρχησε τους δύο τελευταίους αιώνες στην ανθρωπότητα περί «ξεπεράσματος των ορίων μας», η προσπάθεια και η ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να «γίνουμε θεοί στη θέση του Θεού». Η ψευδαίσθηση αυτή αφορούσε το θρίαμβο της τεχνολογικής επανάστασης και ακόμη την ατομική ζωή που θα μπορούσε να γνωρίζει τη χαρά, δίχως τον πόνο.


Β.Κ.: Πράγματι, από το Μεσαίωνα μέχρι σήμερα ο πολιτισμός υποχώρησε ουσιαστικά ως προς την τέχνη της συμφιλίωσης των ανθρώπων με τις αντιξοότητες. Δύσκολα σήμερα αναλαμβάνονται τα βάρη και της πιο μικρής αναποδιάς. Αλλά επίσης και τα ιδιαίτερα βάρη της ευτυχίας, οι περιπλοκές της. Ζητά κανείς τα πάντα από τους άλλους κι όταν δεν του τα δίνουν είναι υπόλογοι γι’ αυτό. Η ατομική δυσχέρεια δεν μπορεί να γίνει ανεκτή ούτε λεπτό αν δεν συνδεθεί ευθέως με κάποιους γενικούς ή ειδικούς υπαίτιους… Ένα από τα κεντρικά αιτήματα σήμερα είναι κατά τη γνώμη μου η αποτίμηση των συνεπειών της στάσης που στηρίχτηκε στο «όλα ή τίποτα». Κι αντίστοιχα, η προσπάθεια διεύρυνσης των στενών περιθωρίων ανάμεσα στην απόλυτη αξίωση και την παθητική παραίτηση. Οι έννοιες της «επίθεσης» και της «κατάκτησης» που καθόρισαν την πορεία του νεώτερου δυτικού πολιτισμού χρεωκόπησαν. Αντίθετα, αποκτούν νέο νόημα οι αντιστάσεις απέναντι στις διάφορες μορφές του καταστροφικού παραλογισμού. Προϋπόθεση βέβαια για να έχουν οι αντιστάσεις αυτές μια ευρύτερη κοινωνική και πολιτική προοπτική είναι να μπορούν οι άνθρωποι να μιλούν, να τολμούν να μιλούν, να ανταλλάσσουν τις εμπειρίες τους. Δεν βρισκόμαστε ασφαλώς στην εποχή του Πλουτάρχου που πίστευε ότι οι άνθρωποι συζητώντας δημοσίως και δια της «συνερανιζόμενης πείρας» διορθώνουν τα ελαττώματά τους και αντιμετωπίζουν καλύτερα τις δυσκολίες. Στις μέρες μας, η απομόνωση είναι μια πραγματικότητα αδιαμφισβήτητη. Αλλά ακριβώς επειδή είναι πραγματικότητα, είναι αναγκαία η αντιμετώπισή της. Αλλιώς, θα είναι πλήρης η υποταγή σ’ εκείνους που μπορούν να μιλούν στο όνομα όλων.