Σχετικά με τους μηχανισμούς νομιμοποίησης
Προσπαθώντας κατόπιν εορτής να αποσαφηνίσουμε τις αιτίες ανόδου της Χρυσής Αυγής, θα έπρεπε να προσφεύγουμε συχνότερα στην εικόνα των συγκοινωνούντων δοχείων: η στάθμη νομιμοποίησης της δράσης της στη συνείδηση των πολιτών ανεβαίνει - τείνοντας προς τη στάθμη του life style, πρωτίστως, όπως συχνά υποστήριξα. Όμως η οδηγός στάθμη δεν είναι πάντα εξίσου εμφανής:
Προ μηνός, η Χρυσή Αυγή ζήτησε απογραφή των αλλοδαπών νηπίων. Η πρόταση συζητήθηκε κατά κόρον στο Ίντερνετ και χιλιάδες «τιτιβίσματα» διαχύθηκαν στη μοναδική επιφάνεια που δεν συγκαλύπτει κάτι βαθύτερο. Το ασαφές μελό, που είναι η βασική συναισθηματική (ή ιδεολογική;) συνθήκη αυτού του άυλου κόσμου, αποκρυσταλλώθηκε σε αποτροπιασμό: α, εδώ πια, οι νεοναζί ξεπερνούσαν τα όρια!
Πράγματι, η συγκεκριμένη εκδοχή ρατσισμού φαίνεται πως αφήνει υπόλοιπο: δεν μπορεί αβίαστα να συναντηθεί με την υποτιθέμενη αντιύλη της (το κλισέ, το μελόδραμα, τα χιλιάδες «like» των αντιρατσιστών «φίλων») και να γίνει, όπως και η ίδια η έννοια της φιλίας, αέρας κοπανιστός. Αν κάτι διασώζεται από την common decency, για την οποία μιλούσε ο Όργουελ, αποδείχτηκε ότι δεν διασώζεται ούτε καν όταν πρέπει να διαχειριστούμε τον θάνατο, δηλαδή το πένθος, ίσως διασώζεται όμως όταν πρόκειται για παιδιά. Οι φωτογραφίες εξαφανισμένων παιδιών στους σταθμούς του μετρό, στα αεροδρόμια ή στα σύνορα μοιάζει να προκαλούν ακόμη αληθινά συναισθήματα, εξού και κανένας δεν τις κοιτάει. Κι ένα νοητικό πείραμα, που θα μας επέτρεπε να «δούμε» τους χρυσαυγίτες να πετάνε τα παιδιά των «λαθρομεταναστών» έξω απʼ τους παιδικούς σταθμούς, ενδέχεται να προκαλούσε την ίδια δυσφορία. Άλλωστε κανένα σύστημα μαζικής αποβλάκωσης και παραγωγής συναισθηματικού πολτού δεν είναι τέλειο: Ο λιανισμένος στο ξύλο μετανάστης ξεθωριάζει εύκολα, έχουμε δει σε ταινίες χιλιάδες δαρμένους, τόνους βία, σωρεία ξυλοδαρμών - κι επιπλέον ο μετανάστης είναι ο Άλλος. Όμως παιδάκια πεταγμένα στο δρόμο ή χτυπημένα το Χόλυγουντ δεν παριστάνει ποτέ, γιατί η εικόνα παραείναι αυθεντική (έτσι όντως ζουν τα παιδιά, μες στην Αγία τους Οικογένεια όμως) - κι επιπλέον δύσκολα το παιδί μπορεί να είναι ο Άλλος. Απʼ αυτή τη ρωγμή ίσως διακρίνουμε ακόμη αυτό που ήμασταν κάποτε...
Κι όμως - το απαραβίαστο, υποτίθεται, όριο το είχαμε ήδη παραβιάσει εμείς οι ίδιοι: θα το ξέραμε αν είχαμε τον χρόνο να προσέξουμε ότι στις προορισμένες για παιδιά αφηγήσεις εμπλέκονται ολοένα συχνότερα τα βαμπίρ - κι αυτό, δεδομένης της κυριαρχίας του correct, μοιάζει παράδοξο, τουλάχιστον ώσπου να καταλάβουμε τι είναι όντως το correct, τι είναι δηλαδή ο πουριτανισμός νέου τύπου...
Τα βαμπίρ λοιπόν σε μορφή παιδικού gothic τα βαμπίρ, που είναι, πρώτον, νεκροζώντανοι και, δεύτερον, τρέφονται με το αίμα των ζωντανών - αλλά και που είναι, ας πούμε, εξημερωμένα: σαν να εγγράφονται δίχως αντιστάσεις στην καθημερινότητά μας, σαν να είχε εκλείψει ο κίνδυνος επαφής με τη μεθόριο ζωντανών-νεκρών, άρα να είχε χάσει την απόλυτο τιμή της η ζωή, να σκοτείνιαζε, να διέρρεε και να χανόταν από κάποια ρωγμή, αναπόφευκτα, και σαν να είχαμε συμφιλιωθεί με τις πιο ζοφερές σελίδες του Χομπς, που έτσι περιέγραψε την παιδική ηλικία της ανθρωπότητας.
Υπό τη μορφή του νέου αυτού εμπορεύματος προωθείται ένας συνδυασμός κυνισμού και τύψεων:
Όταν η καταστροφή του περιβάλλοντος αποδείχτηκε αναπόφευκτη, οι τύψεις της Αγοράς πήραν τη μορφή δεινοσαύρων - που κατέκλυσαν την παιδική αγορά: παίζαμε με τα είδη που αφανίστηκαν, δίχως να ξέρουμε αν εξορκίζαμε όσα θα αφανίσουμε εμείς (δανειζόμενοι έμπρακτα την μυθική αγριότητά τους: το είχαμε κάνει και με τους Ινδιάνους άλλωστε...) ή αν διασκεδάζαμε την πεποίθηση ότι είναι η σειρά μας νʼ αφανιστούμε... Τώρα που πίνουμε το αίμα των παιδιών μας για να ζήσει η Αγορά, τους δίνουμε (για να εξοικειωθούν) αιμοπότες συντρόφους - και νεκροζώντανους, αφού δεν ξέρουμε αν θα μπορέσουν να ζήσουν αύριο, δίχως να είναι εν μέρει νεκρά: με νεκρωμένα αισθήματα, αυτοματικές κινήσεις στα εργοστάσια, ύπνο σε σωλήνα, ειδάλλως (γιατί αυτή ήταν η καλή εκδοχή: των παιδιών που θα γίνουν απασχολήσιμοι) αποσκελετωμένα από την πείνα, gothic εκ του φυσικού, διψασμένα από κάθε άποψη μες στην κοινωνική έρημο. Νερό δεν θα υπάρχει όπως άλλοτε δεν υπήρχε ψωμί, το αίμα είναι το παντεσπάνι λοιπόν.
Το θέαμα διαπαιδαγωγεί μέσω της ταύτισης, το παιγνίδι μέσω της εκδραμάτισης και τι πιο λογικό απʼ το να μάθουμε τα παιδιά μας να πίνουν αίμα, καθένα για την πάρτη του; Τα νεκροζώντανα παιδιά μας: γιατί με διαλυμένες οικογένειες, μοναχικές διαδρομές, αδιαφορία κι εξαγορά, αρπαχτές για μοντέλο ζωής και λιγούρα για πρότυπο επιθυμίας, τα σπρώξαμε στη μεθόριο, να μην ξέρουν αν ζουν ή όχι, και τώρα το μόνο που μπορούμε να τους ζητήσουμε είναι να παίξουν με την ιδέα ότι θα ζήσουν έτσι.
του Γιώργου Κοροπούλη (από εδώ)