16/1/13

Νεορωμιοί - του Κωστή Παπαγιώργη




«Βλέποντας τα ονόματα που τιμήθηκαν με το βραβείο Νόμπελ της Ειρήνης -Μεναχέμ Μπέγκιν, Χένρι Κίσινγκερ και Μπαράκ Ομπάμα-, μας έρχεται στο νου μια φράση του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, για τον οποίο αυτή η τιμητική διάκριση θα ήταν ορθότερο να αποκαλείται «βραβείο Νόμπελ του Πολέμου». 

Ευτυχής η Ευρωπαϊκή Ενωση που τιμήθηκε με εκείνο που θα μπορούσε να αποκληθεί "βραβείο Νόμπελ του Ναρκισσισμού". Πάντως, μπορούμε να υπολογίζουμε στο Οσλο για να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας. Το επόμενο έτος έχουμε δικαίωμα να ελπίζουμε ότι η επιτροπή του Νόμπελ θα πράξει το καλύτερο· με άλλα λόγια, θα δώσει το βραβείο στον εαυτό της». 

Απόσπασμα από το άρθρο του Πέρι Αντερσον στη «Monde diplomatique».


Αρχίσαμε με ξένο παράθεμα, και δη ευρωπαϊκό, για να τονίσουμε ότι πάσα σκέψη του νεοέλληνα αντλείται εκ δυσμών και ταξιδεύει προς ανατολάς. Εκ δυσμών αντλήθηκε η ιδέα της Επανάστασης του '21, αλλά εξ ανατολών καλλιεργήθηκε. Εκ δυσμών κατέφθασαν οι φιλέλληνες, αλλά εξ ανατολών έσπευσαν οι πρώτοι υποψήφιοι της αρχηγίας. Εκ δυσμών αντλήθηκαν οι ιδέες και τα δάνεια, αλλά εξ ανατολών οι Φιλικοί. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, εξαιρουμένου του Καποδίστρια, η χώρα ζήτησε και βρήκε βασιλιά Γερμανό με αντιβασιλεία τον Αρμανσμπεργκ, τον Μάουρερ και τον Χάιντεκ, οπότε δεν πρέπει να μας φαίνεται παράδοξο το γεγονός ότι η ελληνική πατρίδα -ακόμη και σήμερα- έχει απόλυτη ανάγκη τους Γερμανούς για να μακροημερεύσει. 

Από τότε κιόλας ο τόπος αξιολογούνταν πολύ περισσότερο απ' ό,τι οι άνθρωποι, οι αρχαίοι υπερείχαν συντριπτικά έναντι των συγχρόνων, η θέση της χώρας ήταν ασυγκρίτως πιο καίρια από τα έργα των ντόπιων, γενικά η Ελλάδα προφερόταν στεντορεία τη φωνή, ενώ οι Ελληνες (και πιο σωστά οι νεοέλληνες) μπορούσαν εν ανάγκη και να αποσιωπηθούν. Το παράδοξο ήταν ότι αντί οι ντόπιοι -αυτό το φοβερό συνονθύλευμα γρεκο-αρβανιτο-βλαχο-τουρκο-πληθυσμών- να νιώθουν περήφανοι που, έστω και με ξένα χέρια, ελευθερώθηκαν, λόγω της ξένης επιρροής στράφηκαν απολύτως προς την ένδοξη καταγωγή. Εξ ου και η κούφια αρχαιολατρία και η διεκδίκηση των Μαρμάρων του Παρθενώνα.

Αν αναλογιστεί κανείς ότι η μεταχουντική εποχή είναι η μόνη περίοδος που δεν βρεθήκαμε εν πολέμω, καταλαβαίνουμε τι βαρύ έργο είχαν επωμιστεί οι πληθυσμοί. Οταν μάλιστα μας κάλεσαν να ποζάρουμε σαν Ευρωπαίοι (αφού το ήθελε η Ευρωπαϊκή Ενωση) κολλώντας το ευρώ στο κούτελο, οι λίγοι έξυπνοι αυτής της χώρας κατάλαβαν ότι οι μέρες μας είναι μετρημένες. Ηδη ο συγχωρεμένος Ζήσιμος Λορεντζάτος -παρότι άσχετος με την οικονομία- τόνιζε σε ένα κείμενό του: «Επιτέλους, πότε αυτός ο λαός θα ζήσει με δικά του λεφτά αντί για δανεικά;»

Το κοινοτικό πνεύμα της επαρχίας εξέπνευσε προ πολλού, τα ήθη καταλύθηκαν, η πρωτεύουσα απέβη φροντιστήριο εκφυλισμού και η πολιτική «δημοκρατικό προνόμιο» για αθέμιτο πλουτισμό. Οπως όλοι γνωρίζουν, η είσοδος στην Ε.Ε. υπονόμευσε και τις έσχατες αντιστάσεις του πληθυσμού - η γεωργία, για παράδειγμα, που απασχολούσε το πιο αυθεντικό τμήμα του πληθυσμού, εξουδετερώθηκε, καθότι πολλές καλλιέργειες απαγορεύτηκαν έναντι στοιχειώδους μισθού. Ο πρωτογενής τομέας διαλύθηκε και οι πρώην γεωργοί έπιασαν στασίδι στα καφενεία και στα σκυλάδικα της επαρχίας. Και όλα αυτά γιατί; Για τον περιζήτητο καταναλωτικό βίο.

Οπότε τι θα έκανε η ντόπια πολιτική που, πέραν του γεγονότος ότι δεν ντρέπεται, ήξερε ότι μεγαλουργεί μόνο σε εποχές προεκλογικές; Γενικά, οι νεόκοποι πολιτικοί κερδίζουν τη δόξα του προσώπου τους μόνο υπό μορφήν σκιώδους αντιπολιτεύσεως. Μια ματιά στη Βουλή μάς πείθει πέρα για πέρα. Οσο για τη σκληρή οικονομική τάξη που δρα εξ αοράτου και έχει τη χώρα γραμμένη στα παλιά της τα παπούτσια, με άλλα λόγια αυτή που ζει στη χώρα αλλά τρέφεται από εξωχώριες εταιρείες, απαρτίζεται από το χειρότερο είδος διεφθαρμένου νεοέλληνα, ο οποίος κατέχει -ατιμίας ένεκεν- τα περισσότερα προνόμια. 

                                                      ένα κείμενο του Κωστή Παπαγιώργη (από εδώ)